Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και των επικοινωνιών του.
Άρθρο 7, Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ
Το απόγευμα του Αγίου Βαλεντίνου με βρήκε στην αίθουσα αναμονής ενός ιατρείου. Δυστυχώς, περίμεναν πολλοί. Έτσι, αφού τελείωσε το τηλεπαιχνίδι στην τηλεόραση, ξεκίνησαν οι ειδήσεις.
Ο τρόπος, με τον οποίο η παρουσιάστρια μιλούσε για ένα έγκλημα, σε έκανε να νομίζεις πως διαφήμιζε μεξικάνικη σαπουνόπερα της δεκαετίας του ογδόντα. Συνεπαρμένη τόνιζε λέξεις σχετικές με βία και πόνο και τα μάτια της έλαμπαν. Οι ρεπόρτερ είχαν ανακαλύψει κάποια τάχα σχετικά έγγραφα, αλλά στ’ αλήθεια ο ντετέκτιβ Κλουζ στα βιβλία που διαβάζουν τα οχτάχρονα αγόρια είναι πιο πειστικός. Και κάποιοι άσχετοι από ένα χωριό έδιναν στοιχεία για τα πρόσωπα της υπόθεσης με μεγάλη σοβαροφάνεια.
Όλο αυτό το τσίρκο που λέγεται «ειδήσεις», αν και γίνεται αντικείμενο σάτιρας σε δημοφιλή σάιτ προσφέροντας το γέλιο, είναι στην πραγματικότητα τρομερά λυπηρό. Στη σημερινή δημοσιογραφία σε μεγάλο βαθμό, και ειδικά στην τηλεόραση, δεν υπάρχει κανένας σεβασμός στις οικογένειες των θυμάτων βίας και φυσικά στα ίδια τα θύματα, νεκρά ή ζωντανά. Δεν υπάρχει κανένας σεβασμός, γενικώς, σε τίποτα. Οι λέξεις «επαγγελματισμός», «δεοντολογία», «έρευνα» είναι άγνωστες, ενώ με κάποιο τρόπο η είδηση έχει ταυτιστεί με το θέαμα.
Είναι άλλο όμως να ενημερώνεις για την πραγματικότητα κατανοώντας μέχρι πού επιτρέπεται να ασχοληθείς με κάτι κι άλλο μια ταινία τρόμου ή δράσης. Αυτή η διαστρέβλωση, αυτή η έλλειψη ορίων στον δημοσιογράφο, μεταδίδεται και στον τηλεθεατή, ο οποίος δεν διακρίνει το όριο μεταξύ αυτού που φαντάζεται και αυτού που έχει υπάρξει στ’ αλήθεια. Τελικά όλοι, δημοσιογράφοι και κοινό, αναμασούν τις ατεκμηρίωτες βεβαιότητες που τους βολεύουν και φυσικά κανείς δεν πιστεύει στ’ αλήθεια τη δημοσιογραφία, που θεωρείται σήμερα εντελώς αναξιόπιστη από πολύ μεγάλο μέρος του κόσμου. Όσοι δεν καταναλώνουμε τον θάνατο και την οδύνη τρώγοντας πατατάκια συνήθως νιώθουμε θυμό, όταν βρεθούμε απέναντι σε όλο αυτό.
Φυσικά όλο αυτό δεν είναι κάτι καινούριο και δεν γνωρίζω κανέναν άνθρωπο της ηλικίας μου που να βλέπει ειδήσεις στην τηλεόραση. Ο λόγος που γράφω το κείμενο αυτό είναι ότι νιώθεις απογοήτευση, όταν βλέπεις νέους ανθρώπους να μαθητεύουν δίπλα σε αυτούς που εκφράζουν μια σαθρή κοινωνία που έχει αρχίσει να φεύγει.
Η παλιά δημοσιογραφία μπορεί να συντηρείται ακόμη χάρη στην άνθιση της πλαστικής χειρουργικής, όμως θα έρθει σύντομα η ώρα που θα αποχωρήσει παίρνοντας μαζί ένα έργο που μισούν οι πάντες. Όσα χρήματα κι αν κερδήθηκαν από τη δουλειά αυτή, οι άνθρωποι αυτοί θα είναι πάντα ταυτισμένοι με την αποστροφή μας. Αυτήν θα αφήσουν πίσω. Είναι κρίμα όμως νέοι άνθρωποι να τους θέλουν για δασκάλους τους, να επιλέγουν να συνεχίζουν έτσι πιστά την ασέβεια και τη γελοιότητα.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο ιατρείο. Οι ειδήσεις στην αίθουσα αναμονής συνεχίστηκαν. Με το ίδιο ύφος και εξίσου συνεπαρμένα παρουσιάστηκε η εγκληματικότητα ανηλίκων, με την προβολή φυσικά των σχετικών βίντεο.
Οπότε το ερώτημα είναι αν η δημοσιογραφία που θα έρθει τελικά, θα είναι χειρότερη κι από την προηγούμενη, αφού τώρα έχει στη διάθεσή της όλο το υλικό του θανάτου, του βιασμού και κάθε είδους παραβίασης τραβηγμένο από τυχαία κινητά. Μήπως καθημερινά θα θρέφει τη διαστροφή, ενώ οφείλει να υπερασπίζεται το καλό και να αγωνίζεται γι’ αυτό με την τόση δύναμη που διαθέτει; Η παραβίαση των δικαιωμάτων των ατόμων με τα οποία ασχολείται θα συνεχίσει έτσι ανεξέλεγκτη ή θα τεθούν επιτέλους κάποια όρια;
Μήπως αν είχαμε ΜΜΕ με σεβασμό και σοβαρότητα, θα είχαμε και άλλη κοινωνία;
Διάφορα τέτοια σκεφτόμουν εγκλωβισμένη στην αίθουσα αναμονής του ιατρείου με την ανοιχτή τηλεόραση. Ευτυχώς, κάπου εκεί η γραμματέας της γιατρού με φώναξε. Τι κρίμα, δεν άκουσα για το πόσο τονώθηκαν οι αγορές της Ευρώπης λόγω της γιορτής του Αγίου Βαλεντίνου.