I. Η συμμετοχική αντεγκληματική πολιτική ως στρατηγική κοινοτικής πρόληψης του εγκλήματος, στηρίζεται σε δύο άξονες:
[α] την διεταιρικότητα και την πολυμερή συνεργασία και
[β] την εγγύτητα και την αποκέντρωση [1].
Ο πρώτος άξονας αφορά την στενή συνεργασία του κράτους, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των φορέων του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης με κοινωνικούς φορείς αλλά και με τους ίδιους τους πολίτες της τοπικής κοινωνίας, για την συμπαραγωγή και συν-διαχείριση ζητημάτων αντεγκληματικής πολιτικής που αφορούν στην τελευταία [2].
Ο δεύτερος άξονας αφορά στην φιλοσοφία και τις αρχές της αποκεντρωμένης πρόληψης του εγκλήματος, της πρόληψης που βασίζεται στην γνώση των ιδιαιτεροτήτων της εγκληματικότητας σε κάθε περιοχή και την κινητοποίηση αρχών και τοπικής κοινωνίας για την συνεργασία και την συμμετοχή τους στην εγκληματοπροληπτική διαδικασία σε μικρή κλίμακα [3]. Υπό το πρίσμα της συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής, το πρόβλημα της μικρής και μεσαίας βαρύτητας εγκληματικότητας απαιτεί για την ορθή αντιμετώπισή του την ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση της τοπικής κοινωνίας, γι’ αυτό και οι ιδέες της κοινοπραξίας και του συνεργατισμού, ως εκφράσεις της κοινωνικής αλληλεγγύης, θα πρέπει να επιστρατευθούν στον αγώνα κατά του εγκλήματος [4].
Το ενδιαφέρον για εμπλοκή της τοπικής κοινωνίας στην χάραξη και υλοποίηση της αντεγκληματικής πολιτικής υποκινήθηκε από διάφορες Συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης [5]. Mια από αυτές, η Σύσταση R (83)7 [6], διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στην πρόκριση της συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής στο πεδίο του σύγχρονου αντεγκληματικού σχεδιασμού. Με την Σύσταση αυτή το Συμβούλιο της Ευρώπης τόνισε την ανάγκη δημιουργίας των κατάλληλων προϋποθέσεων σε δομές και δίκτυα για την ενεργό ανάμειξη της τοπικής κοινωνίας και την συνεργασία της με τους επίσημους φορείς στην χάραξη και υλοποίηση της αντεγκληματικής πολιτικής [7].
Η αντεγκληματική πολιτική, σύμφωνα με το περιεχόμενο της Σύστασης, τότε είναι κατάλληλη, όταν αναπτύσσεται με στόχους την πρόληψη του εγκλήματος, την προώθηση εναλλακτικών μέτρων αντί των στερητικών της ελευθερίας ποινών, την κοινωνική επανένταξη των εγκληματιών και, τέλος, την μέριμνα για την παροχή βοήθειας στα θύματα των εγκληματικών πράξεων.
Η επιτυχία της υλοποίησης της αντεγκληματικής πολιτικής προϋποθέτει αφενός την αποδοχή και την συμμόρφωση των φορέων ποινικής δικαιοσύνης στο περιεχόμενό της και, αφετέρου, την ευνοϊκή διάθεση, την υποστήριξη και την ενεργό συμμετοχή του κοινού στην χάραξη και υλοποίηση της. Με την Σύσταση αυτή συστήθηκε στις κυβερνήσεις των κρατών μελών να μεριμνήσουν για την προώθηση της συμμετοχής του κοινού στην διαμόρφωση και την εφαρμογή της αντεγκληματικής πολιτικής εφαρμόζοντας ενδεικτικά μια σειρά μέτρων.
Μεταξύ των μέτρων αυτών αναφέρονται:
(α) η ανάπτυξη της εγκληματολογικής επιστημονικής έρευνας και η ορθή πληροφόρηση του κοινού, ώστε το τελευταίο να ξεπεράσει προλήψεις και προκατειλημμένες ιδέες αναφορικά με το εγκληματικό φαινόμενο, και
(β) η συμμετοχή του κοινού στην διαμόρφωση της αντεγκληματικής πολιτικής, τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο με ad hoc συμβουλευτικές επιτροπές, διαρκή σώματα, καθώς και με συσκέψεις και δημόσιες συζητήσεις, και η επεξήγηση των στόχων και των πρακτικών της ακολουθούμενης αντεγκληματικής πολιτικής, ώστε το κοινό να προβαίνει σε παρατηρήσεις και προτάσεις για βελτιστοποίηση της. Ιδιαίτερα κρίσιμος είναι ο ρόλος του κοινού στην εφαρμογή της αντεγκληματικής πολιτικής, ειδικά σε ό,τι αφορά την λεγόμενη κοινωνική πρόληψη [8]. Η Σύσταση, επιπρόσθετα, δίδει σημαντικές κατευθύνσεις προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης πρακτικών με τις οποίες οι πολίτες καλούνται να αναλάβουν ενεργό ρόλο στον αντεγκληματικό σχεδιασμό και στην υλοποίηση προγραμμάτων αντεγκληματικής πολιτικής9.
