Ως και τις αρχές της χρονιάς, το Μακεδονικό θεωρούνταν σχεδόν λήξαν – και όλοι οι εμπλεκόμενοι είχαν καλούς λόγους γι’ αυτό. Πρώτα ο Ζάεφ, γιατί η Δημοκρατία της Μακεδονίας βρισκόταν στα πρόθυρα της διάλυσης. Φυσικά η ελληνική κυβέρνηση, γιατί μετά τα fake news της εξόδου από την επιτήρηση και την κρίση, η συμφωνία θα ήταν μια πραγματική επιτυχία. Και μαζί της τα περισσότερα κόμματα: οι φιλελεύθεροι της ΝΔ (για λόγους παράδοσης), το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι (ως «υπεύθυνοι συνομιλητές της διεθνούς κοινότητας») και η Αριστερά, κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική, για λόγους πολιτικής και, προφανώς, ιδεολογίας.
Όλοι είχαν έναν καλό λόγο να κλείσει το ονοματολογικό. Όμως, μέσα σε δύο εβδομάδες, το πράγμα γύρισε ανάποδα. Και δεν γύρισε «από τα κάτω».
Το «κράτος των Αθηνών» στη Θεσσαλονίκη
Ως και τα μέσα Γενάρη, οι διοργανωτές του συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης μετρούσαν στο facebook λίγες μόνο χιλιάδες προθύμους. Αλλά στις 13 Ιανουαρίου, ο Πάνος Καμμένος επιστράτευε την ακροδεξιά εφημερίδα Δημοκρατία για να δηλώσει την αντίθεσή του στην κυβέρνηση (Μικρή λεπτομέρεια: στο ίδιο φύλλο, η εφημερίδα χάριζε στο κοινό της μια βιογραφία του δικτάτορα Μεταξά...). Την ίδια μέρα, η Real News έβγαινε με πρωτοσέλιδο «διαρροές κύκλων» του Κώστα Καραμανλή, που τον έφερναν να γνωμοδοτεί ότι «δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος». Και την ίδια μέρα, άλλοι, κυβερνητικοί πια «κύκλοι» (Κατρούγκαλος κ.ά), έβγαιναν με δηλώσεις σε ανάλογη γραμμή.
Την επομένη, η Δημοκρατία προανήγγελλε πιέσεις της ομογένειας προς τον Τραμπ (!). Λίγο αργότερα, ο γραμματέας σχεδιασμού της ΝΔ Τάκης Θεοδωρικάκος έλεγε με νόημα στον Φιλελεύθερο ότι «οι μεταρρυθμίσεις χρειάζονται πατριωτισμό». Βουλευτές της ΝΔ κατέβηκαν στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης το υιοθέτησε, ο Άρης Πορτοσάλτε κάλεσε και στο σημερινό, και ο ΣΚΑΪ θα το καλύψει ζωντανά. Τις τελευταίες μέρες, από το ΚΚΕ ως τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, όλοι ανακαλύπτουν τον «αλυτρωτισμό στο Σύνταγμα των Σκοπίων». Κι από τα Νέα ως τα Παραπολιτικά, οι εφημερίδες κάνουν προσφορές εκδόσεων για τη Μακεδονία «μας». Τι δεν καταλαβαίνουμε;
Ως τα μέσα Γενάρη, μόνο κάποιοι φανατικοί στην Εκκλησία και η Χρυσή Αυγή διεκδικούσαν την αποκλειστική χρήση από την Ελλάδα του όρου «Μακεδονία», μένοντας στα περί αλυτρωτισμού των γειτόνων και στη γραμμή των παλιών συλλαλητηρίων: στη γραμμή που έχει ακυρώσει η Ενδιάμεση Συμφωνία του ’95, η καταδίκη της Ελλάδας στη Χάγη (με ψήφους 15-1!) και η αναγνώριση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας ως «Μακεδονία σκέτο» από 100 και πλέον χώρες.
Τη γραμμή αυτή δεν την νεκρανάστησε γενικώς ο «λαός» των συλλαλητηρίων. Τη νεκρανάστησε ένα πολιτικό σύστημα, μέσα από διαφορετικές επιδιώξεις πολιτευτών, κομμάτων και μέσων ενημέρωσης. Και την έκανε γραμμή για να επιβιώσει το ίδιο: για να ξανασυνδεθεί με τμήματα της κοινωνίας, που, έπειτα από τρία μνημόνια, έχουν λόγους να αποκόβονται από το πολιτικό σύστημα. Ακριβώς, δηλαδή, όπως και το ’92. Ασφαλώς, όσοι κατεβαίνουν τώρα στο δρόμο, δεν είναι φασίστες ή όλοι νεοδημοκράτες. Όμως ο χαρακτήρας μιας κινητοποίησης είναι αυτός των διοργανωτών. Αλλιώς, κάθε κινητοποίηση θα είχε 50 ή 100.000 διαφορετικούς χαρακτήρες.
