Γράφει ο Νίτσε:
«… πρέπει να εκθέσουμε τώρα πως διαδόθηκε η επιρροή του Σωκράτη έως τις μέρες μας και σ’ όλο το μέλλον, στους μεταγενέστερους, σαν σκιά που συνεχίζει να μεγαλώνει καθώς δύει ο ήλιος και πως προκαλεί μια συνεχή αναδημιουργία της τέχνης –της τέχνης με την πιο μεταφυσική, ευρεία και βαθιά έννοια– και πως η ατελεύτητη διάρκεια της επιρροής αυτής εγγυάται την ατελεύτητη διάρκεια της τέχνης. …
Σχεδόν όλες οι εποχές και όλα τα στάδια της κουλτούρας προσπάθησαν κάποια στιγμή, με βαθιά δυσθυμία, να απελευθερωθούν από τους Έλληνες, επειδή κάθε προσωπική, εμφανώς πρωτότυπη και αξιοθαύμαστη δημιουργία φαινόταν, σε σύγκριση με εκείνους, να χάνει ξαφνικά τη ζωή και το χρώμα της και να γίνεται αποτυχημένο αντίγραφο, ακόμη και καρικατούρα. Και έτσι, κάθε τόσο ξεσπάει μια βαθιά οργή εναντίον αυτού του αλαζονικού μικρού λαού …. (που) … έχουν την αξίωση ότι διαθέτουν εκείνη την αξιοπρέπεια και την εξέχουσα θέση που διακρίνει τη μεγαλοφυία από τις μάζες. … ο φθόνος, η συκοφαντία και το μίσος δεν ήταν αρκετό για καταστρέψει αυτό το αυτάρκες μεγαλείο.
Κι έτσι νοιώθει κανείς ντροπιασμένος μπροστά στους Έλληνες, εκτός κι αν εκτιμά την αλήθεια πάνω απ’ όλα και τολμά να αναγνωρίσει ακόμη και τούτη την αλήθεια: ότι οι Έλληνες κρατούν στα χέρια τους, σαν ηνίοχοι, τα χαλινάρια της δικής μας πάντα και κάθε άλλης κουλτούρας, αλλά και ότι σχεδόν πάντα τα άρματα και τα άλογα είναι κατώτερης ποιότητας και δόξας από τους οδηγούς τους …».
Αυτή η παραστατική περιγραφή του Νίτσε για τον διαχρονικό πολιτικό πολιτισμό της Ελληνικότητας γεννά το ερώτημα κατά πόσο μετά την αποτυχία της Εθνεγερσίας οι σύγχρονοι Έλληνες είναι «ηνίοχοι» της ζωής τους και του πολιτισμού τους και πρωταγωνιστές του πνεύματος διεθνώς, ή αντίθετα, είναι «άλογα» μιας ξενοκρατούμενης «κρατικής άμαξας» της οποίας τους δύο τελευταίους αιώνες ηνίοχοι είναι οι εκάστοτε ηγεμονικές δυνάμεις στους συνασπισμούς των οποίων το νεοελληνικό κράτος «ανήκει». Τονίζεται η θέση που συχνά ακούγεται ότι η Ελλάδα «ανήκει» στον εκάστοτε συνασπισμό αντί της θέσης ότι «είναι ενταγμένη ως κυρίαρχο κράτος, ορίζει τα εθνικά συμφέροντά της και διαρκώς διαπραγματεύεται και συναλλάσσεται για να επιτυγχάνει ισόρροπες και συμμετρικές σχέσεις».
Υπό το πρίσμα μιας ορθής κοσμοϊστορικής θέασης των αφετηριών και των διαδρομών πέντε περίπου χιλιετιών γνωστής ιστορίας του πολιτικού πολιτισμού, η Εθνεγερσία των Ελλήνων τον 18ου αιώνα και ο Μεταπολεμικός Εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων της Κύπρου αναβίωσαν και ανάδειξαν τον διαχρονικό ανθρωποκεντρικό πολιτικό πολιτισμό της Ελληνικότητας. Τον πολιτικό πολιτισμό της Εθνικής Ανεξαρτησίας που συμβολίζει την συλλογική ελευθερία ενός έθνους και τις προϋποθέσεις κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι που προσανατολίζουν προς την Ιθάκη της πολιτικής ελευθερίας.