Στο πλαίσιο αυτό, στον ευρωπαϊκό χώρο, η ιδέα για την εδραίωση και ανάπτυξη μιας αποκεντρωμένης αντεγκληματικής πολιτικής και η υιοθέτηση εγκληματοπροληπτικών πρακτικών που ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις απαιτήσεις των τοπικών κοινωνιών, έχει λάβει σάρκα και οστά εδώ και πολλές δεκαετίες. Ήδη από τη δεκαετία του ’80, αποτελεί πλέον πραγματικότητα αφενός η αναγνώριση ότι η διαχείριση του εγκληματικού φαινομένου απαιτεί συνεργατικά σχήματα μεταξύ των επισήμων φορέων χάραξης και υλοποίησης της αντεγκληματικής πολιτικής και κοινωνικών εταίρων του ιδιωτικού, δημοσίου και εθελοντικού τομέα και, αφετέρου, η ανάδειξη της ανάγκης αποκέντρωσης της πολιτικής κατά του εγκλήματος και συνακόλουθα επένδυσης στην κοινωνική δυναμική της τοπικής κοινωνίας [10].
Για την περίπτωση της χώρας μας, θα μπορούσε να αναφερθεί, ότι το ευρύτερο πλαίσιο της ελληνικής αντεγκληματικής πολιτικής χαρακτηρίζεται από μια τάση επίδειξης αυξημένης έμφασης στον επίσημο κοινωνικό έλεγχο, στη λειτουργία του οποίου διαπιστώνει κανείς ότι η καταστολή αποτελεί πρόληψη [11] ή, διατυπωμένο αλλιώς, ότι η πρόληψη αποτελεί, σε μία σχέση ειδικού προς γενικό, ως τμήμα – μέρος της καταστολής. Αυτή ακριβώς η τάση εμφανίζεται, όχι τόσο σε νομοθετικό, όσο σε επίπεδο επιχειρησιακής δράσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
Αληθές όμως τυγχάνει ότι η ελληνική εγκληματολογική κοινότητα, ήδη επίσης από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, είχε αναδείξει την ανάγκη συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας στις εγκληματοπροληπτικές δράσεις. Η καθηγήτρια Σπινέλλη εύστοχα υπογράμμιζε ότι «η κεντρική ιδέα αφενός της αναλήψεως του έργου της προλήψεως από μέλη της κοινότητας με έμμισθη ή άμισθη εργασία και αφετέρου της ενισχύσεως της σύννομης κοινής γνώμης και των θετικών προτύπων συμπεριφοράς είναι μία χρήσιμη ιδέα που αξίζει να δοκιμασθεί περισσότερο, ας σημειωθεί, εξάλλου, ότι οι τρόποι αυτοί ελέγχου των εγκλημάτων από την ίδια την κοινότητα είναι και συνεπείς προς τις δημοκρατικές διαδικασίες» [12]. Η απουσία όμως στην πράξη μορφών παρέμβασης της τοπικής κοινωνίας στην πρόληψη του εγκλήματος, αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης ελλειμματικής πολιτικής σε κεντρικό κρατικό επίπεδο και άρνησης να προσεγγισθούν οι τοπικές κοινωνίες ως φορείς κοινωνικού ελέγχου με ουσιαστικές αρμοδιότητες.
ΙΙ. Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου απαιτείται η χάραξη και υλοποίηση μιας ορθολογικής αντεγκληματικής πολιτικής που, παράλληλα, θα διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Το έργο αυτό θα πρέπει να το αναλάβει ένα οργανωμένο και θεσμικά κατοχυρωμένο όργανο, το οποίο, μεταξύ άλλων, θα προβεί αφενός στην μελέτη της εγκληματικότητας της χώρας (έκταση, κατανομή, μεταβολές της εγκληματικότητας και μορφολογία του εγκληματικού φαινομένου κ.ά.) και των μέτρων αντεγκληματικής πολιτικής (εφικτές πολιτικές πρόληψης, μέτρα ήπιας αστυνόμευσης κ.ά.) και, αφετέρου, στην εξέταση οργανωτικών και διοικητικών θεμάτων της Ελληνικής Αστυνομίας (οργάνωση και τρόπος προσφοράς υπηρεσιών της ΕΛ.ΑΣ κ.ά.).
