Η ηγεσία Τσίπρα ΙΙΙ πρέπει να δείξει τώρα αντανακλαστικά...Διαφορετικά κινδυνεύει να βρεθεί στο περιθώριο των εξελίξεων.
.
.
Eurokinissi

Του Μάνου Παπάζογλου, Αναπληρωτή Καθηγητή Πολιτικών Συστημάτων Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Σε άρθρο μου πριν τις εκλογές στη HuffPost (εδώ) είχα εξηγήσει ότι η τακτική της ηγεσίας Τσίπρα την τελευταία δεκαετία δεν είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για έναν νικηφόρο συνασπισμό μετά την επικράτηση το 2015. Η συνέπεια αυτής της αδυναμίας είναι η μεγάλη ασυμμετρία στο κομματικό σύστημα με την απόσταση περίπου 20% μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος.

Για να κατανοήσουμε τις διαδοχικές φάσεις στην ηγεσία Τσίπρα, είναι χρήσιμο να διακρίνουμε την πρώτη περίοδο (Ι) από το 2010, οπότε η επικοινωνιακή δεινότητά του κατόρθωσε να προκαλέσει έναν εκλογικό σεισμό στις εκλογές 2012, δηλαδή να οδηγήσει στην εκλογική παρακμή το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ και να επιτύχει την εκλογική νίκη τον Ιανουάριο 2015.

Η ηγεσία Τσίπρα ΙΙ ξεκινάει αμέσως μετά το δημοψήφισμα, όπως είχα περιγράψει αναλυτικά στην HuffPost εδώ, όταν αντιλαμβανόμενος με ρεαλισμό την κατάσταση της χώρας αποφάσισε την παραμονή στο ευρώ, να προχωρήσει στη σύναψη ενός νέου μνημονίου και να τερματίσει την πόλωση μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών, ενώ νομιμοποίησε με νέα εντολή την κυβέρνηση με τις εκλογές Σεπτεμβρίου 2015.

Ο Αλέξης Τσίπρας έχει «τρέξει» τις περισσότερες βουλευτικές εκλογές μεταξύ των πολιτικών αρχηγών οι οποίοι θα διεκδικήσουν την εντολή σχηματισμού στις εκλογές του Μαΐου. Από το 2008, οπότε εξελέγη αρχηγός του τότε Συνασπισμού, έχει συμμετάσχει ως αρχηγός κόμματος έξι φορές σε γενικές εκλογές. Ήταν εντυπωσιακός για τα ευρωπαϊκά δεδομένα ο τρόπος με τον οποίο κατέστησε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς υποδοχέα των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Κατόρθωσε να υπερβεί την ιστορική επίδοση της ΕΔΑ (1958), να διαρρήξει τις στιβαρές σχέσεις αντιπροσώπευσης που επικράτησαν από το 1977 με την ελληνική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας, να γίνει ο βασικός εταίρος στις κυβερνήσεις 2015-2019 και να σταθεροποιήσει το κόμμα στα επίπεδα του 30%.

Στις εκλογές του Μαΐου σύμφωνα με την καταγραφή των τάσεων της κοινής γνώμης επί σειρά ετών δεν διαφαίνεται η δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να είναι η πρώτη σε έδρες κοινοβουλευτική δύναμη. Ακόμη, δεν διαφαίνεται η δυνατότητα να ηγηθεί ενός νικηφόρου συνασπισμού, ο οποίος αθροιστικά θα διαθέτει την πλειοψηφία στην επόμενη Βουλή με την χρήση της απλής αναλογικής.

Οι επιτυχίες του τ. πρωθυπουργού επισκιάζουν μάλλον την αδυναμία μίας συστηματικής μεσοπρόθεσμης τακτικής. Από το 2011 προκάλεσε την πτώση του ΠΑΣΟΚ, αλλά μεταξύ των εκλογών Μαΐου και Ιουνίου 2012 δεν αποσαφήνισε την θέση του για ένα βασικό ζήτημα το οποίο καθοδήγησε την στάση ενός κρίσιμου τμήματος των εκλογέων (παραμονή στην Ευρωζώνη), και ενδεχομένως του κόστισε την πρώτη νίκη λόγω και της απώλειας τμήματος της αριστεράς (ΔΗΜΑΡ), η οποία τελικά στήριξε τους αντιπάλους.

Μετά την νίκη του Ιανουαρίου εκ του αποτελέσματος τεκμηριώνεται ότι δεν είχε επίγνωση βασικών θεσμικών ζητημάτων και διπλωματικών συσχετισμών για τις διαπραγματεύσεις στην ΕΕ με αποτέλεσμα να αναζωπυρώσει την πολιτική κρίση, να δημιουργήσει ένα αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο με το δημοψήφισμα (2015), να υποχρεωθεί σε μία καθυστερημένη αποβολή όσων ήταν ιδεολογικά αντίθετοι στην παραμονή στην Ευρωζώνη και τελικά να δώσει μία ακόμη εκλογική μάχη (Σεπτέμβριος 2015).

Σήμερα ο ίδιος βρίσκεται ενώπιον του διλήμματος μίας νέας φάσης ηγεσίας Τσίπρα ΙΙΙ στην εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία του περιορισμού της επιρροής στο 20%.

