«Φεστιβάλτο!»: Εντυπώσεις από το 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Οι ταινίες που είδαμε και μας έκαναν εντύπωση
.
.
.

Πάνε δύο χρόνια από την τελευταία φορά που βιώσαμε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης υπό φυσιολογικές συνθήκες: σε φυσικούς χώρους (δηλαδή σε αίθουσες, εκεί που νοιώθεις την ανάσα του διπλανού σου και η διάδραση δεν γίνεται με το «ποντίκι» του λαπτοπ), σε φυσικό περιβάλλον (το «αγγελοπουλικό» σκηνικο της πόλης, με τη συννεφιά και τα κύματα του Θερμαϊκού, η μυρωδιά της πόλης, το κρύο και o αέρας, όλα αυτά δηλαδή που δεν αναπαρίστανται στο online), με φυσικούς ανθρώπους (φίλους και αγαπημένους συναδέλφους που σχολιάζουν σε πηγαδάκια την ταινία που μόλις είδαν παρέα, σαν …άνθρωποι δηλαδή).

Ο ιός βέβαια παραμένει ο αόρατος εχθρός που καραδοκεί, οι ΜΕΘ παραμένουν ασφυκτικά γεμάτες με ελλείψεις σε προσωπικό κι ένα μαύρο βραχιολάκι στον καρπό (εκτός από τις μάσκες που κοντεύουν να γίνουν πρεοέκταση του προσώπου μας), αποτελεί μια διαρκή υπενθύμιση γι’ αυτήν την αόρατη απειλή, και το «διαβατήριό» μας για τους χώρους του Φεστιβάλ: τεκμήριο πως έχουμε ελεγχθεί, έχουμε δηλαδή επιδείξει πιστοποιητικό εμβολιασμού κλπ και μπορούμε να μπαινοβγαίνουμε στις αίθουσες.

.
.
.

Υπάρχουν ειδικά σημεία ελέγχου με την επιγραφή «ΦΕΣΤΙΒΑΛΤΟ» όπου στο εφαρμόζουν στο χέρι –ούτε στο ντους δεν βγαίνει. Σε ένα κινηματογραφικό event του εξωτερικού, μαθαίνω, υπήρχαν δύο βραχιολάκια: το ένα υποδήλωνε «Μακριά, μην με αγγίζεις», το άλλο κάτι του τύπου «Είμαι οκ, πλησίασε».

«Είμαστε ….σημαδεμένοι σαν Εβραίοι», μου έλεγε ένας φίλος, θέλοντας να ξεκινήσει μια ακόμα ατέρμονη κουβέντα για τους εμβολιασμένους και τους μη εμβολιασμένους, τις «διακρίσεις», την επιβολή του συστήματος κλπ. Του το κόβω. Στον πόλεμο παλεύεις με ό, τι όπλα έχεις, οπότε, για μένα τουλάχιστον τα πράγματα είναι απλά: εμβολιάζομαι, καθ’ υπόδειξη των καθ’ ύλην αρμόδιων (δηλαδή των γιατρών και μόνο των γιατρών) για να επιβιώσω.

Επιστροφή στις αίθουσες λοιπόν, έστω και με βραχιολάκι «Φεστιβάλτο», σε «αμιγείς χώρους» (τι ανόητος όρος -υποδηλώνει covid free αίθουσες, αλλά τόσο λάθος γλωσσικά) για μια αίσθηση (ημι)κανονικότητας. Το 62ο Φεστιβάλ, που ολοκληρώνεται την Κυριακή, είναι άψογο από πλευράς διοργάνωσης, και οι αίθουσες του στην πλειονότητά τους γεμάτες, σε αντίθεση με την κανονική διανομή στην Αθήνα –οι αιθουσάρχες, μαθαίνουμε, αναστενάζουν…

*Όπως κάθε Φεστιβάλ που σέβεται τον εαυτό του, έπαιξε ταινίες που δημιούργησαν «θόρυβο». Και, μέχρι στιγμή ήταν κάμποσες, με πρώτη τα Καλάβρυτα 1943 του Νικόλα Δημητρόπουλου–κύκνειο άσμα του Μαξ Φον Σίντοφ.

.
.
.