Αυτό το όργανο θα μπορούσε να είναι το Ινστιτούτο Αντεγκληματικής Πολιτικής (ΙνΑΠ), η σύσταση του οποίου έχει ήδη προταθεί εδώ και δύο δεκαετίες από την επιστημονική κοινότητα[13] αλλά και επανειλημμένα έχει εξαγγελθεί η ίδρυσή του από την πολιτική ηγεσία του αρμόδιου Υπουργείου (Δημόσιας Τάξης ή Προστασίας του Πολίτη), χωρίς όμως δυστυχώς οι εξαγγελίες αυτές να γίνουν ποτέ πράξη [14].
Σκοπός του Ινστιτούτου Αντεγκληματικής Πολιτικής θα μπορούσε να αποτελέσει η διαμόρφωση και ο σχεδιασμός ενός προτύπου αντεγκληματικής πολιτικής, το οποίο θα βασίζεται στις τάσεις και εμπειρίες της εγκληματολογικής έρευνας και θεωρίας. Περαιτέρω, το ΙνΑΠ θα μπορούσε να συμβάλει στην ορθολογική και αποτελεσματική οργάνωση της Ελληνικής Αστυνομίας, στην εκπόνηση προγράμματος συντονισμού και ελέγχου της σχεδιασθείσας αντεγκληματικής πολιτικής και εν γένει στην επιστημονική εποπτεία και καθοδήγηση για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου, μέσα από έναν ορθό σχεδιασμό αντεγκληματικής πολιτικής και την χάραξη εξειδικευμένης στρατηγικής για την πρόληψη του εγκλήματος, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στις τοπικές κοινωνίες [15].
Το έργο του ΙνΑΠ θα μπορούσε να περιλαμβάνει τον σχεδιασμό και την πρόταση των αξόνων της αντεγκληματικής πολιτικής, τον καθορισμό μιας εφαρμόσιμης δέσμης μέτρων ήπιας παρέμβασης στο τομέα της αντεγκληματικής πολιτικής, την πρόταση των μέτρων για την βελτίωση της οργανωτικής δομής της ΕΛ.ΑΣ, για την ιεράρχηση των προβλημάτων αστυνόμευσης και την ανάδειξη του τοπικού αστυνομικού τμήματος, ως σημείου αναφοράς της αστυνόμευσης [16]. Τέλος, το ΙνΑΠ θα μπορούσε να προτείνει τις απαιτούμενες δράσεις για την προώθηση θεσμών προληπτικού ή και διαμεσολαβητικού χαρακτήρα μεταξύ του δράστη και του θύματος, αλλά και της ορθής ενημέρωσης του κοινού για τα προβλήματα της εγχώριας εγκληματικότητας [17].
Η επιτυχής λειτουργία του ΙνΑΠ θα επιτρέψει την επισταμένη μελέτη και την παρακολούθηση των προβληματικών καταστάσεων και κοινωνικών φαινομένων που αναφύονται, τις ιδιαιτερότητες που εμφανίζει κάθε τοπική περιφέρεια στο θέμα της εγκληματικότητας, με απώτερο σκοπό την προστασία της τοπικής κοινωνίας από το έγκλημα, μέσω της πρόληψης που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε δράσεις κοινωνικής αλληλεγγύης με την ενεργό συμμετοχή του πολίτη. Το προτεινόμενο Ινστιτούτο Αντεγκληματικής Πολιτικής θα μπορούσε να αποτελέσει το μέσο για τη γνωστοποίηση των αρχών και την υιοθέτηση εν τέλει της φιλοσοφίας της συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής στη χώρα μας.
Η διαμόρφωση και η υιοθέτηση μορφών συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής αποτελεί όμως και μία πρόκληση πολιτική προς την κατεύθυνση της καλλιέργειας της πολιτικής και κοινωνικής μας αυτογνωσίας. Η ανάπτυξη της συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής, ως τμήμα της ευρύτερης ανάπτυξης της κοινωνίας των πολιτών, αποτελεί μέτρο πολιτιστικής ανάπτυξης και δημοκρατικής επιδεκτικότητας του κοινωνικού συνόλου και συμβάλει ενεργά στην χάραξη μιας ορθής πορείας στην αντεγκληματική πολιτική της χώρας, για το παρόν και το μέλλον της [18].
