Σε μια εποχή όπου η ανομία, ως συνέπεια βαθιάς πολιτικής παρακμής και κρίσης θεσμών, επικυριαρχεί σε τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, δεν έχουμε άλλη επιλογή από την αναβάπτιση και τη μετάληψη στα νερά των αείροων πηγών, αναγεννητικής ορμής, έμπνευσης και δύναμης, των παραδόσεών μας.
Υπάρχουν στιγμές που μπορούν να σημαδέψουν αιώνες, αν οι λαοί πάρουν το μήνυμά τους. Μια τέτοια στιγμή, θεωρούμε τη στιγμή όπου η Επτάνησος, δια του Σολωμού, θρηνεί και συλλογάται, στον θάνατο του Φώσκολου.(10.9/1827). Ενός θανάτου που βρίσκει εξόριστο τον ποιητή για τις ιδέες και τη δράση του. Εξόριστο από την ηπειρωτική Ευρώπη του Μέτερνιχ, με προσωπική απαίτηση του Μέτερνιχ.
Η στιγμή που ανασύρουμε απ’ την Επτανησιακή παράδοση και τη Λήθη και κοινωνούμε μαζί σου αναγνώστη, κλείνεται σ’ ένα κείμενο, τη νεκρολογία του Σολωμού στον Φώσκολο.
Μια νεκρολογία που αποτελεί συγχρόνως έναν Ύμνο στη δικαιοσύνη και Ρομφαία καταδίκης στην ανομία, στην αλαζονεία των ισχυρών, στην παρακμή.
Μια νεκρολογία αφιερωμένη σε μια από τις φωτεινότερες, τις πλέον ασυμβίβαστες και δημιουργικά ανατρεπτικές μορφές της Επτανήσου, με πανευρωπαϊκή εμβέλεια.
Μια νεκρολογία τόσο αναγεννητική κι ελπιδοφόρα που δικαιούμαστε να την αξιοποιήσουμε όχι ως βάλσαμο αλλά ως πηγή Ζωής.
Στο απόσπασμα που παραθέτουμε (εφόσον είναι αδύνατο να παρουσιάσουμε ολόκληρο το κείμενο), ο νεκρολογών Σολωμός, δίνει το λόγο στον Νεκρολογούμενο, Ούγκο Φώσκολο, για να μας πει μαζί:
«Άμοιρε φίλε! Πονεμένον σε βλέπω να έρχεσαι, για να με ξαναϊδής, μα ο πόνος είναι ο πιο πιστός σύντροφος του καθενός μας εδώ στη γη, και ο θάνατος, πίστεψέ με, είναι το πιο καλό απ’ όλα. Εγώ έφτασα πια, ότι έκλεινα τα πενήντα δύο μου χρόνια, κι είναι πάνω από σαράντα που νιώθω να καίη μια φλόγα μέσα στο στενό στήθος, που πολέμησε πολλές φορές με ορμή να απλωθή. Αν δε φοβόμουν μήπως τέτοιες ώρες έρθη και με ταράξη η έπαρση, θα ’λεγα πως η φλόγα αυτή ήταν η Δικαιοσύνη.
Παιδί σαν ήμουν αυτή μ’ έσπρωχνε στη Ζάκυνθο να βυθίζομαι σε συλλογή στα ερημικά τ’ ακρογιάλια και τα βουνά. Αυτή μ’ έσπρωξε στην Ιταλία, και μέσα στο σπιτάκι μου συγκεντρώθηκα στη μοναξιά μου. Συχνά με βρήκε η αυγή πάνω στα χαρτιά εκείνων, που θέλησαν με το στοχασμό να δώσουν βοήθεια στους θνητούς, κι ούτε οι κακοτυχίες τους, ούτε οι κακίες του κόσμου, που διάβαζα σε κείνα τα χαρτιά, δε μ’ έκαμαν να χάσω το θάρρος μου. Κι αφού, με το διάβασμα, μου φαινόταν πως δυνάμωνε η φλόγα εκείνη, όλος χαρά με την ελπίδα να είμαι κι εγώ ένας από κείνους, παράτησα τη μοναξιά μου. Πρόβαλα στη δύσκολη κι ακατάπαυτη αναταραχή της ζωής και κοίταξα με προσοχή.
-Και είδα, ω, είδα εκείνο που φώναζε το στόμα της Σοφίας: ”Τα ματωμένα χέρια των πατέρων έσπειραν την αδικία που τώρα πια η γη δε δίνει άλλη σοδειά”.
-Είδα να χτυπιούνται συμφέροντα, ιδέες και σπαθιά, κι αυτό να μη σταματά ούτε στιγμή, και τους νόμους ν’ αντιμάχονται τα εγωιστικά συμφέροντα, και τα εγωιστικά συμφέροντα ν’ αντιμάχωνται τους νόμους, και την αυθαιρεσία των νόμων να γεννά την τυραννία, και την αυθαιρεσία της γνώμης να γεννά την ασυδοσία, κι ύστερα-
-είδα έναν λαό που είχε παντού τη φήμη του ευγενικού, που έλεγε πως ήθελε τον κόσμο ελεύθερον και βγήκε έξω με το λεπίδι, και η λύσσα του μακελειού έγινε γι’ αυτόν ξεφάντωση.-Είδα έναν άνθρωπο, που είχε ανεβή γοργά πάνω απ’ όλους τους άλλους, να γκρεμίζεται με τέτοια χλαπαταγή, ώστε να την πάρη και να την ξαναλέη ο αντίλαλος των αιώνων (αναφέρεται στη Γαλλία και τον Ναπολέοντα). Νόμιζα πως η χρήση του λόγου έπρεπε ν’ αντιζυγιάζη την εξουσία εκείνου που κυβερνά και τις γνώμες εκείνου που υπακούει, κι άρχισα να τον χρησιμοποιώ.
