Συνήθως τα πιο ανησυχητικά πράγματα στο κόσμο φέρουν και τους πιο καθησυχαστικούς προσδιορισμούς. Για παράδειγμα, άλλο υπουργείο Άμυνας και άλλο υπουργείο Πολέμου. Άλλο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και άλλο, ας πούμε, υπουργείο Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας. Αλλο βιομετρικός έλεγχος και φακέλωμα και άλλο «έξυπνη αστυνόμευση».
Και όμως αυτό είναι το νέο πρόγραμμα της Ελληνικής Αστυνομίας, που προκαλεί αντιδράσεις από οργανώσεις προάσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίες καταγγέλλουν ότι η αστυνομία σύντομα θα αρχίσει να χρησιμοποιεί υψηλής τεχνολογίας συσκευές χειρός για τη συλλογή βιομετρικών πληροφοριών, σάρωση προσώπων, δακτυλικών αποτυπωμάτων σε ευρεία κλίμακα και να τις διασταυρώνει βάσεις δεδομένων όχι μόνο της ΕΛ. ΑΣ, αλλά και της Ιντερπόλ, του FBI, τα ελληνικά Υπουργεία Εσωτερικών, Μεταφορών και Εξωτερικών, καθώς και ιδιωτικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων και η «Τειρεσίας»
Έτσι, η Ελλάδα γίνεται από τις πρώτες χώρες της Ε.Ε. που θα εφαρμόσει την τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου κατά τη διάρκεια αστυνομικών ελέγχων ρουτίνας.
Την είδηση αρχικά είχε μεταδώσει και η HuffPost το 2019 όταν με ανακοίνωσή της η εταιρία Intracom Telecom, γνωστοποίησε την υπογραφή συμφωνίας με το αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ.
Η ανακοίνωση έγραφε τότε: «Πρόκειται ουσιαστικά για ένα έργο που αποσκοπεί στην αστυνόμευση με τη χρήση… hi tech εξοπλισμού. Πρακτικά αυτό θα γίνει μέσω «έξυπνων συσκευών» (σε σχήμα κινητού τηλεφώνου), το οποίο θα έχουν πάνω τους οι αστυνομικοί για να πραγματοποιούν ελέγχους κατά τη διάρκεια των περιπολιών.
Μέσω του έργου «Έξυπνη Αστυνόμευση», οι πεζές και εποχούμενες περιπολίες που αστυνομεύουν σε ολόκληρη την επικράτεια, θα αποκτήσουν πρόσβαση στο ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα με κρυπτογραφημένο τρόπο, μέσω έξυπνων φορητών συσκευών, για τον προσδιορισμό και την επαλήθευση της ταυτότητας των πολιτών που υπόκεινται σε επιτόπιο έλεγχο, προκειμένου να υπάρξει μείωση του κινδύνου διαφυγής των παραβατών».
Από την πλευρά της αστυνομία ανακοίνωσε την υπογραφή της σύμβασης τον Δεκέμβριο του 2019.
Βάσει των τεχνικών προδιαγραφών όπως εμφανίζεται στην ΕΛ.ΑΣ, με τις έξυπνες συσκευές, οι οποίες θα έχουν ενσωματωμένο λογισμικό οι αστυνομικοί θα μπορούν να σαρώνουν πινακίδες κυκλοφορίας οχημάτων, να συλλέγονται δακτυλικά αποτυπώματα και να σαρώνονται πρόσωπα. Τα βιομετρικά δεδομένα των ανθρώπων θα μπορούν να συγκριθούν άμεσα με δεδομένα που έχουν ήδη αποθηκευτεί σε 20 βάσεις δεδομένων οι οποίες τηρούνται από εθνικές και διεθνείς αρχές.
Όπως επισημαίνει σήμερα η Humans Rights Watch τουλάχιστον μία από τις προαναφερθείσες βάσεις δεδομένων και ένα από τα συστήματα μπορεί ήδη να συγκεντρώνει τεράστιο πλήθος βιομετρικών δεδομένων σε δημόσιους χώρους.
Σύμφωνα πάντα με τις τεχνικές προδιαγραφές, το σύστημα θα διαγράφει αμέσως τις σαρώσεις δακτυλικών αποτυπωμάτων εάν δεν υπάρχει αντιστοιχία, αλλά θα αποθηκεύει φωτογραφίες επί επτά ημέρες. Εάν το σύστημα ταυτοποιήσει κάποιον από τα δακτυλικά αποτυπώματα, τις φωτογραφίες ή τις σαρώσεις προσώπου, τα δεδομένα θα διατηρούνται για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα.