Στο πλαίσιο της συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής, το εγκληματικό φαινόμενο μπορεί να αντιμετωπισθεί σε βάθος και μακροπρόθεσμα, δεδομένου ότι η ενεργός συμμετοχή των πολιτών στην χάραξη της αντεγκληματικής πολιτικής, οδηγεί στην αντιμετώπιση και των κοινωνικο-πολιτικών και οικονομικών πτυχών και ζητημάτων που σχετίζονται με τις συνθήκες εμφάνισής του. Επιπρόσθετα, η υιοθέτηση πρακτικών πρόληψης του εγκλήματος που διαπνέονται από την φιλοσοφία της συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής θα οδηγήσει και σε μείωση του ελλείμματος του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο προκαλείται από την εφαρμογή κατασταλτικών μέτρων μηδενικής ανοχής.
Αξιωματική δε προϋπόθεση για την ύπαρξη μιας πραγματικά συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής είναι να έχει επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή συναίνεση πολιτών και κεντρικής διοίκησης ως προς τα ζητούμενα στην χάραξη και την υλοποίηση των στόχων της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το εγκληματικό φαινόμενο και οι τρόποι αντιμετώπισής του, τίθενται στο τραπέζι του κοινωνικού διαλόγου και της διαβούλευσης, στο οποίο, εκτός από την επίσημη Πολιτεία και τους φορείς της καλείται να μετάσχει ο ίδιος ο πολίτης και οι διάφορες συλλογικότητες και συσσωματώσεις, στις οποίες ο τελευταίος μετέχει. Η δυναμική αλληλεπίδραση αυτή αναδεικνύεται σε σημαντικό όρο αλλά και παράγοντα επιτυχίας της διαδικασίας πρόληψης της εγκληματικότητας. Η συναίνεση των πολιτών στις αρχές και την φιλοσοφία της συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής είναι που αργότερα θα μεταφραστεί στην μέγιστη δυνατή συμμετοχή τους στα όργανα και τους φορείς που θα λειτουργήσουν για την κοινωνική πρόληψη του εγκλήματος [19].
Συμπερασματικά, αποτελεί χρέος για την επιστήμη της Εγκληματολογίας να προβάλλει την ανάγκη και να εργασθεί προς την υλοποίηση του εγχειρήματος της ουσιαστικής συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας στην χάραξη και την άσκηση της αντεγκληματικής πολιτικής σε τοπικό επίπεδο [20]. Η προβολή δε αυτή θα πρέπει να γίνει στην πραγματική της διάσταση και όχι «αφυδατωμένη» από το ριζοσπαστικό της περιεχόμενο, προκειμένου να υπάρξει μέσα από την συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας πραγματικά συμμετοχική διαβούλευση και ανάδειξη καίριων ιδεών για συνεργατική κοινωνική δράση, σχετικά με την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας σε τοπικό επίπεδο.
Από αυτήν την άποψη, το προτεινόμενο Ινστιτούτο Αντεγκληματικής Πολιτικής μπορεί να αποτελέσει την ανθεκτική βάση για την δημιουργία μιας πολιτικής κουλτούρας συμμετοχής στην χάραξη και την υλοποίηση της αντεγκληματικής πολιτικής σε τοπικό επίπεδο. Η ανάπτυξη δράσεων πρόληψης του εγκλήματος στην τοπική κοινότητα, εν τέλει, δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. Συμμετοχική αντεγκληματική πολιτική σημαίνει ανάπτυξη δράσεων στην τοπική κοινότητα σε συνεργασία με αυτήν [21].
1 Ζαραφωνίτου, Χ. (2003). Πρόληψη της Εγκληματικότητας σε Τοπικό Επίπεδο. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 43 επ. Πανούσης, Γ. (2005). «Πρόληψη στην πόλη: Μας αφορά όλους». Πρόλογος στο Σπύρος Ξένος (Επιμ.). Εγκληματικότητα στο Δήμο Ζακυνθίων. Σειρά Εγκληματο-Λογικά Νο. 30. Αθήνα: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 11.
2 Παπαθεοδώρου, Θ. (2005). Δημόσια Ασφάλεια & Αντεγκληματική πολιτική - Συγκριτική Προσέγγιση. Β’ έκδοση. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247.
