Λυπάμαι πολύ που έφυγε από τη ζωή η Μάνια Τεγοπούλου. Από εκεί και πέρα ο Μανώλης Αναγνωστάκης στους γνωστούς στίχους τους για τον εγκωμιαζόμενο μακαρίτη δεν κατάφερε να σκοτώσει το «ο αποθανών δεδικαίωται». Δεν θα πω όμως πολλά άσχημα πράγματα για την Μάνια που ήταν η συνηθισμένη περίπτωση του κακομαθημένου πλουσιόπαιδου που εκ του ασφαλούς το έπαιζε αναρχοχαρούμενη. Προδιέγραψε την μοίρα της αυτή ο πατέρας της, ο χαρισματικός Κίτσος Τεγόπουλος, ο οποίος -εγωκεντρικός όπως ήταν- θα ήθελε να ισχύσει το μετά από εμένα το χάος και να δει την υπόθεση Ελευθεροτυπία σαν αποκλειστικά δική του ή οικογενειακή του υπόθεση. Έτσι άφησε την ιδιοκτησία και ουσιαστικά την διεύθυνση της Ελευθεροτυπίας μετά το θάνατό του στις κόρες του και κυρίως στην Μάνια, οι οποίες ήταν ανίκανες να σηκώσουν αυτό το βάρος.
Αναπόφευκτο, επομένως, ήταν μαζί με την κρίση του Τύπου να χρεωκοπήσει η όλη ιστορία και έτσι το θέλησε προφανώς ο Τεγόπουλος να αρχίσει με το όνομά του η Ελευθεροτυπία και να τελειώσει με το όνομά του Τεγόπουλος – Τεγοπούλου.
Θα έλεγα ότι έτσι αδικήθηκε όλη η ιστορία της Ελευθεροτυπίας που υπήρξε για εμένα ότι σημαντικότερο έχει συμβεί, όχι στην μεταπολίτευση και δώθε, αλλά συνολικά στην ιστορία του ελληνικού Τύπου. Και μάλιστα κυρίως τους πρώτους μήνες της έκδοσής της και τους καθοριστικούς για την μετέπειτα εξέλιξή της. Θυμίζω ότι εκδόθηκε τον Ιούλιο του 1975 όταν ο ευφυέστατος Κίτσος Τεγόπουλος εκμεταλλεύθηκε δύο τινά.
Πρώτον ότι στη συνείδηση του κοσμάκη, παρότι δεν αντιστάθηκε πολύ στη Χούντα πολύ χάρηκε ότι γλίτωσε από δαύτη και τα μαγαζιά τα δημοσιογραφικά έως τότε είχαν λερωμένη τη φωλιά τους με εξαίρεση τη Βλάχου που έκλεισε τις εφημερίδες της, άρα ήταν πρόσφορη στιγμή για μια νέα εκδοτική προσπάθεια προοδευτική και δημοκρατική.
Το δεύτερο ήταν πως έγινε η μοναδική στα χρονικά μεγάλη απεργία των δημοσιογράφων, τον Μάιο του ’75 που τάραξε τα λιμνάζοντα νερά γιατί δεν είχε ξαναγίνει ποτέ τέτοια απεργία δημοσιογράφων ούτε ξανάγινε έκτοτε γιατί ήταν και παραμένει συντεχνιακή οργάνωση η ΕΣΗΕΑ. Λοιπόν αυτά εκμεταλλεύθηκε ο Τεγόπουλος και με ελάχιστα χρήματα και μπλοφάροντας, δηλαδή επηρεασμένος από την παραμονή του στο Παρίσι και τις ιδέες τις ελευθεριακές που κυριαρχούσαν εκεί, είπε ότι θα χτίσει την εφημερίδα των συντακτών.
Δεν τους έκανε συνεταίρους, δεν μοίρασε μετοχές, η μπλόφα του η μεγάλη ήταν ότι διακήρυξε ότι η εφημερίδα των 80 συντακτών θα είναι στα χέρια τους διότι θα τους διανέμει το 80% των κερδών, όπως είναι γνωστό βέβαια και ήταν και ένα αιώνα πριν στα καπιταλιστικά δεδομένα, οι ανώνυμες εταιρείες μπορεί να μην έχουν ποτέ κέρδη, έτσι λοιπόν ότι θετικότερο υπήρξε στο ξεκινήμα της ήταν ένα δεσμευτικό συμβόλαιο μεταξύ εργοδοσίας και συντακτών, οι οποίοι αποτελούσαμε ένα ετερόκλητο πλήθος.
Υπήρχαν όλα τα φρούτα εκεί πέρα, ελάχιστοι αντιστασιακοί, πολλοί εκ του ασφαλούς κραυγαλέοι δημοκράτες, ακόμη και ΚΥΠατζήδες... Το δεσμευτικό συμβόλαιο αυτό όσο λειτούργησε, λειτούργησε αυτοδιαχειριστικά κατά τρόπο πρωτότυπο σε πανευρωπαϊκή κλίμακα θα έλεγα. Δηλαδή οι εκδότες, στην αρχή ήταν δύο, ο Κίτσος Τεγόπουλος και ο Χρήστος Σιαμαντάς, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να ακούν τη γενική συνέλευση η οποία συνερχόταν τακτικά. Υπήρχε αιρετή συντακτική συνέλευση που έλεγχε συνεχώς τη διεύθυνση, υπήρχε συνεχής έλεγχος της πολιτικής γραμμής και βεβαίως διακηρυγμένες αρχές ότι θα ελέγχουμε την εξουσία, που σημαίνει ότι οι συντάκτες της Ελευθεροτυπίας δεν θα μπορούσαν να είναι μέσα στην εξουσία -ήταν ξεκάθαρα απέναντί της- και αυτό συγκίνησε ευρύτατα πλήθη στο ξεκίνημά της συν και ο πόλεμός της εναντίον άλλων εντύπων, όχι μόνο για το χουντικό τους παρελθόν αλλά και για τη δημοσιογραφική αγυρτεία, θυμίζω το νερό του Καματερού και τον μακαρίτη τον Καψή που εκμεταλλευόταν τον ανθρώπινο πόνο των καρκινοπαθών.
