Τα γεγονότα στα ΕΠΑΛ των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικά τόσο για την κατάσταση που επικρατεί στην Παιδεία και ιδιαίτερα τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση όσο και για την αφέλεια ορισμένων και την περισσή υποκρισία άλλων που υποτίθεται μάχονται τον φασισμό και τις ποικίλες εκδοχές του (ρατσισμός, ναζισμός, σεξισμός, ομοφοβία κτλ).
Πρώτα πρώτα, θα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα γιατί στα πιο στερημένα κοινωνικά και μορφωτικά κοινωνικά στρώματα, στα οποία αντικειμενικά ανήκουν και οι μαθητές των ΕΠΑΛ, γενικότερα, και ειδικά των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης, η επιρροή της ακροδεξιάς και ο χουλιγκανισμός ασκούν μεγαλύτερη έλξη στη νεολαία από αυτήν της αριστεράς.
Για λόγους μεθοδολογικούς, παρότι στην ουσία αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία, ας ξεχωρίσουμε τις δύο επιρροές σε κοινωνική, αυτήν του χουλιγκανισμού και του συμμοριτισμού, και σε ιδεολογική, αυτήν της ακροδεξιάς.
Σε ό,τι αφορά την κοινωνική συμπεριφορά, όλες οι μελέτες αλλά και η εμπειρία όσων έχουμε διδάξει σε τέτοια σχολεία και τέτοιες συνοικίες καταδεικνύουν ότι γενικότερα οι νέοι αλλά ειδικά τα παιδιά των φτωχότερων στρωμάτων νιώθουν την ανάγκη της συμμετοχής σε ομάδες μέσα από τις οποίες αντλούν κύρος και δύναμη ως αντιστάθμισμα της μειονεκτικής θέσης που επιφυλάσσουν γι’ αυτούς η κοινωνία και το εκπαιδευτικό σύστημα.
Η ταύτιση της δύναμης με τη βία και τη βαναυσότητα είναι χαρακτηριστικό αυτών των «πρωτόγονων» ομάδων που λειτουργούν σ’ έναν μόνιμο πόλεμο, συχνά πραγματικό, όλων εναντίον όλων.
Είναι η «εκδίκηση των περιφρονημένων ρόλων»: μέσα από τη συμμορία και την ομάδα φανατικών κάποιας κερκίδας, ή συχνά και μέσα από τη χρήση ουσιών, οι νέοι αισθάνονται ότι αποκτούν ισχύ την οποία επιδιώκουν να επιβεβαιώσουν ασκώντας βία σε βάρος πιο αδύναμων συμμαθητών τους, άλλων ομάδων προκειμένου να επιβάλουν την δική τους κυριαρχία στο προαύλιο ή στη γειτονιά, οπαδών αντίπαλων ποδοσφαιρικών ομάδων, σε βάρος των καθηγητών ή άλλων πολιτών εκτός σχολείου, ακόμη και σε βάρος του εαυτού τους υιοθετώντας μία αυτοκαταστροφική λογική.
Όπως καταλαβαίνει κανείς η αντιμετώπιση αυτής της τάσης, της γοητείας που ασκούν οι ποικίλες συμμοριτικές ομάδες στους νέους, είναι υποχρεωτικά ταυτόχρονα πολιτισμική και κοινωνικοοικονομική: το σχολείο αλλά και άλλοι θεσμοί (του δήμου, της κοινότητας, της ενορίας, αθλητικά σωματεία κ.ά.) μπορούν με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες να καλύψουν την ανάγκη της συμμετοχής σε ομάδα και της δημιουργικής ανάπτυξης της ενεργητικότητας των νέων, της ανάγκης τους να βρεθούν από κομπάρσοι, πρωταγωνιστές. Να έχουν έναν ρόλο σε μία ομάδα.
Και πράγματι κάποιοι από αυτούς τους θεσμούς λειτουργούν προληπτικά εντάσσοντας χιλιάδες νέους σε ομάδες δράσης, στέκια, κέντρα νεότητας ενοριών και δήμων, αθλητικές ομάδες μετακινώντας τους, συχνά και κυριολεκτικά, από την κερκίδα στο γήπεδο.
Μία ριζική όμως αντιμετώπιση του κοινωνικού προβλήματος θα περιελάμβανε την ανακατανομή του εισοδήματος, την καταπολέμηση της ανεργίας και των ανισοτήτων.