3 Σπινέλλη, Κ.Δ. (1982). Η Γενική Πρόληψη των Εγκλημάτων. Αθήνα: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 384-385.
4 Καραγιαννίδης, Χ. (2022). Τοπικά Συμβούλια Πρόληψης Εγκληματικότητας – Τάσεις, Προκλήσεις και Προοπτικές από την Εφαρμογή του Θεσμού σε Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση. Σειρά «Ποινικά» Νο. 98. Αθήνα: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 269.
5 Council of Europe (2002). Urban Crime Prevention. A Guide for Local Authorities.
6 Αλεξιάδης, Σ. (1998). Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής - Α’ - Ευρωπαϊκή Αντεγκληματική Πολιτική, σελ. 161-166. Ζαραφωνίτου, Χ. (2003). Πρόληψη της Εγκληματικότητας σε Τοπικό Επίπεδο., σελ. 10 και 14.
7 Καραγιαννίδης, Χ. (2011). Προς μια συμμετοχική αντεγκληματική πολιτική. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 239 επ.
8 Καραγιαννίδης, Χ. (2016). «Η κρίση ως ευκαιρία για τη χάραξη και υλοποίηση κοινωνικής αντεγκληματικής πολιτικής». Στο: Μ. Γασπαρινάτου (Επιμ.). Έγκλημα και Ποινική Καταστολή σε Εποχή Κρίσης, Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Νέστορα Κουράκη, Α’ Τόμος. Αθήνα: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα (ψηφιακή έκδοση), σελ. 234-249.
9 Αλεξιάδης, Σ. (1998), ό.π., σελ. 163 επ. Χαρακτηριστικά αναφέρονται η επιμόρφωση και ενημέρωση των γονέων και των δασκάλων για τα προβλήματα νεανικής εγκληματικότητας, επαγγελματική απασχόληση και εκπαίδευση των νέων, ενθάρρυνση στους αρχιτέκτονες και πολεοδόμους για κτίσιμο ‘ανθρώπινων’ πόλεων με αντεγκληματική προοπτική, ανάπτυξη του κοινοτικού δεσμού στις σύγχρονες πόλεις και βελτίωση της ποιότητας της ζωής σε αυτές, η προαγωγή του αισθήματος συνευθύνης των πολιτών στο θέμα της κοινωνικής πρόληψης από τις τοπικές αρχές, παροχή οδηγιών στους πολίτες για την λήψη μέτρων αποφυγής θυματοποίησής τους.
10 Καραγιαννίδης, Χ. (2023). «Η συμβολή της τοπικής αυτοδιοίκησης στην πρόληψη του εγκλήματος: Τα τοπικά σχέδια αντεγκληματικής πολιτικής και το παράδειγμα της Ολλανδίας». Pro-Justitia (Τόμος 6).
11 Πανούσης, Γ. (2004). «Ασύμμετρες ελευθερίες;». Πρόλογος στο Δ. Μπελαντής, Αναζητώντας τον «εσωτερικό εχθρό». Αθήνα: Εκδόσεις Προσκήνιο, σελ. 17.
12 Σπινέλλη, Κ.Δ (1982). Η Γενική Πρόληψη των Εγκλημάτων, σελ. 95.
13 Πανούσης, Γ., Δημόπουλος Χ., Καρύδης, Β., κ.ά. (2000). «Ανοικτή Επιστολή – Πρόταση για την ανάγκη επιστημονικής διερεύνησης του εγκληματικού φαινομένου και της κοινωνικής και κρατικής αντίδρασης σ’ αυτό με την ίδρυση ‘Ινστιτούτου Αντεγκληματικής Πολιτικής’ (‘ΙνΑΠ’)». Στο: Ν. Κουράκης (Επιμ.). Αντεγκληματική Πολιτική ΙΙ. Αθήνα – Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 514-519.
14 Βλ. για παράδειγμα συνέντευξη του (τότε) Υπουργού Δημόσιας Τάξης κ. Μιχάλη Χρυσοχοϊδη στην εφημερίδα «Το Βήμα», Κυριακή 6 Ιουνίου 1999, σελ. Α58, αλλά και σχετικό άρθρο στην ίδια εφημερίδα, Κυριακή 7-5-2000, σελ. Α49, με τίτλο «8 αλλαγές στην Αστυνομία» όπου εξαγγέλθηκε για άλλη μια φορά (ίσως η τέταρτη!) η σύσταση και λειτουργία του ΙνΑΠ.
