Το «Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ» (εκδόσεις Polaris, 2017) είναι ένα βιβλίο που διάβασα από την πρώτη μέχρι την 469η σελίδα του - και είμαι σίγουρος ότι θα περάσει από τα χέρια μου πολλές φορές ξανά. Είναι ένα καταπληκτικό χρονικό που δίνει σάρκα και οστά σε μια εποχή που τέλειωσε έναν αιώνα πριν. Το κατορθώνει γιατί γράφτηκε από έναν άνθρωπο που γεννήθηκε στην Αθήνα ακριβώς τη χρονιά που θεωρείται ως γενέθλιο έτος της Μπελ Επόκ, το 1871, και έζησε - έντονα μάλιστα και ως ενεργό μέλος της πνευματικής πρωτοπορίας - όλη αυτή την εποχή, αδιάλειπτα, εδώ.
Σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που δεν αριθμεί παρά μερικές δεκάδες χιλιάδες κατοίκους (66.374 σύμφωνα με την απογραφή του 1880), ο Μίλτος Λιδωρίκης είναι γόνος πολιτικής οικογένειας της Δωρίδας. Μεγαλώνει σε ένα (μεγάλο)αστικό περιβάλλον και το πατρικό του σπίτι επισκέπτονται οι σημαντικότερες προσωπικότητες του καιρού του. Όπως χαρακτηριστικά γράφει στον εξαιρετικό πρόλογο του βιβλίου ο Γιώργος Χατζηδάκης (που επιμελήθηκε και τον σχολιασμό των εικόνων της έκδοσης): «Ο Μιλτιάδης, απ’ τα παιδικά του χρόνια ακόμα, υπήρξε ένας προνομιακός θεατής που από το μεγάλο μπαλκόνι του σπιτιού του (Πανεπιστημίου 10), σαν από μοναδικό θεατρικό θεωρείο, παρακολουθούσε εκστασιασμένος την αθηναϊκή ζωή να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του». Ο ίδιος ο Μιλτιάδης Λιδωρίκης θα ακολουθήσει πάντως αυτόνομη πορεία, εντελώς διαφορετική από την οικογενειακά προδιαγεγραμμένη. Εθελοντής εύζωνας στους πολέμους του 1897 και του 1912, θα γίνει ένας από τους πρώτους και διαχρονικά σημαντικότερους θεατράνθρωπους της νεώτερης Ελλάδας - σκηνοθετεί και σκηνογραφεί παραστάσεις, γράφει μονόπρακτα, ιδρύει τον Πανελλήνιο Μουσικό Σύλλογο, πρωτοστατεί στην ίδρυση της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων και του Εθνικού Θεάτρου, του οποίου ανέλαβε προσωπάρχης.
Ο Λιδωρίκης από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1880 κατέβηκε από το μπαλκόνι του σπιτιού του στο δρόμο, βγήκε στον «έξω κόσμο» και γνώρισε την πόλη του από τα μέσα. Οι εμπειρίες του πετροπόλεμου ανάγονται προφανώς στα εφηβικά χρόνια του συγγραφέα. «Σπασμένα κεφάλια, ανοιγμένες μύτες, λασπωμένα πηλήκια ήσαν πάντοτε το αποτέλεσμα των πετροπόλεμων που ελάμβανον χώραν στην περιφέρεια του Πολυγώνου. Και όταν η έφιππος χωροφυλακή δεν επενέβαινε εγκαίρως να διασκορπίσει τους πολεμοχαρείς γυμνασιόπαιδας, τα πράγματα έφθαναν και μέχρι μάχης εκ του συστάδην διά σουγιά και άλλων προχείρων φονικών οργάνων».