Ειδικά στις υποβαθμισμένες λαϊκές συνοικίες θα πρέπει να γίνουν στοχευμένες παρεμβάσεις με παραγωγικές επενδύσεις, αλλά και για την ενίσχυση και δημιουργία χώρων πολιτισμού, παιδικών χαρών, δημόσιων αθλητικών χώρων, χώρων πρασίνου και αναψυχής, για την καθαριότητα και την ασφάλεια των δημόσιων χώρων. Ένα καλαίσθητο, φιλικό, ανθρώπινο, καθαρό και λειτουργικό περιβάλλον, έχει οπωσδήποτε θετική επίδραση στον ψυχισμό των ανθρώπων.
Στην ίδια λογική, θα πρέπει να αποκλειστεί η δημιουργία γκέτο στο κέντρο και την περιφέρεια των πόλεων με αναλογική κατανομή των μεταναστών και των προσφύγων προκειμένου να διαφυλαχτεί η κοινωνική συνοχή και να προληφθεί ο «πόλεμος συμμοριών» που συναντάται σε ανάλογες περιοχές στις μητροπόλεις όλου του κόσμου.
Οι παρεμβάσεις πρόληψης έχουν όμως συνήθως μεσοπρόθεσμα αποτελέσματα. Η αποφασιστική αντιμετώπιση των φαινομένων βίας και παραβατικότητας είναι επίσης κρίσιμος παράγοντας καθώς η ανοχή και η ατιμωρησία ερμηνεύονται ως αδυναμία τού «αντιπάλου»⸱ αποτελεί τεκμήριο της κατίσχυσης των συμμοριτικών ομάδων, απελπίζει τους φιλήσυχους πολίτες και ευνοεί την ανάπτυξη φαινομένων αυτοδικίας διαιωνίζοντας τον κύκλο της βίας.
Εδώ αξίζει να εξετάσει κανείς την κρατούσα λογική στον σχολικό χώρο⸱ είναι πολύ συχνό το φαινόμενο να επιδεικνύεται ανοχή και να δίνεται πλήρης ασυλία σε παραβατικές συμπεριφορές στο όνομα, δήθεν, μιας παρεξηγημένης παιδοκεντρικής προσέγγισης με το επιχείρημα ότι: «παιδιά είναι». Βεβαίως και είναι παιδιά, αλλά και εμείς δάσκαλοί τους επιφορτισμένοι με το καθήκον της διάπλασης των χαρακτήρων τους.
Τι γίνεται όμως στην πραγματικότητα; Πολλοί απ’ αυτούς που φωνασκούν απευθυνόμενοι στους εφήβους των ΕΠΑΛ με το σύνθημα: «τσακίστε τους φασίστες» (υποστηρίζοντας «παιδαγωγικά» τους ροπαλοφόρους «αντιφασίστες»), αρνούνται πεισματικά να τιμωρήσουν τα ίδια αυτά παιδιά όταν εκδηλώνουν φασίζουσες συμπεριφορές εντός του σχολείου, γιατί «είναι παιδιά».
Αυτή η κραυγαλέα αντίφαση καταδεικνύει την υποκρισία για την οποία κάναμε λόγο στην αρχή του κειμένου. Αν πράγματι θέλουμε να καταπολεμήσουμε τον φασισμό, τον σεξισμό, τον ρατσισμό στο σχολείο εν τη γενέσει τους, τότε θα πρέπει να αναλάβουμε ως παιδαγωγοί την ευθύνη που μας αναλογεί και σε ατομικό επίπεδο, απέναντι, δηλαδή σε κάθε μαθητή που έχει συστηματικά προκλητική – και όχι περιστασιακά – παραβατική συμπεριφορά.
Να απαιτήσουμε ακόμη από την πολιτεία να θεσπίσει ιδιαίτερα αυστηρές ποινές για οποιονδήποτε, μαθητή, εξωσχολικό ή γονέα προσβάλλει βάναυσα ή ακόμη χειροδικεί σε βάρος εκπαιδευτικού. Όχι να ερχόμαστε εκ των υστέρων καλυπτόμενοι πίσω από την ανωνυμία του πλήθους ή την ασφάλεια του πληκτρολογίου και να λέμε πως ο «λαός δεν ξεχνά, τους φασίστες τους κρεμά», γενικώς, αορίστως και εκ του ασφαλούς αφού τίποτα απ’ αυτά δεν πρόκειται να συμβεί.
Το πιθανότερο μάλιστα είναι να ενισχυθούν με την όξυνση της σύγκρουσης ακόμη περισσότερο οι φασιστικές ομάδες.