15 Καραγιαννίδης, Χ. (2010). «Εγκληματολογική έρευνα και Αντεγκληματική Πολιτική: Παρατηρήσεις, διαπιστώσεις και προτάσεις για τη χάραξη και υλοποίηση μιας ορθολογικής αντεγκληματικής πολιτικής». Στο: Α. Πιτσελά (Επιμ.). Εγκληματολογικές Αναζητήσεις, Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Στέργιο Αλεξιάδη. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 467-484.
16 Καραγιαννίδης, Χ. (2014). «Ελληνική Αστυνομία και Συμμετοχική Αντεγκληματική Πολιτική – Προβλήματα και Προοπτικές». Εγκληματολογία, τ. 1-2 (Έτος 4ο). Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 81-89.
17 Προς αυτήν την κατεύθυνση μπορούν να βοηθήσουν οι διοργανώσεις εκδηλώσεων και ημερίδων σχετικά με το ζήτημα της εγκληματικότητας και την πρόληψη του εγκλήματος. Οι ανταλλαγές απόψεων και οι συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα σε αυτές τις εκδηλώσεις κατά την άποψη μας θα έχουν ως αποτέλεσμα την εξάπλωση και διάδοση της ιδέας της συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής, την κατανόηση της φιλοσοφίας της πρακτικής της κοινοτικής αστυνόμευσης και την καλλιέργεια σχέσεων επικοινωνίας μεταξύ των μελών τοπικής κοινωνίας και των φορέων του επίσημου κοινωνικού ελέγχου.
18 Ζαραφωνίτου, Χ. (2003). Πρόληψη της Εγκληματικότητας σε Τοπικό Επίπεδο. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 187, όπου ορθώς επισημαίνεται η δυσχέρεια δραστηριοποίησης των πολιτών προς την κατεύθυνση της συμμετοχής τους, εξαιτίας πολύ συχνά της απροθυμίας τους για συμμετοχή λόγω έλλειψης ή μη επαρκούς ενημέρωσης, καθώς και η οργάνωση της μορφής που θα έχει η συμμετοχή αυτή για την επίτευξη της οποίας απαιτείται ορθή ενημέρωση αλλά και συντονισμός των δράσεων πρόληψης του εγκλήματος σε τοπικό επίπεδο. Για τα βασικά προαπαιτούμενα της θετικής συμβολής των πολιτών στις εθελοντικές δράσεις πρόληψης του εγκλήματος, βλ. Ζαραφωνίτου, Χ. (2011). «Τοπική κοινωνία και αντεγκληματική πολιτική: Όροι και προϋποθέσεις της συμμετοχής των πολιτών στις κοινοτικές μορφές πρόληψης της εγκληματικότητας». Στο: Ε. Φασούλα, Φ. Μηλιώνη (Επιμ.). Κοινωνία, Έγκλημα, Εθελοντισμός. Τεύχος 25. Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών, Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών. Αθήνα – Κομοτηνή: Εκδόσεις Α Σάκκουλα, σελ. 60.
19 Αλεξιάδης, Σ. (1994). «Αντεγκληματική πολιτική: Προσεγγίσεις και προβληματισμοί» στο Ν. Κουράκης (επιμ.) Αντεγκληματική Πολιτική - Είκοσι έξι μελέτες για τα θεωρητικά της ζητήματα και τις αστοχίες κατά την εφαρμογή της. Αθήνα – Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα σελ. 31. Κουράκης, Ν. (2005). «Η συμμετοχή των πολιτών στην αντιμετώπιση του εγκλήματος και τα τοπικά συμβούλια πρόληψης της παραβατικότητας» Ποινικός Λόγος, τ. 2, σελ. 396.
20 Ζαραφωνίτου, Χ., Καραγιαννίδης, Χ., Κοντοπούλου, Ε. (2022). «Τοπικές πολιτικές πρόληψης του εγκλήματος και ποιότητα ζωής». «Διάλογοι στη Δημόσια Διοίκηση», τεύχος 3ο, Δεκέμβριος, σελ. 58-74.
21 Βλ. UN-Habitat (2007). Enhancing Urban Safety and Security — Global Report on Human Settlements 2007. United Nations Human Settlements Programme. London: Earthscan, σελ. 255: «οι δράσεις για την αντιμετώπιση του εγκλήματος και της βίας θα πρέπει να υλοποιούνται με τις τοπικές κοινωνίες αντί στις τοπικές κοινωνίες». Καραγιαννίδης, Χ. (2011). Προς μια συμμετοχική αντεγκληματική πολιτική, ό.π., σελ. 36.