Οι διαπραγματεύσεις των δύο ομάδων κράτησαν εβδομάδες και ήταν εντατικές. Οι διαρροές για το περιεχόμενο των συζητήσεων ήταν ελάχιστες. Κάποιες φορές επικρατούσε απαισιοδοξία, αίσθηση αδιεξόδου. Μα εν τέλει επιτεύχθηκε συμβιβασμός.
Μακρόν και Μέρκελ ανακοίνωσαν σε μια κοινή τηλε-εμφάνιση μια συμφωνία, που λίγους μήνες πριν θα φαινόταν αδιανόητη, εξωφρενική: Γαλλία και Γερμανία συμφωνούν πως, πρώτον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να δανειστεί 500 δισ. ευρώ, αξιοποιώντας το τριπλό Α της και, δεύτερον, θα διαθέσει το ποσό αυτό στις χώρες και τους κλάδους που το έχουν μεγαλύτερη ανάγκη ως δαπάνη προϋπολογισμού, δηλαδή ως επιδότηση, όχι δάνειο.
Οι πανηγυρισμοί θα ήταν πρόωροι. Αυτή είναι, προς το πρόν, μια συμφωνία των δύο, όχι των 27. Και η συμφωνία των 27 δεν θα είναι εύκολη. Επιπλέον τα «ψιλά γράμματα» της πρότασης, οι λεπτομερείς όροι παραμένουν αδιευκρίνιστοι. Και, τέλος, τα 500 δις υπολείπονται της υπόσχεσης για ποσά «που μετρούνται σε τρισεκατομμύρια», που είχε δώσει η Ούρσουλα Φον Ντερ Λάϋεν.
Παρ’ όλα αυτά είναι αδύνατον να μην αναγνωρίσει κανείς ότι πρόκειται για ένα επαναστατικό βήμα που σπάει δια μιας δύο ταμπού. Το ταμπού ότι η Ευρώπη δεν αναλαμβάνει από κοινού χρέος για τα μέλη της και το ταμπού πως η βοήθεια προς τις χώρες σε δυσκολία δίνεται μόνον με δάνεια, στα οποία καρφιτσώνονται όροι, «μνημόνια».
Είναι αυτή η «στιγμή Χάμιλτον» της Ευρώπης, όπως οι πιο αισιόδοξοι είπαν; Είναι, δηλαδή, το αντίστοιχο της ιστορικής κίνησης του πρώτου υπουργού οικονομικών των ΗΠΑ Αλεξάντερ Χάμιλτον να ιδρύσει κεντρική τράπεζα και να αναγνωρίσει τα χρέη των επί μέρους Πολιτείων ως χρέη των ΗΠΑ; Και αυτό θα ήταν πρόωρο να το πανηγυρίσουμε. Αλλά είναι αδύνατον να μην μετρήσει κανείς το μέγεθος της απόστασης που έχει διανυθεί.
Φλας μπακ
Ήταν 23 Οκτωβρίου 2008, πέντε εβδομάδες μετά την χρεοκωπία της Λίμαν, όταν μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ουγγαρία βρέθηκε σε αδυναμία αποπληρωμης του χρέους της και δεχόταν υποτιμητική επίθεση στο νόμισμά της. Ο διοικητής της κεντρικής της τράπεζας αναζητούσε όλη νύχτα τον τότε διοικητη της ΕΚΤ Ζαν Κλοντ Τρισέ, εκλιπαρώντας βοήθεια. Όταν τον βρήκε επιτέλους το άλλο πρωί, εκείνος του απάντησε πως δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα. Απευθυνθείτε στο ΔΝΤ- τον συμβούλευσε.
Τότε πήρε φωτιά και η συζήτηση γύρω από το ερώτημα «τι θα κάνει η Ευρώπη αν μια χώρα μέλος του ευρώ, η Ελλάδα για παράδειγμα, βρεθεί σε αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους της;» Λίγο αργότερα, στην συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2009 στην ελληνική Βουλή, ο Κ. Σημίτης μετέφερε το κλίμα εκείνων των συζητήσεων. Προσοχή- είχε πει. Θα μας στείλουν στο ΔΝΤ. Και όλοι γέλασαν...
