Εγώ σκότωσα την Ελένη. Εγώ ο δεκάχρονος μαθητής δημοτικού στην Νέα Σμύρνη που δεν ήθελα να καθίσω δίπλα της γιατί την κορόιδευαν τα άλλα αγόρια. Η καημένη δεν είχε κάνει κάτι κακό. Έτρεχε συνέχεια η μύτη της, και μιλούσε λίγο διαφορετικά, ίσως γιατί είχε έρθει με τους γονείς της από κάποια χαμένη πατρίδα στον Πόντο. Δεν την υπερασπίστηκα ποτέ, και ας μην μου είχε κάνει τίποτα, γιατί δεν ήθελα να με πειράζουν τα άλλα αγόρια. Τότε την σκότωσα πρώτη φορά.
Αυτή με συγχώρησε. Έτσι κάνουν τα κοριτσάκια, γιατί είναι μαζί η φύση τους και η ανατροφή τους. Μαθαίνουν να ανθίζουν σαν λουλούδια κάθε φορά που τα πληγώνουν, γιατί έχουν μέσα τους κρυμμένη την ζωή. Σαν την Περσεφόνη, κρύβονται μέσα στην γη, και μένουν εκεί σαν σπόρος που περιμένει υπομονετικά την άνοιξη για να ξαναβγεί στο φως του ήλιου. Φτάνει το πλήρωμα του χρόνου και γίνονται λουλούδια.
Μετά από λίγα χρόνια, την είδα ξανά, ολάνθιστο τριαντάφυλλο. Την πλησίασα, γοητευμένος από το άρωμα, την κοίταξα στα μάτια και την φίλησα. Για λίγο ξέχασα πως ήμουν φονιάς. Η ευωδιά του τριαντάφυλλου μαλάκωσε, για λίγο, την καρδιά μου. Εμένα που ήμουν σκληρός με όλους, γιατί είχα έρθει με τους γονείς μου από μιαν άλλη πολιτεία, και πάσχιζα να βρω απάγκιο σε έναν τόπο γνώριμο, μα γεμάτο με ανθρώπους ξένους. Όταν με άφησε για κάποιον άλλο, εγώ την σκότωσα μπροστά στους φίλους μου. Την έντυσα με κάθε υποτιμητική βρισιά, γιατί δεν μπορούσα να δεχτώ την άρνηση, δεν γινόταν να δεχτεί ο εγωισμός μου την απόρριψη, και ας ήξερα πως είναι μάταιο, και ας ήξερα πως είναι χυδαίο.
Κάποια στιγμή ωρίμασα, νόμιζα, και συνειδητοποίησα ότι δεν πρέπει να ξανασκοτώσω την Ελένη. Δεν ήταν τέτοια η ανατροφή μου, ντρεπόμουν για τον εαυτό μου, αλλά κάθε τόσο κάτι με έσπρωχνε προς το φονικό. Γιατί κάθε φορά που κάποιος γύρω μου σκότωνε μιαν Ελένη, κανένας δεν ντρεπόταν, κανείς δεν χαμήλωνε το βλέμμα. Έτσι δεχόμουν και εγώ τον φόνο. Τον δεχόμουν σιωπηλά σε μια παρέα, με ένα νεύμα σε σχόλια σεξιστικά, με ένα γέλιο σε κάθε χοντροκομμένο αστείο.
Κάθε φορά που άκουγα την εξέδρα να χυδαιολογεί εν χορώ και έκανα πως δεν με νοιάζει σκότωνα την μητέρα Ελένη. Ακόμα και αν ποτέ δεν ένωσα την φωνή μου μαζί τους, είμαι ένοχος γιατί σιώπησα. Γιατί ήμουν δειλός, γιατί δεν κατάλαβα πόση σημασία είχε.
Την σκότωσα όταν είδα τον μαθητή μου να την κοροϊδεύει και δεν σταμάτησα το μάθημα. Την άφησα απροστάτευτη, γιατί δεν κατάλαβα εγκαίρως, ίσως να μην μπορούσα και να καταλάβω. Δεν άκουσα αυτά που είχε να μου πει.
Την σκότωσα όταν δέχτηκα άτομα τα οποία ψήφισαν κάποιον που την χτύπησε στο πρόσωπο στην τηλεόραση. Ακόμα και αν δεν συμφώνησα ποτέ μαζί τους, δεν έκανα ό,τι χρειαζόταν για να χαθούν από προσώπου γης. Δεν ύψωσα όσο έπρεπε την φωνή μου, δεν κίνησα γη και ουρανό για να τους σταματήσω. Λίγο καιρό αργότερα οι ομοϊδεάτες τους σκότωσαν τον Παύλο, τον Σαχζάντ, την Φαίη, τον Πετρίτ, ποιος ξέρει πόσους άλλους.
Σκότωσα την Ελένη όταν άκουσα να συζητούν για βιασμό κατηγορώντας το θύμα και δεν μίλησα. Δεν φώναξα. Άκουσα να την κατηγορούν επειδή ήταν προκλητικά ντυμένη, ήπιε πολύ αλκοόλ ή ίσως επειδή δεν έφυγε. Ποιον κοροϊδεύουμε; Ότι και αν έκανε, αυτήν θα κατηγορούσαν…
Σκότωσα την Ελένη όταν είδα να βρίζουν γυναίκες στον δρόμο, γιατί δεν οδηγούν καλά-οδηγούν πολύ αργά ή πολύ γρήγορα, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν οδηγούν σαν άντρες-γιατί δεν περνάνε γρήγορα στην διάβαση, γιατί φορούν κοντή φούστα, γιατί φορούν μπούργκα, γιατί είναι γυναίκες...
…την σκότωσα όπου την είδα μπροστά μου. Στο σχολείο, στην εκκλησία, στον δρόμο, στο γήπεδο, στο σπίτι, την νύχτα και την μέρα, κρυφά και σε δημόσια θέα, στην τηλεόραση και στο διαδίκτυο…
…την σκότωσα πολλές φορές, και νιώθω ένοχος για την Ελένη που έφυγε με τόσο φριχτό τρόπο, και την σκότωσα εγώ…
…μα ανόητε, την σκότωσες και εσύ.