Για το τι μπορούμε να περιμένουμε, μετά τις πρόσφατες εξελίξεις σε ό,τι αφορά τη μεταφορά της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ και τα όσα λαμβάνουν χώρα στα σύνορα με τη Λωρίδα της Γάζας μίλησε στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ ΜΠΕ, ο Κωνσταντίνος Φίλης, διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) και επικεφαλής του Τομέα Ρωσίας-Ευρασίας & ΝΑ Ευρώπης.
Ο κ.Φίλης αναφέρθηκε σε μια περιοχή που αναδιατάσσεται με την πλειάδα των πολέμων ”δια αντιπροσώπων” να έχουν αποσταθεροποιήσει σειρά από κράτη και να προκαλούν μεγάλου μεγέθους ανθρωπιστικές καταστροφές. «Εκεί που πρέπει να εστιάσει κανείς την προσοχή του είναι στην ανθρωπιστική καταστροφή και στη Συρία και στην Υεμένη» τόνισε, ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στους τρόπους με τους οποίους οι γεωπολιτικές διεργασίες επιδρούν και στις σχέσεις της Ελλάδας με τη γείτονα όταν ληφθούν υπόψη όλες οι παράμετροι που επηρεάζουν τη θέση των δύο χωρών στις εξελίξεις.
Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι εύλογο να αναμένονται νέες εξελίξεις μετά τη μεταφορά της πρεσβείας των ΗΠΑ, ενώ «το αν αυτό θα προκαλέσει -όπως ήταν η εκτίμηση ήδη από τη μέρα της ανακοίνωσης της απόφασης του προέδρου Τ
Σε κάθε περίπτωση, ο κ.Φίλης εκτιμά πως «ο χάρτης αναδιατάσσεται στην περιοχή (καθώς) έχουμε έναν άξονα στην περιοχή ο οποίος έχει διαμορφωθεί μεταξύ Σαουδικής Αραβίας, ΗΠΑ και Ισραήλ». Αυτός ο άξονας είναι που, κατά τον Διευθυντή Ερευνών του ΙΔΙΣ, τοποθετεί νέες παραμέτρους στις ισορροπίες της ευρύτερης περιοχής. «Με κυριότερο στόχο το Ιράν και την περιθωριοποίηση αυτού από τις περιφερειακές διεργασίες ή τον μετριασμό της επιρροής της Τεχεράνης στα περιφερειακά δρώμενα, έχουμε δύο πολέμους δια αντιπροσώπων που διεξάγονται μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας με την εμπλοκή μεγάλων δυνάμεων» εξηγεί ο κ.Φίλης αναφερόμενος στη Συρία, αλλά και στην Υεμένη.
«Τα πράγματα είναι πράγματι πολύ δύσκολα γιατί η απόφαση αυτή των ΗΠΑ στην πραγματικότητα επιβεβαιώνει την ταύτιση της τωρινής αμερικανικής ηγεσίας με το Ισραήλ σε μια περιοχή που είναι ιδιαίτερα ασταθής και όπου αρκεί μια σπίθα για να ανάψει αυτή τη πυριτιδαποθήκη» καταλήγει.
Οι νέες δυναμικές στην περιοχή και η τουρκική πλευρά
Ερωτηθείς ο κ. Φίλης για το κατά πόσο το σύνολο και το γεωγραφικό εύρος των γεγονότων επηρεάζει αρνητικά τις ισορροπίες στην περιοχή μας, απαντά πως η αποτίμηση έχει πολλαπλές αναλύσεις. «Δεν είναι ‘άσπρο-μαύρο’, εφόσον οι ΗΠΑ με την Τουρκία βρίσκονται πράγματι στο χειρότερο σημείο πολλών ετών, πιθανότητα και δεκαετιών, δεν μπορούμε να πούμε όμως πως αυτό αυτομάτως ότι αναβαθμίζει την Ελλάδα» εκτιμά, βεβαιώνει πως «όντως η Ουάσιγκτον αυτή τη στιγμή, όπως και οι Βρυξέλλες, φαίνεται να έχουν πολύ περιορισμένο αντίκτυπο στην τουρκική ηγεσία, μπορούν δηλαδή να επηρεάσουν πολύ λιγότερο από ότι στο παρελθόν» και εκτιμά πως μετά τις τουρκικές εκλογές «και εφόσον ο κ.Ερντογάν έχει επικρατήσει, το οποίο φαίνεται εξαιρετικά πιθανό», θα γίνουν κάποιες προσπάθειες να ανακάμψει η Τουρκία στο δυτικό στρατόπεδο, προσπάθειες που «θα κάνουν και οι δύο πλευρές».
Σε ότι αφορά δε τις αντιπαραθέσεις των τελευταίων 24ώρων ανάμεσα σε χώρες όπως το Ισραήλ και η Τουρκία, ο κ.Φίλης εκτιμά πως θα υπάρξουν σύντομα εξελίξεις που θα δείξουν την κατεύθυνση κάθε πλευράς. «Η Τουρκία δεν είναι ‘χαμένη’ από τη Δύση αυτή τη στιγμή» σημειώνει ο Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, «ο Ερντογάν ολοένα και συχνότερα αντιπαραβάλλει το Ισλάμ με τη Δύση, αντιπαραβάλλει την ηθική ανωτερότητα του Ισλάμ σε σχέση με τη ‘διεφθαρμένη Δύση’, μιλάει με πολύ αρνητικό πρόσημο για τους δυτικούς του εταίρους, κάτι που μπορεί να το κάνει για εσωτερικούς λόγους» καταλήγει ενώ αναλύει τη σημερινή κατάσταση στις σχέσεις Ευρώπη, ΗΠΑ και Τουρκίας.
«Η Τουρκία είναι δεδομένο ότι δεν μπορεί στο πρόσωπο της Ρωσίας, είτε του Ιράν, είτε οποιασδήποτε τρίτης δύναμης να βρει ένα αντικατάστατο της Δύσης, μπορεί να βρει ένα συμπλήρωμα, αλλά δεν μπορεί να βρει ένα υποκατάστατο. Ασφαλώς, θέλει να παίξει καλά το παιχνίδι ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, όμως το γεγονός ότι μετακινήθηκε και θεσμικά τόσο πολύ από τη Δύση, εκτιμώ πως της κοστίζει» καταλήγει ο ο κ. Φίλης που μολαταύτα συμφωνεί με τις αναλύσεις που δείχνουν πως για τη Δύση «η πολιτική του appeasement (σ.σ ‘κατευνασμού’ ) έχει φτάσει, αν δεν έχει υπερβεί, τα όρια της».