Δεν μας έστειλαν αμέσως. Όταν τα ελληνικά επιτόκια δανεισμού άρχισαν να ανεβαίνουν επικίνδυνα, τον Ιανουάριο του 2009, υπουργός οικονομικών της Γερμανίας ήταν ο σοσιαλδημοκράτης Πέρ Στάινμπρουκ, που μας προσέφερε μια δήλωση προστασίας.
Επτά χαμένα χρόνια
Την επόμενη φορά που η Ελλάδα χρειάστηκε στήριξη, ένα χρόνο αργότερα, το υπουργείο είχε περάσει στα χέρια του Σόϋμπλε. Το ΔΝΤ κλήθηκε να μετάσχει. Και χρειάστηκαν μήνες χαμένου χρόνου και έντασης για να συμφωνηθεί ένα σχήμα βοήθειας στην Ελλάδα με όρους προτεσταντικής τιμωρίας.
Χρειάστηκε να περάσουν άλλα δύο χρόνια και πολλά δραματικά Γιούρογκρουπς μέχρι να αναγνωριστεί η ανάγκη ενός κουρέματος χρέους. Χρειάστηκε να φθάσουμε στο καλοκαίρι του 2012 για να αναλάβει δράση η ΕΚΤ (το θρυλικό whatever it takes), τον Σεπτέμβριο του 2012, για να ιδρυθεί ένας μόνιμος μηχανισμός χρηματοδότησης χωρών σε κρίση, ο ESM, και χρειάστηκε να φθάσουμε στον Ιούλιο του 2015 για να βγει ορστικά από τη μέση η ιδέα μιας γλυκιάς ώθησης της Ελλάδας προς την έξοδο από το ευρώ, σε ρόλο Ιφιγένειας.
Εν ολίγοις, μέχρι να καταφέρει η Ευρώπη να συμφωνήσει σε ένα σχήμα αντιμετώπισης της προηγούμενης κρίσης, χάθηκαν κοντά επτά χρόνια. Σε αυτήν την κρίση ο χρόνος συντμήθηκε, το πάθημα έγινε μάθημα.
Αυτή τη φορά, η ΕΚΤ έβαλε εμπρός ένα πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (δηλαδή εισαγωγής νέου χρήματος) μέσα σε ελάχιστες εβδομάδες αντί για τα τρισήμισι χρόνια που είχαν περάσει την άλλη φορά. Το Γιούρογκρουπ αποφάσισε αμέσως και με διαδικασίες εξπρές πως, πρώτον, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί για ελλείμματα και πλεονάσματα αναστέλλονται και πως, δεύτερον, οι χώρες μπορούν να επιδοτούν από τον προϋπολογισμό τους εθνικές επιχειρήσεις. (Στην εφαρμογή, βέβαια αυτού του ορθότατου μέτρου κρύβεται μια ικανή ποσότητα εκρηκτικής ύλης: Από τα 2 τρισ. που έχουν ως τώρα διαθέσει κυβερνήσεις για στήριξη εθνικών επιχειρήσεων, τα μισά τα έχει δώσει μία μόνον χώρα, η Γερμανία. Τα άλλα μισά τα μοιραζονται οι υπόλοιπες 26!)
Τα καλά νέα
Μα όλα αυτά τα βηματα ήταν γενναία, με μέτρο την προηγούμενη κρίση. Εν όψει της τρέχουσας κρίσης ήταν απολύτως ανεπαρκή. Για να επιβιώσει η Ένωση θα έπρεπε να εμφανιστεί ένα είδος Χάμιλτον στις Βρυξέλλες, το χρέος να γίνει κοινό και η βοήθεια να μην ματατρέπεται σε εθνικό χρέος. Εδώ είμαστε.
Η πολιτική ενίσχυση της Μέρκελ στο εσωτερικό της Γερμανίας, μετα την κρίση, και η έκλειψη των ακροδεξιών του AfD της έδωσε το πολιτικο περιθώριο να δυμφωνήσει με τον Μσρκόν. Και η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης της έκοψε κάθε δρόμο επιστροφής, της επέβαλε ένα ευρωπαΊκό άλμα. Τίποτε δεν έχει τελειώσει. Αλλά, επιτέλους, τα νέα είναι καλά.-