Θα πει κανείς πως η αλλαγή του κλίματος «από τα πάνω» είναι απλά μια πολιτική εκτίμηση. Κι έστω ότι έγινε και έτσι: δεν υπάρχει άραγε πρόβλημα με το Σύνταγμα της γειτονικής χώρας; Το λέω ευθέως: αυτοί που ισχυρίζονται ότι το Σύνταγμα της γειτονικής χώρας θέτει ζητήματα αλυτρωτισμού, είτε λένε ψέματα, είτε δεν έχουν διαβάσει έστω μισή από τις σελίδες του.
«Η Δημοκρατία της Μακεδονίας», διαβάζουμε στο Μέρος 10 του Συντάγματος, «δεν έχει καμιά εδαφική βλέψη έναντι οποιουδήποτε γειτονικού κράτους [και] δεν θα παρέμβει [σ.σ.: για να αμφισβητήσει] στα κυρίαρχα δικαιώματα ή τις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών».
«Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας», λέει το Σύνταγμα των γειτόνων μας, «μπορούν να αλλάξουν μόνο σε συμφωνία με το Σύνταγμα και την αρχή της ελεύθερης βούλησης, όπως και σε συμφωνία με τα γενικά αποδεκτά διεθνή πρότυπα». Αλλά και το ελληνικό λέει τα ίδια: «Καμία μεταβολή στα όρια της Επικράτειας», διαβάζουμε εκεί, δεν μπορεί να γίνει χωρίς νόμο, που ψηφίζεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών» (άρθρο 27, παρ. 1).
Το μείζον αγκάθι, αντιτείνουν οι υποστηρικτές των συλλαλητηρίων, είναι το Άρθρο 49: «Η Δημοκρατία της Μακεδονίας μεριμνά για την κατάσταση και τα δικαιώματα εκείνων των προσώπων στις γειτονικές χώρες που ανήκουν στον μακεδονικό λαό, όπως και των Μακεδόνων εκπατρισμένων, υποστηρίζει την πολιτιστική ανάπτυξή τους και προωθεί τους δεσμούς της με αυτούς. Η Δημοκρατία της Μακεδονίας μεριμνά για τα πολιτιστικά, οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών της στο εξωτερικό». Αλλά εδώ βρίσκεται ο πυρήνας του ανορθολογικού ελληνικού εθνικισμού.
Στην Ελλάδα, θεωρείται απολύτως λογικό το Σύνταγμα να μεριμνά για τον Ελληνισμό της διασποράς – γιατί το ελληνικό είναι έθνος, και Έλληνας πολίτης όποιος νιώθει και αυτοπροσδιορίζεται Έλληνας, όπου κι αν ζει. Στη γειτονική χώρα, όπως και στη χώρα μας, κάποιοι μπορεί να νιώθουν και να αυτοπροσδιορίζονται Μακεδόνες: όμως στην Ελλάδα, το μακεδονικό δεν είναι έθνος, αλλά «κατασκεύασμα», και μειονοτικούς έχουν μόνο οι άλλες χώρες.
Αλλά ακριβώς η άποψη αυτή περί «κατασκευάσματος», αυτή ακριβώς η αμφισβήτηση της εθνικής υπόστασης των γειτόνων μας, είναι που τροφοδοτεί τους εθνικιστές και τους Βουκεφάλες της γειτονικής χώρας. Πώς θα μας φαινόταν να μας λένε δίπλα, και μάλιστα διακομματικά, «κατασκεύασμα»; Πώς, όταν οι δικοί μας λογοτέχνες μιλούσαν για Μακεδόνες (που δεν ήταν ούτε Σέρβοι, ούτε Βούλγαροι, ούτε Έλληνες); Πώς, όταν δικοί μας πολιτικοί, από την έκδοση του Αbecedar το 1925 μέχρι τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, αναγνώριζαν, λόγω και έργω (και σωστά!), τη μακεδονική γλώσσα; Πώς, όταν οι μαρτυρίες των Μακεδονομάχων βγήκαν λογοκριμένες για να πιστεύουμε πως η Μακεδονία ήταν όλη, πάντα και μόνο ελληνική;
Πώς γίνεται να στοιχειοθετεί αλυτρωτισμό το προοίμιο του μακεδονικού Συντάγματος και η μνεία του στην Αντιφασιστική Συνέλευση του 1944 – όταν το μεν προοίμιο δεν περιέχει κανόνες δικαίου, το δε 1944 στην Ευρώπη παίζονταν όλα; Πόσο σοβαρά να πάρουμε τα περί «αλυτρωτισμού», όταν η Ελλάδα έχει σήμερα τα βασικά κλειδιά της οικονομίας της γειτονικής χώρας και πολλαπλάσια πολιτική και στρατιωτική δύναμη; Και κυρίως: πόσο πειστικό μπορεί να είναι το ελληνικό ψέμα περί αλυτρωτισμού, όταν το ’92 οι «δικοί μας» φώναζαν ότι θέλουν «σύνορα με τη Σερβία»; Μήπως υπερβάλλουμε; Μήπως δεν ήταν το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας που δημοσίευε το ’92 χάρτη με πρόταση για τα νέα σύνορα της Ελλάδας («Εθνος» 7.12.92);