Συζητήσεις επί συζητήσεων και δριμεία κριτική περί παραποίησης της ιστορικής αλήθειας, καθώς ένας πονόψυχος Αυστριακός ναζί εμφανίζεται στην ταινία να ανοίγει την πόρτα ενός φλεγόμενου σχολείου σώζοντας τα γυναικόπαιδα από μαρτυρικό θάνατο.

.
.
.

Ας αφήσουμε στην άκρη το ότι κάποιοι επικαλούνται μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν το συμβάν. Στο πλήθος των αποκτηνωμένων ναζί, ακόμα και στατιστικά να το δει κανείς, παίζει να υπήρξε κάποιος, έστω κι ένας, που να επέδειξε μια ανθρωπιά απέναντι σε γυναικόπαιδα. Όμως ας μην ξεχνάμε πως η ταινία είναι μυθοπλασία. Βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, αλλά μυθοπλασία.

Επιπλέον, οι θηριωδίες στα Καλάβρυτα ήταν τέτοιες που καμία μεμονωμένη πράξη του όποιου μετανοιωμένου ναζί (αληθινή ή φανταστική) δεν μπορεί να τις απαλείψει ούτε να τις αποδυναμώσει. Απλώς δεν γίνεται. Αν πρέπει να ασκηθεί κάποια κριτική στην ταινία, αυτή θα μπορούσε να είναι ότι οι αντάρτες είναι απόντες. Τι ακριβώς έκαναν τότε; Πού είναι το ΕΑΜ; Τι στο καλό ήταν η ελληνική αντίσταση; Η ταινία απλώς υπαινίσσεται. Δεν δείχνει…

«ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΚΥΝΗΓΙ;»

*Και μια που μιλάμε για ναζισμό, η ελληνική ταινία-έκπληξη του Φεστιβάλ είναι το 18 του Βασίλη Δούβλη (τμήμα Meet the neighbors). Επιτέλους, κάποιος καταπιάνεται με την σοκαριστική άνοδο της ακροδεξιάς στους έφηβους της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια.

.
.
.

Όσοι έχουν παιδιά το ξέρουν, όλο και κάποιοι στο σχολείο δείχνουν κάποια σημάδια, κάποια πρώτα ψήγματα, κάτι τα λεγόμενά τους, κάτι η μισαλλόδοξη στάση τους, κάτι τα βλέμματα προς τους αλλοδαπούς ή τους γκέι συμμαθητές, ενώ υπάρχουν ακόμα και ομάδες νεαρών που, σαν αγέλες, ξεχύνονται στους δρόμους και εκφοβίζουν όχι πια με όρους «παραδοσιακού» μπούλινγκ αλλά με όρους νεοναζιστικού μπούλινγκ: «Πάμε για κυνήγι;» λένε στην ταινία οι 17ρηδες, 18ρηδες ήρωες του Δούβλη, εννοώντας «πάμε να την πέσουμε σε γκέι, σε κομούνια, σε ξένους»; Με σιδηρολοστούς και «λοιπά αξεσουάρ».

.
.
.

Φυσικά οι γονείς, οι δάσκαλοι, το κράτος δεν είναι άμοιροι ευθυνών, κάθε άλλο –αυτό είναι προφανέστατο στο 18 (τίτλος που εκτός από την ηλικία των παιδιών παραπέμπει και στο γνωστό ναζιστικό σύμβολο). Η γκάμα είναι μεγάλη: από παιδιά που μεγαλώνουν με κακοποιητικούς γονείς-τραμπούκους, στην πραγματικότητα διψασμένα για αγάπη, τα οποία αναπαράγουν τη βία που βιώνουν (απλώς εκπληκτικός ο «κακός» της ταινίας Νικολάκης Ζεγκίνογλου), μέχρι εύπορα ορφανά που νομίζουν πως με αυτόν τον τρόπο τιμούν τον χαμένο στρατιωτικό μπαμπά τους και την πατρίδα, επιρρεπείς σε κάθε λογής «μέντορες» που τους παροτρύνουν να μελετήσουν την «Κρυπτεία». Και από μαθητές με «καθαρή», αθώα ψυχή που εύλογα απορούν και αντιτάσσονται σε όλο αυτό το μίσος, όπως ο πρωταγωνιστής της ταινίας, μέχρι παιδιά, φτωχά, χωρίς «πατήματα» που παραπαίουν μεταξύ δύο κόσμων: οι αμφιταλαντευόμενοι που στο τέλος θα κληθούν να πάρουν θέση…

Σκηνοθετημένη με σφρίγος και ακρίβεια στην απόδοση της νεανικής ψυχής, η ταινία του Βασίλη Δούβλη ενσωματώνει έξυπνα τα σόσιαλ μίντια στην εξέλιξη της πλοκής αλλά και την πανδημία, όπως στη σκηνή με τις (ιατρικές) μάσκες που λειτουργούν ως κουκούλες συμμοριών. Είναι μια ταινία-κραυγή, μια χρειαζούμενη ταινία που πρέπει να δουν μικροί-μεγάλοι μέσα και έξω από τα σχολεία.