Η αποτυχία της Εθνεγερσίας τον 18ο αιώνα, για λόγους που εξετάζονται σε άλλες δημοσιεύσεις, αποτελεί μεγάλη οπισθοδρόμηση, ακόμη μεγαλύτερη σε σύγκριση με τους εμφύλιους πολέμους της κλασικής εποχής. Το ίδιο ισχύει εάν η οπισθοδρόμηση αυτή συγκριθεί με την Ρωμαϊκή κατάκτηση, με την πτώση του Βυζαντίου και με την μακραίωνη Οθωμανική υποδούλωση. Τα ψηφίσματα των Εθνοσυνελεύσεων της Εθνεγερσίας, τα κείμενα του Ρήγα, οι δηλώσεις, οι θέσεις και οι πράξεις των Επαναστατών και πολλές άλλες μαρτυρίες πριν και μετά την Επανάσταση πιστοποιούν ότι εάν εν μέσω δεσποτικών αποικιοκρατικών διοικήσεων εκπληρώνονταν οι διακηρυγμένοι σκοποί, ενδεχομένως θα άλλαζε ο ρους της ιστορίας.
Αυτό γιατί όχι μόνο θα επιτάχυνε τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης αλλά το δημοκρατικό παράδειγμα όπως αποτυπώθηκε στα ψηφίσματα των Εθνοσυνελεύσεων, και που είχε ήδη επηρεάσει το τότε νεόδμητο Αμερικανικό κράτος, θα προκαλούσε επαναστάσεις των μετά-Μεσαιωνικών Ευρωπαϊκών κοινωνικών οντοτήτων που εκκολάπτονταν στα θεμέλια των ίδιων των ολιγαρχικών κρατικών διοικήσεων του 17ου και 18ου αιώνα.
Η αποτυχία της Γαλλικής εξέγερσης και στην συνέχεια της Ελληνικής Εθνεγερσίας οδήγησε σε ένα πολιτικό και στοχαστικό κατήφορο που συνεχίζεται: Οι παλινωδίες και αντιφάσεις του μετα-Μεσαιωνικού πολιτικού στοχασμού, ο προσανατολισμός και οι σταθμοί του κρατικού γίγνεσθαι και του διακρατικού συστήματος, η γένεση του αστικού κράτους και της αποικιοκρατίας, οι μηδενιστικές παραδοχές, τα εσχατολογικά μετακρατικά/υπερκρατικά διεθνιστικά ιδεολογικά δόγματα και ο συγκαιρινός μεταμοντέρνος εθνομηδενισμός είναι αλληλένδετα φαινόμενα. Εν τούτοις, η συμβατική σοφία και η βιβλιογραφία κατά κανόνα και για ακατανόητους λόγους τα αναμιγνύει όλα, τα δοξάζει όλα, τα ωραιοποιεί όλα, δημιουργεί μια εικόνα γραμμικής κίνησης χωρίς καμπυλότητες, λοξοδρομήσεις και αντιστροφές και κυριολεκτικά αποσιωπά πρωτοφανείς μαζικές εθνοκαθάρσεις και γενοκτονίες των μετα-Μεσαιωνικών ανθρώπων με σκοπό να κατασκευαστούν κράτη και να διασφαλιστεί κρατική συνοχή.
Ακόμη, λησμονείται ότι οι ολιγαρχικές-δεσποτικές και αποικιοκρατικές μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης που διαδέχθηκαν τις ηγεμονικές διοικήσεις του Μεσαίωνα επί αιώνες καταλήστευαν τους πόρους των υπόλοιπων εθνών του πλανήτη, πολλά από τα οποία διέθεταν πολιτισμό πολλών αιώνων και σε μερικές περιπτώσεις και χιλιετιών.
