Όταν μπαίνεις στη διαδικασία να μελετήσεις το ζήτημα των εθνικισμών και δη των Βαλκανικών, πρέπει πρώτα απ’ όλα να εμπεδώσεις πως είναι ένα φαινόμενο το οποίο δεν μπορεί να κριθεί με γνώμονα τη λογική. Ο εθνικισμός είναι εκ φύσεως μία ιδεολογία εξαιρετικά ενδοσυγκρουσιακή (βλέπεις Έλληνες εθνικιστές που θαυμάζουν το Μουσολίνι ή το Χίτλερ πχ) που βασίζεται σε μία παράμετρο που του δίνει ισχύ και υπόσταση ώστε να μπορεί να κυλήσει και να επηρεάσει ένα ευρύ κοινό. Για να ευδοκιμήσει λοιπόν προϋποθέτει ιστορική τυφλότητα, εθνοκοινωνικό εγωκεντρισμό και πρόσφορο έδαφος για καλλιέργεια. Αυτό συνήθως το δίνει μία ακραία κατάσταση. Μια οικονομική κρίση είναι ότι πρέπει ας πούμε. Αυτό δε σημαίνει πως γεννιέται μαζί με την κρίση. Προϋπάρχει η φλόγα στις ψυχές και ένα παραπάνω σε πληθυσμούς που είναι μεθοριακοί για ευνόητους λόγους.
Θα αναρωτηθώ χωρίς περιστροφές. Θα ανεχόμασταν μέσα σε Ελληνικό έδαφος, έναν Αλβανό να περιφέρει την Αλβανική σημαία σα να είναι σε Αλβανικό έδαφος; Γιατί οι αλυτρωτισμοί οι δικοί μας έχουν βάση ενώ των υπολοίπων όχι; Ξεχνάμε ότι έχουμε υπάρξει και εμείς αναθεωρητικό κράτος; Ξεχνάμε ότι εισβάλαμε στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας πέραν των ορίων που είχαν οριστεί στις Σέβρες; Εισχωρήσαμε σε Τουρκικό έδαφος με όνειρο να ανασυστήσουμε το Βυζάντιο μάλλον, και να κάτσει στον «αυτοκρατορικό θρόνο» ένας άλλος Κων/νος μετά από 4 αιώνες, γιατί αγαπάμε και τους συμβολισμούς. Θα το συγχωρούσαμε αυτό καλή τη πίστει αν ήμασταν εμείς στη θέση των Τούρκων;
Πιστεύουμε ότι αυτό είναι κάτι που μπορεί να ξεχαστεί και να σβηστεί από την κοινή συνείδηση τους, όταν το διαβάζουν στα βιβλία τους όπως εμείς διαβάζουμε για την καταστροφή της Σμύρνης; Γιατί ο δικός μας αναθεωρητισμός είναι νόμιμος και ο δικός τους όχι; Επειδή εδράζεται «ιστορικά» σε ένα κοινό όνομα και μία γλώσσα; Και των Τούρκων «εδράζεται» αν το πάμε έτσι στις Οθωμανικές καταβολές του. Στο μυαλό ενός Τούρκου εθνικιστή ο Ελλαδικός χώρος είναι έδαφος Οθωμανικό φαντασιακά. Αυτό ο Ερντογάν όταν μιλάει σε Τουρκικό κοινό δεν μπορεί να το παραβλέψει, γιατί από κάτω του καραδοκούν όλοι οι πολιτικοί του αντίπαλοι που τον μισούν πιο πολύ απ’ ότι εμείς, για να εκμεταλλευτούν μία πιθανή υποχωρητικότητα του στα εθνικά ζητήματα. Στην Τουρκία δεν είναι μία μειονότητα οι εθνικιστές, είναι η πλειονότητα. Αν δεν τους χαϊδεύεις τα αυτιά εκλογές δεν κερδίζεις. Αυτό το γνωρίζουν όλοι. Δεν είναι μόνο το «στρατηγικό βάθος» του περιθωριοποιημένου Νταβούτογλου το πρόβλημα. Δεν ήταν ποτέ μόνο αυτό.
Κατανοώ ότι αυτά τα ερωτήματα για ένα πούρο εθνικιστή είναι ψηλά γράμματα, και για ένα αυστηρό ρεαλιστή με βάση τη θεωρία των διεθνών σχέσεων, είναι ιδεαλιστικές μπούρδες με μπόλικη ρομαντική καντιανή δόση που οδηγούν στην καταστροφή, γιατί ζούμε σε μία ζούγκλα όπου επικρατεί ο ισχυρότερος. Όντως ζούμε σε μία ζούγκλα που ο ισχυρότερος ασκεί και τη μεγαλύτερη επιρροή θα έλεγα εγώ. Δυστυχώς γεννήθηκαν σε λάθος χώρα. Το ρεαλιστικό για την Ελλάδα δεν είναι να ασκεί πίεση και να τσαμπουκαλεύεται με γείτονες που έχει ακόμα ανοιχτούς λογαριασμούς, με σκοπό να τους δείξει ότι δεν αστειεύεται και ότι άμα περάσουν τα όρια θα υποστούν βαριές συνέπειες. Αυτό είναι απλά ένας ευσεβής πόθος. Το ρεαλιστικό δεν είναι να ανοίγει νέα μέτωπα μαζί τους, αλλά να κλείνει τα ήδη υπάρχοντα με θέληση για αμοιβαίο συμβιβασμό. Με τη λογική του τσαμπουκά η ζούγκλα παρατείνεται, και για χώρες σαν την Ελλάδα αυτό δεν είναι θετικό. Εκτός και αν την έχουμε συνηθίσει τόσο που δεν θέλουμε να τη χάσουμε από τη ζωή μας. Εκτός και αν μας δίνει ένα νόημα ύπαρξης πια.
