Τον τελευταίο καιρό, μία σειρά αποτρόπαιων εγκλημάτων σε βάρος παιδιών έχουν συγκλονίσει την ελληνική κοινωνία, εγκλήματα πρωτόγνωρα για τα ελληνικά ήθη που προκαλούν οργή, θλίψη και απογοήτευση. Εύλογα λοιπόν ανακύπτουν κρίσιμα ερωτήματα για την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, με έμφαση στο ηθικό και αξιακό της σύστημα, αλλά και για την αποτελεσματική αντιμετώπιση τους.
Είναι γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία έχει σταδιακά υποστεί ένα μετασχηματισμό από τη δεκαετία του ’90 και μετέπειτα. Η επίδραση των καταλυτικών συνεπειών της παγκοσμιοποίησης και της ραγδαίας ανάπτυξης των νέων τεχνολογιών, έχουν εισάγει νέες αντιλήψεις και νοοτροπίες που εν πολλοίς αμφισβητούν παραδοσιακές αξίες και ήθη της ελληνικής κοινωνίας. Και όπως είναι φυσικό, η ελληνική οικογένεια έχει δεχθεί σε πρώτο και μεγάλο βαθμό τις συνέπειες των ριζικών αλλαγών της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας.
Από νομικής πλευράς, η Ελλάδα έχει ενσωματώσει εγκαίρως στην εθνική έννομη τάξη τη διεθνή σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού του 1990, όπως και όλες τις σχετικές διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου για την προστασία του παιδιού. Η επιστημονική ωστόσο έρευνα αλλά και η αστυνομική πρακτική δείχνουν ότι το μείζον ζήτημα της προστασίας των παιδιών από εγκληματικές ενέργειες, δεν έγκειται στην καταστολή αλλά στην πρόληψη.
Η πρόληψη όμως στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί μία εξαιρετικά σύνθετη διεργασία. Και τούτο διότι απαιτείται η ίδρυση ειδικών δομών κοινωνικής πρόνοιας με εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, οι οποίες σε συνεργασία με τις αστυνομικές και δημοτικές αρχές, αλλά και με τις σχολικές μονάδες, θα μεριμνούν για τον εντοπισμό ευάλωτων περιπτώσεων όπου τα παιδιά θα μπορούσαν να πέσουν θύματα εγκληματικών ενεργειών, με απόλυτο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής τους.
Δυστυχώς, το σύνολο των εγκληματικών περιπτώσεων σε βάρος παιδιών δείχνουν ότι προέρχονται από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, το φάσμα των οποίων συνεχώς διευρύνεται λόγω της ανεργίας, της ανέχειας και της παρατεταμένης οικονομικής δυσπραγίας που αναμφισβήτητα συμβάλλουν στην επιδείνωση του φαινομένου. Τούτο άλλωστε επιβεβαιώνεται και από την Unicef σύμφωνα με την οποία το 36,2% των παιδιών στην Ελλάδα διατρέχουν κινδύνους λόγω της φτώχειας, ενώ ομάδες παιδιών που έχουν περιθωριοποιηθεί διατρέχουν ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους.
Τούτων δοθέντων λοιπόν η ελληνική πολιτεία οφείλει να μελετήσει τα νέα δεδομένα που αφορούν την προστασία των παιδιών και να επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στον τομέα της πρόληψης, μέσα από την ενδυνάμωση και ενίσχυση αποτελεσματικών δομών κοινωνικής πρόνοιας. Διότι το μέλλον μιας κοινωνίας είναι τα ίδια τα παιδιά της.-
***
*Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και Υποστράτηγος ε.α. της Ελληνικής Αστυνομίας. Έχει διατελέσει προϊστάμενος των εθνικών υπηρεσιών Europol και Interpol καθώς και υπεύθυνος εξωτερικών και δημόσιων σχέσεων της Ευρωπαϊκής Αστυνομίας στη Χάγη.