-Κι είδα από τη μια μεριά τους ισχυρούς να σκιάζωνται και να ταράζωνται,
-κι είδα από την άλλη καμιά εκατοστή τιποτένιους που μου στρωθήκαν πεισματικά στο δρόμο λιμασμένοι, και σα λυσσασμένοι για έπαινο, κι επειδή σκληρά εγώ τους τον αρνιόμουν, με μίσησαν τόσο που σε λίγο θα γελούν από τη χαρά τους.
-Είδα την τρέλα να παίρνη τη μορφή της φρονιμάδας στα σπίτια μέσα, στους δρόμους, στις αγορές, στα πανεπιστήμια, στα παλάτια, στις καλύβες, και τη στενοκεφαλιά να καμαρώνη και την καλωσύνη να την περιγελούν και την κακία να τη φοβούνται και τον πλούτο να τον λατρεύουν,
-είδα το βρωμερό το ψέμα και την αχαριστία και την προδοσία, κι έβαλα τις φωνές.
-Είδα τα γράμματα (τ′ αγιασμένα γράμματα) να μην καταφέρνουν τίποτ’ άλλο στους περισσότερους παρά ν’ αλλάζουν αντικείμενο στα πάθη τους, και ωστόσο να τα θρέφουν οι λόγιοι με μικρολογίες, με αγυρτείες και με τις αιώνες έχτρητες. Και παντού μια ταραχή, ένα στρίμωγμα, μια φασαρία, ένα κακό, μια φαγωμάρα που σαστίζουν το μυαλό οποιανού κάθεται και τα συλλογίζεται.
-Κοίταζα τον ήλιο, τον υπέρτατο λειτουργό της φύσης, και θωρώντας τη φωτοπλημμύρα που σκόρπιζε πάνω στις πολυάνθρωπες πολιτείες και στις ερημιές, έλεγα πώς ήταν η εικόνα της άγιας Ελευθερίας, όπως τη θέλησε ο Θεός».
Με την πεποίθηση ότι το ως άνω κείμενο αφιερωμένο από το Σολωμό στον εξόριστο ποιητή Φώσκολο, ενέπνευσε τον Ελύτη στον «Προφητικό» του Άξιον Εστί. Κι ακόμα με την πεποίθηση ότι τα δύο κείμενα αξίζει να συνδυαστούν και να παραμείνουν στη συλλογική μνήμη και συνείδησή μας ως ζωντανή πολιτική και πολιτιστική παρακαταθήκη, ως διαρκής εξορκισμός στην ανομία, παραθέτουμε και το γνωστό κείμενο του Ελύτη:
«…εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τί βλέπεις;
-Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο.
-Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών.
-Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων.
-Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.
Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Αλλά πριν, ιδού θα γίνουν οι ωραίοι που ναρκισσεύτηκαν στις τριόδους Φίλιπποι και Ροβέρτοι. Θα φορέσουν ανάποδα το δαχτυλίδι τους, και με καρφί θα χτενίσουνε το μαλλί τους, και με νεκροκεφαλές θα στολίσουνε το στήθος τους, για να δελεάσουν τα γύναια. Και τα γύναια θα καταπλαγούν και θα στέρξουν. Για να έβγει αληθινός ο λόγος, ότι σιμά η μέρα όπου το κάλλος θα παραδοθεί στις μύγες της Αγοράς. Και θα αγαναχτήσει το κορμί της πόρνης μην έχοντας άλλο τι να ζηλέψει. Και θα γίνει κατήγορος η πόρνη σοφών και μεγιστάνων, το σπέρμα που υπηρέτησε πιστά, σε μαρτυρία φέρνοντας. Και θα τινάξει πάνουθέ της την κατάρα, κατά την Ανατολή το χέρι τεντώνοντας και φωνάζοντας εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
-Βλέπω τα χρώματα του Υμηττού στη βάση την ιερή του Νέου Αστικού μας Κώδικα.
-Βλέπω τη μικρή Μυρτώ, την πόρνη από τη Σίκινο, στημένη πέτρινο άγαλμα στην πλατεία της Αγοράς με τις Κρήνες και τα ορθά Λεοντάρια.
-Βλέπω τους έφηβους και βλέπω τα κορίτσια στην ετήσια Κλήρωση των Ζευγαριών.
-Βλέπω ψηλά, μες στους αιθέρες, το Ερέχθειο των Πουλιών.
Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ′ ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Αλλά πριν, ιδού θα περάσουν γενέες το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα της. Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήσεις, κηρύσσοντας πολέμους. Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν αυτοί τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ’ ανεβάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους, οι εξώστες να ράνουν με άνθη το Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων. Και του λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ’ ανοίγει στα μέτρα του, κράζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
-Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως.
-Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην καθαρότητα των ουρανών.
-Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.
-Βλέπω τις κανονιοφόρους του Έρωτα.
Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Αλλά πριν, ιδού θα στενάξουν οι νέοι και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει. Κουρεμένοι κατάδικοι θα χτυπήσουν την καραβάνα τους πάνω στα κάγκελα. Και θα αδειάσουν όλα τα εργοστάσια, και μετά πάλι με την επίταξη θα γεμίσουν, για να βγάλουνε όνειρα συντηρημένα σε κουτιά μυριάδες, και χιλιάδων λογιών εμφιαλωμένη φύση. Και θα ‘ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα. Και θα ‘χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας. Και θα ‘ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια. Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία, πού να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της καταιγίδας από τ’ ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας, θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει, ν’ αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!»
(Αναδημοσίευση από το Κερκυραϊκό Περιοδικό Δημιουργικής αναζήτησης και ανατροπής.)