Λησμονείται επίσης ότι αυτή η καταλήστευση του πλανήτη, ενώ κατέστειλε την εξέλιξη πολλών εθνών προκάλεσε και εισροή κολοσσιαίων πόρων στην Ευρώπη δημιουργώντας βιομηχανίες και οικονομικά συστήματα που έφεραν μια δυσβάστακτη δομική ασυμμετρία μεταξύ Βορρά και Νότου. Αυτά τα κατά τα άλλα πασίγνωστα γεγονότα της μετά-Μεσαιωνικής διαχρονίας, τα τετελεσμένα των οποίων οι διαφωτιστές και οι ιδεολογικοί τους απόγονοι επιχείρησαν είτε να αποσιωπήσουν είτε να υποτιμήσουν, είχαν δύο ακόμη αποτελέσματα:
Πρώτον, η πολιτική σκέψη υπηρετούσε σχεδόν αποκλειστικά καθεστωτικούς σκοπούς και αξιώσεις αθέσπιστης ισχύος –κάτι που κορυφώθηκε με την έλευση των μετακρατικών/υπερκρατικών εσχατολογικών ιδεολογικών δογμάτων– με αποτέλεσμα ο πολιτικός στοχασμός να παραμείνει φτωχός συγγενής της κλασικής εποχής και των Βυζαντινών στοχαστών. Τους Νέους Χρόνους οι εσχατολογίες που κήρυτταν την έλευση ανθόσπαρτων μετακρατικών τόπων εσχατολογικά ιδεολογικά προσδιορισμένων, μοιραία, αντί ανοδικής πολιτικής και στοχαστικής τροχιάς δημιούργησαν μια μεγάλη δεξαμενή φαντασιόπληκτης ιδεολογικής πολιτικής θεολογίας, της οποίας μεγάλες ποσότητες κατάλοιπων διαιωνίζονται στον 21ο αιώνα και αποτελούν κύρια αίτια των καταμαρτυρούμενων παθογενειών του σύγχρονου κρατοκεντρισμού.
Δεύτερον, με τη μετάβαση από τους Αναγεννησιακούς στους διαφωτιστές, όταν κατά βάση και ουσιαστικά κυριάρχησε ο αθεϊσμός, ο υλισμός και η αντί-πνευματικότητα, δυσκόλεψε την άντληση σωστής γνώσης από τις εμπειρίες από τον οικουμενικών προδιαγραφών διαχρονικό ανθρωποκεντρικό ελληνικό πολιτικό πολιτισμό.
Όπως συχνά τονίζουμε, παρά το γεγονός ότι μερικοί μοντερνιστές στοχαστές ήταν αναμφίβολα ιδιοφυείς-μεγαλοφυείς και έγραψαν κείμενα ιδεολογικά προσανατολισμένα που πολλούς έπεισαν –χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Μαρξ και Καντ–, τα μετα-Μεσαιωνικά χρόνια η πολιτική σκέψη περιορίστηκε εάν όχι καθηλώθηκε και εκμηδενίστηκε επειδή υπήρχαν υψηλά υλιστικά-μηδενιστικά τείχη και περιοριστικές αντί-πνευματικές οροφές που εμπόδιζαν την καθαρή θέαση του κόσμου και των κοσμοϊστορικών προσανατολισμών κατά τη διάρκεια πέντε περίπου χιλιετιών πολιτικού γίγνεσθαι.
Υποτίμησαν επίσης τον ρόλο του πνεύματος και των πολιτισμών στο πολιτειακό γίγνεσθαι. Αυτά και τα συμπαρομαρτούντα, σχετίζονται επίσης με την ελλειμματική γνώση της κλασικής εποχής, τη διαστρεβλωμένη αντίληψη του Αριστοτελισμού που περιέγραψε επακριβώς ο Παναγιώτης Κονδύλης και την παντελή άγνοια της Βυζαντινής κοσμοπολιτείας (που εν πολλοίς συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας).
Ενίοτε η έκθαμβη ενθουσιαστική αναφορά στην κλασική εποχή είναι χαρακτηριστική του γεγονότος ότι ακόμη και στοχαστές υψηλών νοητικών προδιαγραφών της εποχής συγκρινόμενοι με τους κλασικούς έδιναν έναν άνισο αγώνα εν μέσω περιορισμένης όπως είπαμε θέασης λόγω υλιστικών τειχών. Εξ ου και η παράθεση στην αρχή του παρόντος κειμένου του αποσπάσματος κειμένου του Νίτσε, ο οποίος περιγράφει παραστατικά τις τάσεις για σύγχρονες καρικατούρες της κλασικής εποχής, για ηνίοχους που είναι οι στοχαστές της κλασικής εποχής και για άλογα που είναι στοχαστές της εποχής μας. Αυτή η θέση του Νίτσε αξίζει να εξεταστεί περαιτέρω για να γίνουν πιο κατανοητές οι καθημερινά καταμαρτυρούμενες σύγχρονες παθογένειες της πολιτικής σκέψης και της πολιτικής πράξης.