*Ενδιαφέρουσα η φετινή ελληνική σοδειά ταινιών που ελπίζουμε να βρει τον δρόμο της στις αίθουσες. Η Αγέλη Προβάτων (Διεθνές Διαγωνιστικό) του Δημήτρη Κανελλόπουλου είναι ένα ελληνικό γουέστερν που σε κερδίζει. Ένα λεπτό χιούμορ υποβόσκει κάτω από τα καλογυρισμένα πλάνα της ελληνικής επαρχίας.

.
.
.

Μια παρέα ανδρών με χρέη θέλουν να αντιταχθούν στον τοκογλύφο της περιοχής που τους πιέζει να τον πληρώσουν, αλλά έρχονται αντιμέτωποι με δύο μπράβους που στέλνει για να τους εκφοβίσει. Οι συνέπειες θα είναι απρόβλεπτες.

Πολύ καλός ο Δημήτρης Λάλος, αξέχαστος ο Άρης Σερβετάλης, ο οποίος μοιάζει αλλόκοτος με τα παράξενα ψεύτικα δόντια του και ταυτόχρονα τόσο οικείος ως αλκοολικός (ολίγον αγαθιάρης) επαρχιώτης. Μια ακτινογραφία της ελληνικής επαρχίας (το μπαράκι που μαζεύονται θα μπορούσε να είναι έτσι ακριβώς σε οποιαδήποτε μικρή επαρχιακή πόλη της Ελλάδας), και ταυτόχρονα της αβυσσαλέας ψυχής του ανθρώπου που πολύ γρήγορα από θύμα μπορεί να μεταμορφωθεί σε θύτη, και από θήραμα σε κυνηγό. Η ισχύς εν τη ενώσει; Ή μήπως, όταν πρόκειται για ανθρώπους, μια αγέλη προβάτων μπορεί πολύ εύκολα να μεταμορφωθεί σε αγέλη λύκων;

Πολύ ιδιαίτερη και η ταινία της Αρασέλης Λαιμού Αγία Έμυ (Διεθνές Διαγωνιστικό) η οποία παρακολουθεί την απίστευτη περίπτωση μιας Φιλιππινέζας που ζει με την αδερφή της στην χώρα μας, αλλά ξεχωρίζει για τις πολύ ιδιαίτερες –σχεδόν τρομακτικές ικανότητες της.

.
.
.

Είναι ενδιαφέρον το πώς την αντιμετωπίζουν τόσο οι πιστοί χριστιανοί της φιλιππινέζικης κοινότητας του Πειραιά, οι οποίοι νομίζουν οτι είναι μάγισσα και την έχουν καταλάβει δαιμόνια, όσο και κάποιοι επιτήδειοι Έλληνες οι οποίοι νομίζουν πως θα τα ’κονομήσουν από αυτή. Τι είναι καλό; Τι κακό; Μήπως συνυπάρχουν; Πώς τα αντιλαμβάνεται ο καθένας μας, με βάση το μπαγκράουντ του, μοιάζει να αναρωτιέται η σκηνοθέτις, η οποία ωστόσο δεν δίνει τη δική της (ορθολογιστική) εξήγηση για τα αιμάτινα δάκρυα και τις θαυματουργές ικανότητες της Αγίας (;) Έμυ.

*Το ζήτημα του φύλου, της σεξουαλικότητας και του αυτοπροσδιορισμού πρωταγωνιστεί στο Φεστιβάλ, τόσο σε ξένες όσο και σε ελληνικές ταινίες, που αποτελούν τροφή για σκέψη και είναι αδύνατον να σε αφήσουν αδιάφορο, ακόμα και όταν σε εκνευρίζουν όπως η πολυσυζητημένη και τολμηρή Μπενεντέτα του Πολ Βερχόφεν που προβλήθηκε χθες.