Η εκκόλαψη φασιστικών αντιλήψεων συναντάται εκεί που ο έφηβος υιοθετεί μία μόνιμη προκλητική συμπεριφορά ευτελίζοντας συνειδητά τον πιο αδύναμο συμμαθητή, τον δάσκαλο, το σχολείο ως θεσμό μη συμμορφούμενο με τους στοιχειώδεις κανόνες λειτουργίας του με το έτσι θέλω. Κι όταν αυτό φτάσει να γίνεται συλλογικά, από μία παρέα, τότε έχουμε να κάνουμε με συμμοριτική συμπεριφορά και τα πράγματα είναι ακόμη πιο σοβαρά.
Εφόσον, λοιπόν δοκιμάσουμε κάθε άλλο παιδαγωγικό μέσον, όπως η νουθεσία, η συζήτηση, η ένταξη σε ομάδες, η ανάθεση κάποιου δημιουργικού ρόλου στον, επαναλαμβάνω: συστηματικά και συνειδητά, παραβατικό μαθητή, θα πρέπει να επιβάλουμε τις προβλεπόμενες ποινές, ακόμη και αυτήν της απομάκρυνσης από το σχολικό περιβάλλον, όπως προβλέπεται και να μη διστάζουμε να καταφεύγουμε και στην εισαγγελία όταν οι παραβάσεις αφορούν πράξεις που εμπίπτουν στον ποινικό κώδικα (πρόκληση σοβαρών σωματικών βλαβών, κακοποίηση, διακίνηση ναρκωτικών, οπλοφορία κ.ά.).
Εννοείται ότι όταν η παραβατική συμπεριφορά είναι τόσο ακραία που δεν θεραπεύεται με άλλον τρόπο, η επιβολή ποινής πρέπει να δίνεται σε πρώτο χρόνο, άμεσα, χωρίς να εγκαταλείπονται και τα άλλα μέτρα που αναφέρθηκαν.
Δεν είναι όμως δυνατόν να κραυγάζουμε για το «τσάκισμα του φασισμού» και να αρνούμαστε την τιμωρία μαθητών που έχουν προκλητική συμπεριφορά, δε σέβονται κανέναν, βιαιοπραγούν σε βάρος συμμαθητών και δασκάλων και βανδαλίζουν τους χώρους του σχολείου.
Από τη μία δηλαδή διαδηλώνουμε πως θα «κρεμάσουμε» τους φασίστες κι από την άλλη φοβόμαστε να επιβάλουμε μία παιδαγωγικού χαρακτήρα ποινή ή, όταν το πράγμα ξεφύγει, να κάνουμε καταγγελία για φασιστική και εγκληματική συμπεριφορά στο σχολείο;
Πώς δηλαδή βρέθηκαν μαθητές με μαχαίρια να πετούν κροτίδες και μολότοφ μέσα από το προαύλιο; Ήταν «αγγελούδια» που έτυχε να «προκληθούν» και βρέθηκαν ξαφνικά οπλισμένα; Η ασφάλεια όλων των παιδιών, η υπεράσπιση της αξιοπρέπειας και του κύρους μας, η διαφύλαξη του σχολικού χώρου και της δημόσιας περιουσίας πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτα. Χωρίς κανόνες και αρχές και με τρομοκρατημένους μαθητές και καθηγητές, δεν υπάρχει σχολείο.
Σε ό,τι αφορά την ιδεολογική πλευρά του ζητήματος, η ενίσχυση της λαϊκής δεξιάς, στην καλύτερη, και της άκρας δεξιάς και των φασιστικών ομάδων, στη χείριστη, στα λαϊκά στρώματα και τις υποβαθμισμένες συνοικίες σε ολόκληρη την Ευρώπη είναι, σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσμα της εγκατάλειψης και συχνά της περιφρόνησης από την αριστερά των ζητημάτων εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας της πλειοψηφίας των ανθρώπων και η συχνά ανταγωνιστική με αυτά ανάδειξη και επιβολή του συνόλου της παγκοσμιοποιητικής ιδεολογίας, η εμμονή σ’ έναν «κόσμο χωρίς σύνορα», η ταύτιση της αγωνίας για το μεταναστευτικό φαινόμενο με τον ρατσισμό, του πατριωτισμού με τον εθνικισμό κτλ.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο εξάλλου ότι η εκλογική – και ιδεολογική – επιρροή της αριστεράς στα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού στις δυτικές χώρες μειώνεται διαρκώς⸱ παρά τη θεωρία, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι οι προλετάριοι έχουν και πατρίδα και θρησκεία ενώ είναι αυτοί που υφίστανται τις συνέπειες της έλλειψης μεταναστευτικής πολιτικής.