Υπογραμμίζεται ότι δεν υποτιμάται η σημασία των Αναγεννησιακών στοχαστών και καλλιτεχνών ιδιαίτερα των πρώτων μετά-Μεσαιωνικών χρόνων. Όμως, θα πρέπει να συνεκτιμάται δεόντως, αφενός το πώς οι μετά-Μεσαιωνικές πολιτικές και πληθυσμιακές προϋποθέσεις τους καθήλωσαν, και αφετέρου, το γεγονός ότι μετά τον 16ο αιώνα υπήρξαν πολλοί και εξαιρετικά ευφυείς στοχαστές, αλλά οι περισσότεροι επηρεάζονταν από τη διολίσθηση στον υλισμό, την αντί-πνευματικότητα και τον μηδενισμό των κατά τον Κονδύλη «συνεπών μηδενιστών» (Μαρκήσιος de Sade κ.α.), οι παραδοχές των οποίων εξ αντικειμένου είναι προπολιτικά προσανατολισμένες.
Για να το πούμε διαφορετικά, αντί το πνεύμα, ο πολιτισμός και οι τέχνες να ανυψωθούν και να υπερισχύσουν, η κρατική συγκρότηση οδηγήθηκε στην εκδίωξη του πνεύματος αλλά και στην ανάλογη προσαρμογή των τεχνών και των γραμμάτων (εξ ου και η θεοποιημένη «μεταμοντέρνα τέχνη»). Το πνεύμα όμως δεν εκδιώκεται γιατί ότι και να ειπωθεί όλα τα ανθρώπινα όντα έχουν πνεύμα, και μάλιστα, όταν εντός ή εκτός πόλεως είναι αθέσπιστο, ενδέχεται να είναι και θηριώδες, ενώ το στοίχημα του πολιτικού πολιτισμού είναι το πώς θα θεσπιστεί πολιτικά το κράτος για να σταθεροποιήσει τις συμπεριφορές σύμφωνα με τις επιταγές του συλλογικού βίου.
Εν τέλει, όταν ο συνεπής μηδενιστής Μαρκήσιος de Sade γράφει ότι «φονεύει ή βιάζει και ηδονίζεται» σημαίνει ότι –έστω και αν ισχυρίζεται ότι η ψυχή και το πνεύμα είναι «σαλέματα της ύλης»– αυτός και κάθε άλλος διαθέτει, εν τέλει, «κάποιου είδους» πνεύμα και ψυχόρμητα. Μάλιστα, εάν οποιοδήποτε άτομο είναι γνήσιος φορέας παραδοχών παρόμοιων με τον de Sade, προγραμματικά και εξ αντικειμένου αυτά τα ψυχόρμητα πιθανότατα εκδηλώνονται βάρβαρα, δολοφονικά και κτηνωδώς. Εξάλλου, εάν σταθούμε στον ισχυρισμό ότι η ψυχή και το πνεύμα είναι σαλέματα της ύλης, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύει ή τουλάχιστον δεν γνωρίζουμε τα ενδότερα και αθέατα πεδία του ανθρώπινου όντος για να αποφανθούμε. Απλά παρατηρείται ότι το πνεύμα διαρκώς εκδηλώνεται. Και το ζήτημα είναι εάν είναι αθέσπιστο και άγριο ή θεσπισμένο και «πολιτικά πολιτισμένο».
Ψυχή, πνεύμα, ορμές, βιολογίες και συμπαρομαρτούντα δημιουργούν ταλαντώσεις της ανθρώπινης φύσης οι οποίες σταθεροποιούνται σύμφωνα με τις επιταγές του συλλογικού πολιτικού βίου που προϋποθέτει εύνομη και εύτακτη πολιτική ζωή (βλ. αναφορές στον Αριστοτέλη ένθεν και ένθεν). Βασικά αυτό έχουμε, όπως ήδη εξηγήσαμε, όταν μια νοερή ιστορική «στιγμή» πριν πέντε περίπου χιλιετίες τα ανθρώπινα όντα εξερχόμενα από την εποχή της βαρβαρότητας και εισερχόμενα στην πολιτική εποχή οργανώθηκαν σε πολιτικοοικονομικά ιεραρχημένες ομάδες. Αρχικά πρωτόλεια και εξελικτικά από την αρχαϊκή εποχή στην κλασική εποχή, όταν κορύφωσαν τον πολιτειακό πολιτικό πολιτισμό. Η μετάβαση από τον κρατοκεντρισμό στη μετακρατοκεντρική Βυζαντινή κοσμοπολιτεία, όπως εξηγείται σε άλλο σημείο, άργησε τόσο λόγω πρόωρου θανάτου του Μεγάλου Αλεξάνδρου όσο και λόγω Ρωμαϊκής κατάκτησης.