Οι ηγεσίες των “παλαιών” κομμάτων παραιτήθηκαν έπειτα από μικρότερης έκτασης ήττες (Μητσοτάκης 1993, Έβερτ 1996, Παπανδρέου 2007, Καραμανλής 2009 και ο Σημίτης πριν ακόμη τη διαφαινόμενη ήττα 2004). Τα κόμματα αυτά, όμως, διέθεταν το στελεχιακό δυναμικό για την ανάδειξη νέας ηγεσίας, συμπαγή εκλογική βάση για την σταθεροποίηση της επιρροής και τεχνογνωσία για την αναθέρμανση της αντιπροσώπευσης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ένα αρχηγοκεντρικό κόμμα, αποτελεί την μετεξέλιξη ενός κόμματος με πολλές τάσεις στις οποίες δεν μπόρεσε να προσδώσει μία συνοχή και να διαπλάσει στους ψηφοφόρους του μία ισχυρή κομματική ταύτιση.

Ο ίδιος ο κ. Τσίπρας είναι ο βετεράνος των πολιτικών μαχών μεταξύ των σημερινών πολιτικών αρχηγών, αφού έχει δώσει όλες τις μάχες από το 2009. Αλλά, έχει κάνει πολλά λάθη τακτικής με κυριότερο την αδυναμία του να αποφύγει τις πολλές αποσκιρτήσεις στελεχών και την σύσταση κομματικών παραφυάδων που στέρησαν σημαντικό εκλογικό ποσοστό.

Το 2012 έχασε κρίσιμο ποσοστό από τη ΔΗΜΑΡ, τον Σεπτέμβριο 2015 έχασε ποσοστό από όσους διαφώνησαν με την μεταστροφή πολιτικής και το 2023 έχασε δύναμη από την ενίσχυση κομμάτων στα αριστερά του (ΚΚΕ, Μέρα 25, Πλεύση). Ελέγχει πλήρως το κόμμα του, αλλά έχει διαρκώς εκρoές στελεχών και ψηφοφόρων στα αριστερά του.

Η ήττα το 2019 όφειλε να γίνει αντιληπτή ως συνέπεια της δημιουργίας εχθρών παντού, τόσο από τα αριστερά, όσο και από το κέντρο. Το δημοψήφισμα, η ένταση της πόλωσης και ο λαϊκισμός, η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ διαμόρφωσαν έναν πανίσχυρο αντίπαλο στην πλευρά του κέντρου.

Αν και είχε τη δυνατότητα συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι (Σεπτέμβριος 2015), και να θέσει τα θεμέλια ενός νικηφόρου εκλογικού συνασπισμού, ακολούθησε την πεπατημένη της πόλωσης. Αν, όμως, στο απόγειο της επιρροής το 2015 δεν μπορείς να υπερβείς το 36%, γιατί άραγε θεωρείς ότι το ποσοστό αυτό θα διευρυνθεί έπειτα από την εφαρμογή ενός επώδυνου μνημονίου (2015-2018).

Μία άλλη ατυχής διάγνωση του πολιτικού πλαισίου ήταν η υποτίμηση της ΝΔ ως εκφραστή της πλέον συμπαγούς παράταξης της μεταπολεμικής περιόδου.

Η εκλογή Μητσοτάκη μετατόπισε την εκλογική τακτική στο χώρο του κέντρου και αναδείχθηκε ως ο ιδανικός φορέας του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου (2019).

Η περίοδος της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες ισχυρής αντιπολίτευσης με όλα τα δεινά που απείλησαν τη χώρα, και τη φθορά που προκάλεσαν είτε λόγω της κλίμακας των συνεπειών (πανδημία, ύφεση, πληθωρισμός), είτε λόγω της ευθύνης της κυβέρνησης για τις εξελίξεις αυτές (υποκλοπές, Τέμπη, ολιγωρία σε ορισμένα υπουργικά χαρτοφυλάκια).

Ο δραματικός περιορισμός της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ προκαλεί μία ασυμμετρία στο κομματικό σύστημα με συνέπειες για την αντιπροσώπευση, αλλά και την αποτελεσματικότητα των δράσεων λογοδοσίας και πολιτικού ελέγχου της κυβέρνησης στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής λειτουργίας. Καμία κυβέρνηση δεν λειτουργεί δημοκρατικά και αποδοτικά εάν δεν διαμορφώνεται ένα ισχυρό μέτωπο πίεσης το οποίο εποπτεύει σχολαστικά τις δράσεις της και την απειλή ως μία εναλλακτική δύναμη διακυβέρνησης.

Η ηγεσία Τσίπρα ΙΙΙ πρέπει να δείξει τώρα αντανακλαστικά για τη διασφάλιση της εσωκομματικής δημοκρατίας, αλλά και για την προοπτική μίας ισχυρής αντιπολίτευσης, γιατί αυτό απαιτεί η δημοκρατική διακυβέρνηση. Πρέπει άμεσα να κρίνει εάν θα ηγείται ενός κόμματος το οποίο τοποθετηθεί οριστικά στο χώρο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, και θα συμμεριστεί εμπράκτως το μήνυμα του εκλογικού σώματος για ένα κυβερνητικό σχέδιο με στόχους οι οποίοι θα συγκλίνουν με τις κυρίαρχες τάσεις πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο και θα αποδείξει ότι αποτελεί ένα εναλλακτικό κόμμα εξουσίας.

Διαφορετικά κινδυνεύει να βρεθεί στο περιθώριο των εξελίξεων, και η αποτυχία του να προκαλέσει μία νέα φάση αναδιάταξης του κομματικού συστήματος για να βρεθεί ένας νέος ιδανικός αντίπαλος της κυρίαρχης ΝΔ. Όπως ακριβώς συνέβη με την παρακμή της Ένωσης Κέντρου μετά το 1974 λόγω της αδυναμίας της να προσφέρει μία πειστική πρόταση αντιπροσώπευσης μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.

Δημοφιλή