Σ’ αυτό το κενό, βρίσκουν έδαφος η ακροδεξιά και φασιστική προπαγάνδα που καπηλεύεται το γνήσιο εθνικό αίσθημα των πληβειακών στρωμάτων και τα δηλητηριάζει με τη μισαλλοδοξία, τον φανατισμό και το εμφυλιοπολεμικό αντικομουνιστικό μίσος.
Οι φασιστικές αντιλήψεις ευνοούνται επίσης καθώς εμφανίζονται ως δήθεν αντισυστημικές απέναντι στην εθνοφοβία, τον αντικληρικαλισμό και την επιβολή της περίφημης «πολιτικής ορθότητας» στα σχολεία, που τείνουν να αποκτήσουν τον χαρακτήρα εξουσιαστικού λόγου αντικαθιστώντας την παραδοσιακή κατήχηση με μία νέα, εξίσου ανυπόφορη, φρονηματιστική λογική και πρακτική.
Με δεδομένη την αντιδραστική και αμφισβητησιακή ψυχοσύνθεση των εφήβων, είναι αναμενόμενο ότι θα αντιδράσουν απέναντι στην παγκοσμιοποιητική ιδεολογία η οποία προσβάλλει τις εθνικές ευαισθησίες και την αγωνία των νέων για το δικό τους και για το μέλλον της χώρας τους. Αποτελεί επομένως και σ’ αυτό στο σημείο αφέλεια ή συνειδητή υποκρισία να διατείνεται κανείς ότι θα «τσακίσει τον φασισμό» με αντιπατριωτικά συνθήματα ή υποστηρίζοντας τα ανοιχτά σύνορα.
Αν όλες οι παραπάνω επισημάνσεις είναι ορθές, αποτυπώνουν δηλαδή την πραγματικότητα, και εφόσον επιθυμούμε ειλικρινά την αντιμετώπιση του φασιστικού φαινομένου στα σχολεία – και όχι τον φαύλο κύκλο μιας εμφυλιοπολεμικής σύγκρουσης – θα πρέπει υποχρεωτικά να κινηθούμε στα δύο επίπεδα που αναφέραμε:
α) το ιδεολογικό, καλλιεργώντας την εθνική και θρησκευτική συνείδηση (αλήθεια, γιατί δεν τονίζεται ο απόλυτα αντιχριστιανικός χαρακτήρας του φασισμού, κάτι που ειδικά στα λαϊκά στρώματα που είναι περισσότερο θρησκευόμενα, θα το αντιληφθούν καλύτερα;) και τον δημοκρατικό πατριωτισμό, προβάλλοντας αξίες και πρότυπα ανθρωπιάς και πραγματικής ανεκτικότητας και σεβασμού του συνανθρώπου, αγάπης και αλληλεγγύης, της δύναμης ως μέσου υπεράσπισης του αδύναμου και όχι επιβολής και
β) το πολιτισμικό και κοινωνικοοικονομικό, με ενίσχυση των πολιτιστικών και αθλητικών πρωτοβουλιών, με την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, την ισότιμη ανάπτυξη των περιφερειών και των συνοικιών των πόλεων και τις παραγωγικές επενδύσεις για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Κοντολογίς, ο αντιφασισμός ή θα είναι δημοκρατικός, πατριωτικός και κοινωνικά εξισωτικός με έμφαση στον πολιτισμό και τον μαζικό αθλητισμό ή δε θα υπάρξει καθόλου.
Έως τότε και παράλληλα με αυτά, όσοι εργαζόμαστε στα σχολεία, ας τολμήσουμε να αντιμετωπίσουμε παιδαγωγικά τους θρασύδειλους τραμπούκους αντί να κραυγάζουμε εκ του ασφαλούς πως θα τους «τσακίσουμε» τροφοδοτώντας τον φαύλο κύκλο μιας εμφυλιοπολεμικής σύγκρουσης.
*Τάσος Χατζηαναστασίου - Δρ Ιστορίας, εκπαιδευτικός με μακρά θητεία στη μέση επαγγελματική εκπαίδευση για την οποία έχει συγγράψει δύο βιβλία από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις («Το Άλλο σχολείο, για μία παιδεία χωρίς αποκλεισμούς από την εμπειρία διδασκαλίας στη μέση τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση», 2001 και «Το σχολείο είναι γυρισμένο ανάποδα, η γλωσσική διδασκαλία στη μέση τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση», 2011)