Ολοκληρώνοντας το σύντομο αυτό απόσπασμα από το προαναφερθέν βιβλίο, επισημαίνεται ότι οι περιφερειακοί πόλεμοι και η όξυνση των ηγεμονικών ανταγωνισμών του πολυπολικού πλέον διεθνούς συστήματος, φωτίζει και καθημερινά καταμαρτυρεί ότι αυξάνονται οι παθογένειες, τα αδιέξοδα και οι κίνδυνοι, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου πυρηνικού ολοκαυτώματός μας. Το μείζον, υποστηρίχθηκε, είναι η κυριαρχία πολιτικού και στρατηγικού ορθολογισμού εντός του υπάρχοντος Μεταψυχροπολεμικού εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος. Αυτό σημαίνει ότι, με καθαρά κρατοκεντρικούς όρους και εσχατολογικά-ουτοπικά στερημένα, αντλούνται τα σωστά διδάγματα από τις κοσμοϊστορικές εμπειρίες κατά την διάρκεια της προκλασικής, κλασικής και Βυζαντινής εποχής, καθώς επίσης και τα πολιτικά προτάγματα της Εθνεγερσίας.
Όπως υποστηρίχθηκε συχνά ένθεν και ένθεν, σκοπός είναι η αναζήτηση νέων μορφών διεθνούς διακυβέρνησης επί ζητημάτων που αφορούν, μεταξύ άλλων, κοινούς κινδύνους, κοινά προβλήματα και την κοινωνικοπολιτικά και διακυβερνητικά ανεξέλεγκτη διεθνική ιδιωτεία.
Για να αναφερθούμε τους όρους της θέσης του Νίτσε που παρατέθηκε στην αρχή, λογικά η σύγχρονη Ελληνική πολιτεία τα μέλη της οποίας διεκδικούν ότι είναι φορείς του διαχρονικού Ελληνικού πολιτισμού, θα μπορούσαν να είναι, ηνίοχοι της πολιτικής σκέψης διεθνώς για να επηρεαστούν και προσανατολιστούν τα κράτη και το διεθνές σύστημα προς πολιτικά και στρατηγικά ορθολογιστικές κατευθύνσεις. Ερωτάται εμφαντικά: Οι σύγχρονοι Έλληνες που θεωρούνται φορείς του πολιτικού πολιτισμού της Ελληνικότητας, διαδραματίζουν ένα τέτοιο ρόλο;
Υστερόγραφο: Το πιο πάνω κείμενο είναι προσαρμοσμένο απόσπασμα από την σελ. 310 κ.ε. του βιβλίου «ΤΟ ΕΘΝΟΚΡΑΤΟΚΕΝΤΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ. Παθογένειες, αδιέξοδα, αίτια, πολιτικός στοχασμός, Μεταμοντέρνος εθνομηδενισμός versus Έθνος και Πολιτισμός» (Εκδόσεις Ποιότητα – https://piotita.gr/?p=41774). Το ένατο κεφάλαιο αφορά την Ελληνική Εθνεγερσία για να περιγράψει το γεγονός ότι εν μέσω ηγεμονικών κρατικών διοικήσεων και κτηνωδών αποικιοκρατικών δομών η Εθνεγερσία αποτέλεσε το σημαντικότερο πολιτικό γεγονός όχι μόνο των Νέων Χρόνων αλλά και όλων των κοσμοϊστορικών φάσεων. «Το σημαντικότερο ιστορικό γεγονός» της ιστορίας επειδή εκδηλώθηκε σε μια ιστορική φάση όπου επιτυχία και εγκαθίδρυση ξανά μιας μετακρατοκεντρικής κοσμοπολιτείας δημοκρατικά δομημένης σε όλα τα επίπεδα, λογικά και αναμενόμενα θα ενδυνάμωνε τις αξιώσεις των μελών των κοινωνιών να καταστούν εντολείς μιας εντολοδόχου και ανακλητής εξουσίας.