Η Τουρκία ήδη από την δεκαετία του 1950, μετά την «παρουσία» της ως Επιτήδειου Ουδέτερου στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ανακάλυψε την γεωστρατηγική θέση που της απέδιδε η αμερικανική υπερδύναμη λόγω της γεωπολιτικής θέσης της στα Στενά και της γειτνίασής της προς το Σοβιετικό ιμπέριουμ.
Κατά τα ανωτέρω επεχείρησε με νεοοθωμανικές, επιθετικές κινήσεις να αξιοποιήσει την γεωπολιτικά αναβαθμισμένη στην οπτική των τρίτων προσέγγιση της, επιδιώκοντας να αναθεωρήσει τις σχέσεις που είχαν οικοδομηθεί με την Ελλάδα και την περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου μέσα από την Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, καθώς και την Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947, στην οποία ούσα σε καθεστώς ουδετερότητας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν συμμετείχε. Επεδίωξε όμως παρά ταύτα και επέτυχε να αναγνωριστεί ως εν τοις πράγμασι, δηλαδή de facto περιφερειακή δύναμη στην περιοχή, η οποία δικαιούται ξεχωριστής μεταχείρισης και ρόλου στην διαχείριση των εξελίξεων στην ευρύτερη λεκάνη της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Η Άγκυρα αντιμετώπισε εξαρχής τον ελληνισμό ως ενιαίο χώρο, θεωρώντας πως η Κύπρος είναι συνέχεια του ελληνικού κράτους στο πλαίσιο της διεκδικούμενης από τον κυπριακό αποικιοκρατούμενο λαό αυτοδιάθεσης – ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό η στρατηγική της συνίστατο στο να διεμβολίσει το μέτωπο Ελλάδος – Κύπρου, αποκόπτοντας την Αθήνα από την Λευκωσία, συνεπικουρούμενη επ’ αυτού από τον γνωστό ύποπτο υπονομευτή των εθνικών συμφερόντων του ελληνισμού, βρετανικό παράγοντα. Tο γνωστό και ως Foreign Office κατάφερε σε μία στιγμή που η ιδέα και η πολιτική της αυτοδιάθεσης των αποικιοκρατούμενων περιοχών του κόσμου ήταν εν πλήρει εξελίξει και εφαρμοζόμενη διά του ένας άνθρωπος – μία ψήφος ως jus cogens, δηλαδή αναγκαστικό δίκαιο, να θέσει θέμα διχοτόμησης εξισώνοντας την μειονότητα των Τουρκοκυπρίων με την τεράστια πλειοψηφία του ελληνισμού, δηλαδή το 82 με το 18%.
Από την στιγμή εκείνη, δηλαδή το 1955, μέσω Κύπρου άρχισε να οικοδομείται η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας για τον ελληνισμό, όπου και θέτοντας εξαρχής το Κυπριακό Πρόβλημα επεδίωξε να το διευθετήσει με βάση τα συμφέροντά της, ώστε στην συνέχεια να θέσει θέμα Αιγαίου, όπως και έπραξε το 1973. Εξ’ ου και η Στρατιά του Αιγαίου, η οποία και συνεστήθη ένα χρόνο μετά την εισβολή αποσκοπώντας σε αυτό που η ίδια η ονομασία της Στρατιάς αποδίδει, την διεκδίκηση του Αιγαίου Πελάγους και δη την μετατροπή του σε ζώνη ελληνοτουρκικής συγκυριαρχίας. Η Τουρκία μετά την εισβολή στην Κύπρο, κατέστη επιθετικά διεκδικητικότερη, θέτοντας θέμα Αιγαίου, αρχίζοντας ταυτόχρονα και τις πρώτες κινητοποιήσεις και υπομνήσεις περί Θράκης.
Η στρατηγική προσέγγιση του τουρκικού παράγοντα επίμονα και διαρκώς ήταν η συρρίκνωση του ελληνισμού ως κρατικών οντοτήτων Ελλάδος και Κύπρου και η μετατροπή τους σε ελεγχόμενες από την Τουρκία εν είδει «φινλανδοποίησης» ζώνες. Η μάχη που θα εδίδετο και εδόθη ήταν στην Κύπρο. Το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν αντέδρασε στρατιωτικά στην κυπριακή υπόθεση το 1974 έτσι ώστε να εξισορροπήσει την τουρκική επιθετικότητα, ενίσχυσε το σύνδρομο της νικηφόρου στρατηγικής για την Άγκυρα, η οποία διαχρονικά αιμοδοτείται από τις κατακτήσεις και από την αδυναμία των εκάστοτε αντιπαρατιθέμενων προς αυτήν δυνάμεων να προσδώσουν στην πολιτική τους αποτρεπτική στρατηγική.
Τα συμβαινόμενα στις μέρες μας, τόσο στην ΑΟΖ της Κύπρου, στην Πράσινη Γραμμή, στα νησιά του Αιγαίου με τις πολλαπλές παραβιάσεις, όσο και στην Θράκη, δεν αποτελούν τυχαίες εξελίξεις, αλλά οργανωμένες πολιτικές που επέρχονται ως συνέχεια γεγονότων που έλαβαν χώρα στο παρελθόν και τα οποία εκκρίθηκαν από την οπτική γωνία της Άγκυρας ως ελληνικές απώλειες.
Κατά τα ανωτέρω το πρόβλημα συνίσταται στο ότι η Αθήνα κυρίως, αλλά και η Λευκωσία δευτερευόντως δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να αναγνώσουν διά της σωστής οπτικής την τουρκική στρατηγική και την προσέγγισή της, του ελληνισμού ως ενιαίου χώρου, έτσι ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα την τουρκική επιθετικότητα, της οποίας την κλιμάκωση Ελλάδα και Κύπρος σήμερα βιώνουν. Εν κατακλείδι και κατά τα ανωτέρω, η στρατηγική σχεδίαση αντιμετώπισης της τουρκικής επιθετικότητας οφείλει να χαραχθεί με βάση την υποχρέωση αντιμετώπισης ενός εν εξελίξει ευρισκόμενου τουρκικού επεκτατισμού, ο οποίος κατά την ιστορικά δοκιμασμένη τακτική του, όπου δεν βρίσκει αντίσταση προχωρά καταλαμβάνοντας χώρο, αλλοιώνοντας κατά ταύτα εθνικές δομές και πολιτιστικές καταβολές.