Όπως και να έχει η Ελευθεροτυπία τότε είχε σταθεί πάρα πολύ ψηλά. Το κορυφαίο γεγονός είναι όταν αποκαλύφθηκε ότι ο πρώτος και εμπορικά χαρισματικός διευθυντής, ο Φιλιπόπουλος είναι συνεταίρος του Τεγόπουλου στην έκδοση της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας,η γενική συνέλευση τον έδιωξε και έτσι ήρθε ο Φυντανίδης μετά από 8-9 μήνες, ο οποίος βεβαίως επίσης χαρισματικός εμπορικά διευθυντής και αξιόλογος, κάποια στιγμή, θα έλεγα ότι ήταν ο καλύτερος διευθυντής που είχαν οι αθηναϊκές εφημερίδες, αλλά δεν είχε καμία σχέση με τα αυτοδιαχειριστικά πράγματα που ξεκινήσανε όσοι τα ξεκινήσανε.
Αν απέτυχε αυτό το πείραμα δεν είναι γιατί το υπονόμευε ο Τεγόπουλος, εμείς οι δημοσιογράφοι ήμασταν ανίκανοι και καθόλου εξοικειωμένοι με τέτοιους προβληματισμούς. Κάποιοι αρκετοί, ανήκοντες στο ΠΑΣΟΚ με επικεφαλής τον Μάκη Γιομπαζολιά είχαν βάλει βασικό στόχο τους να πάρουν τα κέρδη τα οποία δεν υπήρχαν και να προσφεύγουμε στα δικαστήρια. Άλλοι της ΚΝΕ με τον Πάνο Κολιοπάνο, αν δεν απατώμαι, επικεφαλής, έλεγαν τι σκατά πειράματα είναι αυτά, ας κάνουμε την εφημερίδα όπως ξέρουμε παραδοσιακά, με μια ιεραρχία, διευθυντή, αρχισυντάκτη κτλ. Και ελάχιστοι ακολουθούσαν την λεγόμενη δημοκρατική χούντα, ήταν της μόδας η χούντα ως όρος.
Τη δημοκρατική χούντα την απαρτίζανε τέσσερις, ο εξαίρετος Λούης Δάνος, μια ζωή συνοδοιπόρος της Αριστεράς ποτέ ενταγμένος σε αυτή, ήταν ο μέντοράς μου στη δημοσιογραφία, ο Αστέρης Στάγκος, σοσιαδημοκράτης εκ πεποιθήσεως, ο Χρήστος Θεοχαράτος προσκείμενος στο ΚΚΕ και η αφεντιά μου που δυσκολεύομαι κάθε τόσο να προσδιορίσω, αν και από τα γεννοφάσκια μου ανήκω στον χώρο της Αριστεράς αφότου από τα τρία μου χρόνια μου πήραν τον πατέρα μου μέσα από το σπίτι, αλλά ποτέ δεν υπήρξα ενταγμένος σε κομματικό σχήμα και επιπλέον μου είναι δύσκολο να αυτοπροσδιοριστώ ως αντιεξουσιαστής, που θα μου άρεσε, ή αναρχικός που επίσης θα μου άρεσε εάν δεν υπήρχαν οι μπαχαλάκηδες και όλο αυτό το χάλι που το ζήσαμε και το ζούμε συνεχώς αυξανόμενο.
Λοιπόν θα έλεγα έτσι επειδή εσείς στα κοινωνικά μέσα χρησιμοποιείτε και ξένους όρους, θα αυτοπροσδιοριζόμουν ως «libertarian socialist» (παπάρια δηλαδή), ελευθερόφρων της Αριστεράς. Λοιπόν αυτοί οι τέσσερις ήμασταν θα λέγαμε που προσπαθούσαμε να κρατήσουμε το κεκτημένο δηλαδή το συμβόλαιο το δεσμευτικό απέναντι στην εργοδοσία. Αυτά όλα και όλα.
Η Μάνια όταν γινόντουσαν αυτά τα πράγματα στην Ελευθεροτυπία ήταν κοριτσάκι στην εφηβεία και ενεργά στην εφημερίδα και όταν ακόμη ενηλικιώθηκε δεν ήταν ποτέ. Αλλά λάτρευε τον πατέρα της, του έμοιαζε, το γονίδιο ήταν φανερό και στη φάτσα της. Το κακό είναι ότι πήρε από αυτόν ό,τι χειρότερο, τη βωμολοχία, τη χυδαιολογία και το θράσος, αλλά ήταν επίσης έξυπνη. Νομίζω ότι η ελευθεριότητα στη διαχείριση των προσωπικών της τελικά την κατέστρεψε με τις κακές συντροφιές και τις καταχρήσεις.