Για τα προβλήματα στον τομέα της καθαριότητας και των υποδομών, που τότε και αν ταλάνιζαν την πόλη... γράφει χαρακτηριστικά: «Η σκόνη στην Αθήνα ήταν ότι είναι στο Λονδίνο η ομίχλη. Όλα τα σκέπαζε, τα εξηφάνιζε, τα βρόμιζε.... Για να λέμε την αλήθεια, η Αθήνα τότε ήταν βρομούπολις με τα όλα της. Αν βγάλεις πέντε έξι μεγάλους δρόμους και δυο τρεις πλατείες, που περνούσε η σκούπα του Δήμου, όλη η άλλη πόλις ήταν βρόμικη. Παλιοπάπουτσα ήθελες; Τα ’βρισκες στους δρόμους. Βρομοτενεκέδες σκουπιδιών γύρευες; Τα πεζοδρόμια γεμάτα. Γάτες και γατάκια τουμπανιασμένα, σκυλιά φαρμακεμένα από φόλες, πλήθος στα ρείθρα των πεζοδρομίων... Το νερό ήταν στάλαγμα ιερού νάματος. Σπανιότερον και από το δάκρυ της Ηούς, το μοιραζόταν ο κόσμος κατόπιν εχθροπραξιών... Το νεράκι ερχόταν μισή ώρα το πρωί και μισή ώρα το απόγευμα. Τι γινόταν τότε δεν περιγράφεται. Άγριο ξύλο, σπρωξίδια, σπασίματα σταμνιών και κανατιών».
Ο Λιδωρίκης παραθέτει ολόκληρο το ποίημα «ΑΘΗΝΑΙ ΑΙ ΝΕΩΤΕΡΑΙ» του Δημήτριου Κόκκου - δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να συμπεριλάβω μερικούς στίχους που θεώρησα διαχρονικούς.
Τι είναι, λοιπόν, μ’ ερώτησες αι τωριναί Αθήναι;
Ιδού μικρά περιγραφή, και συ εκ ταύτης κρίνε...
Η πόλις από εκατό χιλιάδες κατοικείται
και ειν’ όλοι ανεξάρτητοι κι ελεύθεροι πολίται.
Κατά συνέπειαν αυτών των δύο δωρημάτων
η νέα πόλις Αθηνών στερείται αποπάτων.
Για, δε, τον ανεξάρτητο και ελεύθερο πολίτη
είναι λαμπρός απόπατος του γείτονος το σπίτι
....
....
Η πόλις πάσχει έλλειψην δεινήν ουρητηρίων
την νύκτα δ’ αυλακώνεται υπό κρουνών μυρίων.
Ναι μεν απαγορεύεται- και αυστηρώς- το ούρος
αλλά ο Έλλην πάντοτε υπήρξε τροβαδούρος ’
κι ενώ με την κιθάρα του εκπέμπει θείους ήχους
ίχνη της αγρυπνίας του αφήνει και στους τοίχους.
Ευνόητον πως και σκιά δεν φαίνεται κλητήρος
και μόνον μάρτυς ο σταυρός υπάρχει του Σωτήρος,
όστις στους τοίχους πάντοτε προς φόβον ζωγραφείται
αλλ’ όμως και από σταυρούς ο Έλλην δεν πτοείται.
Αλλά η Αθήνα είναι, ειδικά τότε, ακραία αντιφατική. Μέσα στις σελίδες του βιβλίου του Λιδωρίκη περιγράφονται πολλά από τα αρχοντικά της πόλης, όπως το «σπίτι του Κούππα»
«... Θυμάμαι το θαυμάσιο «σπιτι του Κούππα», από τα αρχιτεκτονικά θαύματα της Αθήνας...», γράφει ο ίδιος, «θυμάμαι τους πτωχούς, τους δυστυχείς που περίμεναν έξω από τη θύρα τις μεσημβρινές ώρες πότε θα γυρίσουν σπίτι τους, “ο Κούππας και η Κούππενα”. Η βαριά μεγάλη δρύινη θύρα άνοιγε και ο φτωχόκοσμος έμπαινε μέσα σ’ ένα αριστουργηματικό χολ, μια μεγαλοπρεπέστατη είσοδο με αγάλματα, καθρέπτες, φυτά και στο βάθος τη μαρμαρένια σκάλα που ανέβαινε στα πάνω πατώματα».