.
.
.

Ηρωίδες είναι δύο μοναχές στην Τοσκάνη του 17ου αιώνα, εν μέσω μιας φρικτής επιδημίας πανώλης στην Ιταλία (έμμεση αναφορά στην δική μας πανδημία) που ενδίδουν σε έναν παθιασμένο έρωτα με …τις ευλογίες της Παναγίας και του Ιησού -τουλάχιστον σύμφωνα με τα οράματα της ηρωίδας Μπενεντέτα η οποία υποστηρίζει πως βρίσκεται σε απευθείας σύνδεση και με τους δύο -αυτοαποκαλείται δε η «Νύφη του Ιησού».

Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα αυτής της ταύτισης της σεξουαλικής και της θρησκευτικής έκστασης (που περιλαμβάνει μέχρι και ένα όραμα της μοναχής με τον εσταυρωμένο ο οποίος εμφανίζεται να διαθέτει αιδοίο), θα ήταν ενδιαφέρον, αν στην περίπτωση της ταινίας του Βερχόφεν δεν φάνταζε ανεκδιήγητα κωμικό και ενίοτε σχεδόν φτηνό.

Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς είναι αυτή της «πρόκλησης για την πρόκληση» και μια ηδονοβλεπτική προσέγγιση της σχεδόν κωμικής στην αποτύπωσή της λεσβιακής σχέσης των καλογριών, αλλά και των σκηνών με τον Χριστό. «Μα είναι επι τούτου φτιαγμένη με χιουμοριστική και γκροτεσκα διάθεση η ταινία», είναι το αντεπιχείρημα των θιασωτών του φιλμ.

Αν ήταν πάντως αυτή η πρόθεση του σκηνοθέτη, μάλλον δεν του βγήκε καθώς υπάρχουν σκηνές εντελώς συμβατικές, χωρίς κανένα χιούμορ ή γκροτέσκα διάθεση. Εξαιρετική πάντως η Δάφνη Πατακιά ως πέτρα του σκανδάλου που κολάζει την Βιρζινί Εφιρά –και περιμένουμε με ενδιαφέρον τις (αναπόφευκτες) αντιδράσεις των θρησκόληπτων που θα κάνουν «πάρτι» με την ταινία, προς μεγάλη ικανοποίηση του κύριου Βερχόφεν.

Στον αντίποδα, η ταινία Τρυφερούδι (Διεθνές Διαγωνιστικό) του Σαμουέλ Τεϊς από την Γαλλία εξερευνά το ζήτημα της διαφορετικότητας με έναν αφοπλιστικά γοητευτικό τρόπο που συγκινεί.

Ένα τρυφερό 10χρονο αγοράκι, μεγαλώνει σε ένα δύσκολο περιβάλλον, μέσα στην φτώχεια και την αμορφωσιά, με τον πατέρα να έχει εγκαταλείψει τον ίδιο και τα αδέρφια του, με μια δύσκολη, αλκοολική μητέρα που τα αγαπά αλλά δεν ξέρει πώς να τα μεγαλώσει, και με ευθύνες που δεν αναλογούν στην ηλικία του. Το παιδί βρίσκει καταφύγιο σε έναν νεοφερμένο, καλλιεργημένο και ευαίσθητο δάσκαλο που το ενθαρρύνει και του ανοίγει νέους ορίζοντες, και ο οποίος αποτελεί γι’αυτό ένα πατρικό πρότυπο, όμως ο μικρός σύντομα αρχίζει να βλέπει με ερωτικές διαθέσεις τον αγαπημένο του καθηγητή.

Η ανατροπή είναι άκρως ενδιαφέρουσα.

Ταινίες όπου καθηγητές παρενοχλούν ερωτικά τα παιδιά έχουμε δει πολλές. Τι γίνεται όμως όταν είναι το παιδί αυτό που φέρνει σε δύσκολη θέση έναν ηθικά άμεμπτο καθηγητή; Πώς καλείται να το χειριστεί ώστε να μην εκτεθεί ο ίδιος αλλά και να μην πληγώσει τον ευαίσθητο ψυχισμο του μαθητή του; Πάνω σε αυτά τα όρια κινείται η ταινία βάζοντας σε σκέψεις. Όπως είπε στο κοινό ο σκηνοθέτης, στην Γαλλία οι κανόνες στα σχολεία είναι πολύ αυστηροί: ένας καθηγητής απαγορεύεται αυστηρά να είναι μόνος με μαθητή στην τάξη, και δεν επιτρέπεται να τον αγγίξει ούτε καν να σηκώσει το ρούχο ενός παιδιού αν αυτό τραυματιστεί.