Η εποχή μας δεν είναι εποχή τελών 19ου αιώνα και αρχών 20ου. Δεν βρισκόμαστε στην εποχή όπου ο εδαφικός αναθεωρητισμός θα πάρει σάρκα και οστά τόσο εύκολα όσο τότε. Δεν υπάρχει πια «μεγάλος ασθενής» στην περιοχή μας ώστε να τον διαμελίσουμε ούτε μεγάλες δυνάμεις που να το επιτρέψουν. Εύλογο είναι να μην επαναπαυόμαστε ειδικά με το μόνο ουσιαστικό και όχι επικοινωνιακό εθνικό μας ζήτημα που είναι η σχέση μας με την Τουρκία. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αναπαράγουμε εχθρικές συμπεριφορές με όλους τους υπόλοιπους. Δεν καταλαβαίνουμε το πιο απλό; Ότι με το να διαιωνίζουμε αυτό τον ανταγωνισμό πολλαπλασιάζουμε τα εξωτερικά μας προβλήματα; Ότι ξυπνάμε με τη στάση μας τα εθνικιστικά αντανακλαστικά των υπολοίπων χωρών, όχι πως αυτές είναι άμοιρες ευθυνών φυσικά. Κάποια ΜΜΕ δεν καταλαβαίνουν ότι με τη ρητορική τους οδηγούν τα πράγματα στα άκρα και κάνουν δύσκολο το έργο της εκάστοτε κυβέρνησης που επιδιώκει εξωτερική συνεννόηση; Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν το καταλαβαίνουν, αλλά τα «εθνικά» πουλάνε πολύ και δη τα συναισθηματικά φορτισμένα.
Ένας εθνικισμός-αλυτρωτισμός για να ανθήσει χρειάζεται απαραίτητα την ύπαρξη ενός άλλου. Αυτό στα Βαλκάνια το έχουμε κάνει σημαία μας. Αν δεν συνειδητοποιήσουμε πως η Κων/πολη δεν θα γίνει ποτέ Ελληνική, δεν πρόκειται ποτέ και οι Τούρκοι να εμπεδώσουν πως το Αιγαίο δεν θα γίνει ποτέ Τουρκικό. Δεν πρόκειται να το εμπεδώσουν ταχύτερα, όσες φρεγάτες και όσα μαχητικά και να πάρουμε. Μάλλον το αντίθετο πετυχαίνουμε έτσι. Η λογική της ισορροπίας δυνάμεων όντως φέρνει αποτελέσματα ως ένα βαθμό αλλά μέχρι εκεί. Οι ρητορικές και αμυντικές υπερβολές μόνο όξυνση επιφέρουν. Όσο συνεχίζονται τόσο θα επιτάσσουν μια απάντηση.
Αν δεν καταλάβουμε πως τα χρήματα που δαπανάμε για αμυντικούς εξοπλισμούς δεν συμβαδίζουν με το οικονομικό μας μέγεθος και τις δυνατότητες μας, τότε ίσως καταλάβουμε πως η συνεχής απαίτηση για αύξηση τους, γεννιέται μέσα από την εχθρική εξωτερική νοοτροπία και όχι μόνο από την αναγκαιότητα της γεωπολιτικής μας θέσης. Μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει πια την επίδραση των υπέρογκων εξοπλισμών στην κακή δημοσιονομική μας πορεία;
Υ.Γ: Στην εναρκτήρια εικόνα απεικονίζεται και ο Ε. Βενιζέλος τον οποίο έχω εκθειάσει σε παλαιότερο άρθρο. Οι λόγοι που τον εκθείασα δεν έχουν να κάνουν μόνο με τον διπλασιασμό της Ελλάδας, αλλά κυρίως με τις πολιτικές και διορατικές ικανότητες του οι οποίες έβγαλαν τη χώρα από την εξαιρετικά δύσκολη θέση στην οποία θα βρισκόταν χωρίς αυτές τη δεδομένη στιγμή. Η πολιτική του Βενιζέλου δεν περιορίζεται μόνο στις εξωτερικές υποθέσεις της εποχής. Βαρυσήμαντο έργο έχει να επιδείξει και στην εσωτερική αναδιοργάνωση της χώρας, η οποία συχνά επισκιάζεται από τα επεκτατικά κατορθώματα, τα οποία σχεδόν του επιβλήθηκαν με όλα όσα είχαν συμβεί σε ιδεολογικό επίπεδο το 19ο αιώνα και φυσικά όσα επέβαλε η ιστορική συγκυρία για τη χώρα.