Η Αθήνα είναι μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα- διαθέτει μπυραρίες! «Κέντρα πολυσύχναστα και σχεδόν πάντα γεμάτα από πελατεία ήσαν οι μπυραρίες. Από το πρωί πολύ νωρίς έως το άλλο πρωί- οι περισσότερες μπυραρίες διανυκτέρευαν- δεν έπαυαν τα γκαρσόνια να σερβίρουν μπύρα στους πελάτες. Τα περισσότερα ραντεβού εδίδοντο στην μπύρα. «Θα βρεθούμε στις 8 στην μπύρα». «Ραντεβού προτού κατέβουμε στην Μπόρσα, στην μπύρα του Μπαχάουερ». «Απόψε, σύμφωνοι; Μεζεδάκι στην Κυψέλη. Μπύρα γαλόνι πρώτης».
Και χαρτοπαικτικές λέσχες... «...εκείνη την εποχή όλος ο κόσμος έπαιζε παντού, ως και μέσα στα μπακάλικα, μέχρι της ημέρας του πρώτου διωγμού του χαρτοπαιγνίου από τον τότε αυστηρόν διευθυντήν της Αστυνομίας συνταγματάρχην Μπαιρακτάρην... Έτσι καθαρίσθηκαν τα κέντρα, ετρομοκρατήθησαν τα σπίτια, και οι χαρτοπαίκται αναγκάσθηκαν, μεταξύ των άλλων κρυψώνων που κατέφευγαν, να ενοικιάζουν βαποράκια και να ανοίγονται στο πέλαγος, και εκεί ανενόχλητοι να παίζουν.
Είναι μια πόλη που δεν κοιμάται ποτέ η Αθήνα της Μπελ Επόκ. «Γεμάτη η Αθήνα από κέντρα διασκεδάσεως... Το νυκτερινό γλέντι, ελεύθερο μέχρι πρωίας και δι’ όλα τα βαλάντια. Κανένας περιορισμός!», γράφει ο Λιδωρίκης. «Ελευθερία έρωτος και δράσεως καθ’ όλην την γραμμήν, από της πλατείας του Συντάγματος έως στην Ομόνοια. Το ίδιο στην οδόν Αιόλου. Στην οδόν Αθηνάς επίσης. Στα Πατήσια και στον Πειραιά, «Καφέ σαντάν», «Καφέ αμάν», «Καφωδεία», «Βαριετέ». Η λέξις «ντάνσινγκ» και η λέξις «καμπαρέ» δεν ηκούοντο ακόμη. Υπήρχαν αντ’ αυτών τα “Κλουμπ”…»
Αλλά και για τα «Καφέ σαντάν» με τις αρτίστες τους, τις γυναίκες του «ημικόσμου», όπως (σεβαστικά) τις ονομάζει ο συγγραφέας... «Τις πρωινές ώρες συναντούσες στα ορθάνοικτα μαγαζιά νιάτα, ομορφιά, πνεύμα, χρήμα. Τα πολυσύχναστα καφέ σαντάν της Ομονοίας, το «Μον πλαιζίρ», γωνία Ομονοίας και 3ης Σεπτεμβρίου, ο «Μέγας Αλέξανδρος», κάτω από το ομώνυμον ξενοδοχείον, ο «Υπόγειος Παράδεισος» στην Ομόνοια, αργότερα το «Γκαιτέ», το «Ετουάλ», με τις όμορφες αρτίστες, τις αληθινά καλλιτέχνιδες του χορού, του τραγουδιού και της κονσομασιόν...
Η Μίτσι, η Τζίλντα, η Μαρίκα Πίκολυ, η Κοντσετίνα, το τρίο Κάρμεν, η Μπλανς, τα Κολιμπρί, η Ίρμα- η Ίρμα που οι Αθηναίοι έως προ ολίγου χρόνου την έβλεπαν κουρέλι της μορφίνης και της πείνας να ζητιανεύει...- η Τζούλια, και τόσες άλλες όμορφες των νυκτερινών παραδείσων, συνοδευμένες από τους ωραιότερους αξιωματικούς του στρατού με τις θαυμάσιες μπλε και πράσινες στολές τους και τα αστραφτερά σπαθιά, που κτυπούσαν τα πεζοδρόμια και τον κόσμο που περνούσε...»