Όπως αναφέρει η Human Rights Watch το κόστος του προγράμματος ανέρχεται στα 4,5 εκατομμύρια ευρώ, το 75% του οποίου χρηματοδοτείται από το Ταμείο Εσωτερικής Ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Βάσει της ίδιας πηγής και σύμφωνα με τη ”Διαύγεια”, η έναρξή του είχε αρχικά προγραμματιστεί για τις αρχές του 2021 και στη συνέχεια καθυστέρησε έως τον Αύγουστο λόγω περιορισμών που σχετίζονται με την Covid-19. Στις 15 Σεπτεμβρίου η αστυνομία εξόφλησε την Intracom, αλλά δεν υπήρχαν δημόσιες ενδείξεις χρήσης του προγράμματος μέχρι το τέλος του έτους.
Σήμερα η οργάνωση Human Rights Watch και Homo Digitalis εκφράζουν τον προβληματισμό τους και λένε ότι στην παρούσα μορφή του το νέο πρόγραμμα δεν είναι σύμφωνο με την ελληνική και την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
«Η οδηγία 2016/680 της ΕΕ – γνωστή ως οδηγία για τις Αστυνομικές Αρχές και τις Αρχές Ποινικής Δικαιοσύνης ή ως Οδηγία για την Επιβολή του Νόμου (LED) – είναι νομοθεσία ανάλογη με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (GDPR), το καθεστώς προστασίας των δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής εκ μέρους της ΕΕ, το οποίο αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς επιβολής του νόμου.».
Τονίζουν ακόμη ότι σύμφωνα με το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο, η δημόσια συλλογή ή χρήση προσωπικών και ευαίσθητων δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των αριθμών πινακίδων κυκλοφορίας οχημάτων και των βιομετρικών στοιχείων, πρέπει να συμμορφώνεται με τα διεθνή πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, συγκεκριμένα, με το άρθρο 17 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR) και με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αναφορικά με το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή.
Ένας από τους βασικούς φόβους που εκφράζουν οι οργανώσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι ότι με το σύστημα αυτό μπορούν να στοχοποιηθούν ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών. Το ζητούμενο είναι πώς ο όποιος έλεγχος από τις αστυνομικές αρχές θα πρέπει να βασίζεται στην εύλογη υποψία (Reasonable doubt) ότι δηλαδή το άτομο εμπλέκεται σε παράνομη δραστηριότητα.
Ωστόσο, μπορεί να κατανοήσει κανείς ότι από τη στιγμή που το έγκλημα έχει εξελιχθεί, η διεθνής τρομοκρατία παραμένει ενεργή και δεν γνωρίζει σύνορα, δεν γίνεται να αντιμετωπιστούν αυτές οι προκλήσεις με παλαιού τύπου μέσα.
Όμως με αφορμή και την πανδημία βιώσαμε κάτι πρωτοφανές. Την οικειοθελή απεμπόληση βασικών μας ελευθεριών για το κοινό καλό. Αρχικά ήταν η καραντίνα και ο έλεγχος των μετακινήσεων με την αποστολή sms και το φόβο του αστυνομικού ελέγχου και τα μέτρα εξακολουθούν να παραμένουν ή να διαμορφώνονται ανάλογα. Σήμερα έχουμε την επίδειξη του ψηφιακού πιστοποιητικού εμβολιασμού και της ταυτότητάς μας από τον εστιάτορα μέχρι τον αστυνομικό, και όλο αυτό φαίνεται να μην έχει τέλος.
Αρα είναι εύλογοι οι προβληματισμοί ότι δημιουργείται ένα έλλειμμα δημοκρατίας και ο πολίτης απεμπολεί βασικά δικαιώματα; Η «Έξυπνη Αστυνόμευση» εντείνει τους προβληματισμούς ότι μπαίνουμε σε μια λογική “minority report” όπου ο κάθε πολίτης είναι εν δυνάμει ένοχος.
Ακόμη μεγαλύτερος είναι ο φόβος ότι το «Πανοπτικό», όπως το συνέλαβε ο Τζέρεμι Μπένθαμ το 1785 (τέσσερα χρόνια πριν από τη Γαλλική Επανάσταση), να έχει βρει τη θέση του σήμερα, πιο εξελιγμένο, έτσι ώστε να το επιζητούμε για να νιώθουμε ασφάλεια. Την ίδια στιγμή, δεν μπορούμε να μην λάβουμε υπόψη μας ότι οι ανισότητες διεθνώς διευρύνονται και η κοινωνία «βράζει».