*Με προφανείς αναφορές στην δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου (η ταινία είναι άλλωστε αφιερωμένη στη μνήμη της ακτιβίστριας Zackie Oh! ), η πρώτη ελληνόφωνη queer όπερα Orfeas21 (τμήμα Film Forward) που υπογράφουν ΤΑ ΦΥΤΑ (το δίδυμο Φιλ Ιερόπουλος, Φοίβος Δούσος), βάζει πολλά και σοβαρά ζητήματα στο τραπέζι σε ένα τολμηρό οπτικοακουστικό έργο, μια βίντεο-όπερα με έντονη εικαστικότητα και εντυπωσιακή μουσική που στιγμές σε αφήνει με ανοιχτό το στόμα (για όλους τους πιθανούς λόγους).

.
.
.

Παραπέμποντας στον μύθο του Ορφέα και της Ευριδίκης, διηγείται τους αγώνες του Ορφέα, του πρώτου γκέι πρωθυπουργού της Ελλάδας, ενάντια στην πατροπαράδοτη ιστορία καταπίεσης «Live Your Myth in Greece». Μόνο που οι σύγχρονοι ελληναράδες, δολοφονούν τον σύζυγό του Ορφέα, τον Γιούρι (σ.σ. από το Ευριδίκη), και ο Ορφεας θα παλέψει να φέρει τον αγαπημένο του πίσω, από τον Άδη.

Στην ταινία ο Άδης είναι το Μουσείο της Μεταφυσικής Ιστορίας, εκεί που, όπως μου εξήγησε ο Φιλ Ιερόπουλος, κρύβονται όλοι οι μύθοι της ελληνικότητας. Και ο Ορφέας θα χρειαστεί να πολεμήσει για να αλλάξει αυτούς τους συλλογικούς μύθους που συνιστούν αυτό που έχουμε μάθει να ορίζουμε ως «ελληνικότητα». Θα τα καταφέρει;

Τα ΦΥΤΑ έχουν, όπως μου εξήγησαν, μια μακρά καλλιτεχνική πορεία στην αποδόμηση αυτών των ελληνικών μύθων, όπως ας πούμε η επέτειος της επανάστασης του ’21 ( εξ ου και ο τίτλος της ταινίας). Κάνουν μια ξεκάθαρα πολιτική τέχνη που κατά καιρούς οδήγησε ακόμα και σε μηνύσεις από την Εκκλησία, και σίγουρα λειτουργεί εμπρηστικα για πολλούς –όπως, εικάζουμε, οτι θα συμβεί και με τον τρόπο που μεταχειρίζονται την ελληνική σημαία στο τέλος της ταινίας τους, γεγονός που γνωρίζουν πολύ καλά.

.
.
.

«Έχουμε συνηθίσει ως queer να κοβόμαστε από την αφήγηση…», μου λέει ο Φιλ και η (το) Άλεξ Δημητρίου, παραγωγός και περφόρμερ στο Orfeas21. Η (το) Άλεξ υπογράφει στα μέιλ με τη διευκρίνιση: «pronouns: they/she», καθώς, όπως μου εξήγησε, ανήκει σε μη δυαδικό φύλο (non binary sex), που σημαίνει πως «άλλες μέρες νοιώθω πιο feminine και άλλες πιο masculine». Είναι αυτό που στα αγγλικά περιγράφεται ως «gender fluid ή gender dysphoria». Και είναι κάτι που, όπως μου διευκρίνισε, αφορά την ταυτότητα φύλου και όχι την σεξουαλική ταυτότητα.

Στην ταινία εμφανίζεται σε ρόλο-έκπληξη η Έλενα Ακρίτα, η οποία, γνώριζε προσωπικά τον Ζακ Κωστόπουλο…

Είναι από τις ταινίες που δύσκολα θα δεις αλλού, και από αυτές που είναι φτιαγμένες να προκαλούν συζητήσεις και αντιδράσεις, αλλά, τελικά, αυτό δεν σημαίνει φεστιβάλ;

Δημοφιλή