Δεν μεταφέρω παρά «ψήγματα» από τον πλούτο των εικόνων και πληροφοριών του βιβλίου - ο Λιδωρίκης καταπιάνεται με σχεδόν κάθε πλευρά της ζωής στην Αθήνα της εποχής του. Γράφει αναλυτικά, με την αυθεντικότητα και τον αυθορμητισμό του ανθρώπου που τα γνώρισε από «πρώτο χέρι», εκ των έσω, για την πολιτική και αλλά και την κοινωνική έως κοσμική (και την ερωτική ακόμα) ζωή, σκιαγραφεί παραστατικότατα μυριάδες προσωπικότητες της τότε Αθήνας σε καθημερινές τους στιγμές, ανασυνθέτει το αστικό τοπίο, την αθηναϊκή αποκριά και το «Κομιτάτο» της, τα ρούχα και τις «μόδες», την εκπαίδευση, τα ξενοδοχεία και την τουριστική κίνηση της πόλης σχεδόν ενάμιση αιώνα πριν. Είναι ένα καταπληκτικό πόνημα, εν είδει γραπτού μνημείου. Μεταδίδει, συγκινητικά, τις συλλογικές ψυχολογικές μεταπτώσεις των Ελλήνων σε μια περίοδο που σημαδεύτηκε από την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 αλλά τελείωσε με τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους, ζωντανεύει τη βασιλική αυλή αλλά και τα κτηνώδη κρεοπωλεία και τα «αιμοσταγή» κουρεία- τους αλήτες, τους τοκογλύφους, τους εγκληματίες αλλά και τους «λιμοκοντόρους» και τους δανδήδες, ενώ περιγράφει την μουσική «σκηνή» τότε, τις πλαζ, τις συγκοινωνίες και τα πρώτα αυτοκίνητα. Ατελείωτο. Θησαυρός.
Ο Μίλτος Λιδωρίκης πέθανε το 1951 - τον αποχαιρέτησε ο Άγγελος Τερζάκης με τα παρακάτω λόγια: «Ο Μιλτιάδης Λιδωρίκης είναι ο αντιπρόσωπος μιας εποχής που χάνεται. Εποχής για την ελληνική ζωή, για το ελληνικό θέατρο, για την ελληνική πατρίδα. Είναι ακόμα ο αυθεντικός εκπρόσωπος ενός κοινωνικού ύφους που δεν υπάρχει πια, ύφους που ήξερε να συνδυάζει με την πιο αβρή δεξιοτεχνία τη ζέστη της καρδιάς και τη φανατική πίστη, την ατομική προσφορά και το χαρούμενο πνεύμα, την ευγένεια και την αφοσίωση. Προσωπικά, θα ήθελα να τον φανταστώ να φεύγει τώρα από τη ζωή όπως την έζησε, όχι με τους βαρύθυμους ήχους ενός νεκρικού εμβατηρίου, αλλά μέσα στη λικνιστικά συναρπαστική μελωδία μιας βραδυνής μουσικής και με την μπουτονιέρα του ανθισμένη, πάντα ανθισμένη».
Ο Τερζάκης, με τον δικό του, μοναδικά ευαίσθητο τρόπο, μιλώντας για τον Μίλτο Λιδωρίκη, απέτισε φόρο τιμής σε μια εποχή που είχε, ήδη το ’51, προ πολλού χαθεί.
Παραθέτουμε παρακάτω 13 ενδεικτικές εικόνες της παλιάς Αθήνας, με την άδεια του εκδότη. Τα κείμενα των λεζαντών-σχολιασμό των εικόνων έχει κάνει στο βιβλίο ο Γιώργος Χατζηδάκης