Η ηθογραφία ως είδος λογοτεχνικόν, άσκησε για δεκαετίες την επηρροή της στα νεοελληνικά γράμματα. Είναι εκείνο το είδος του γραπτού λόγου, το οποίον ασχολείται με την συν-διαμόρφωση των χαρακτήρων σε αλληλεπίδραση με το κοινωνικό, φυσικό, ηθικό περιβάλλον. Διαμέσω μιάς ηθογραφίας, παρακολουθεί καποιος την εξέλιξη ενός χαρακτήρα, σε μια προσπάθεια επεξήγησης σε δεύτερη ανάγνωση, της συμπεριφοράς, του αιτίου και του αιτιατού.
Το ζήτημα της διαμόρφωσης των πολλών εαυτών μας με απασχολεί έντονα το τελευταίο διάστημα. “Εδιζησάμην εμεωυτόν” - Ανεζήτησα τον εαυτόν μου, θα μας φωνάξει από το βάθος των αιώνων ο φωτεινός (κατά άλλους σκοτεινός μα δεν συμφωνεί ο υποφαινόμενος με τον χαρακτηρισμό αυτόν) φιλόσοφος Ηράκλειτος.
Και εδώ τίθεται η σειρά των ερωτημάτων τα οποία κρίνονται εύλογα. Ποιόν εαυτόν μπορεί κάποιος να αναζητήσει, όταν αυτός ο εαυτός διαμορφώνεται συνεχώς σε κάτι νέο. Όταν το χθές με τις εμπειρίες που φέρει αλλάζει σε παρόν, αυτό έχει επίδραση τρομερή κυρίως στον εσωτερικό μας κόσμο, άρα και οι εαυτοί μας βρίσκονται συνεχώς υπό διαμόρφωση σε μια προσπάθεια αέναης συνεχούς αναπροσαρμογής, με βάση τα έξωθεν ερεθίσματα, με κριτήριο αυτό το συνεχώς διαδραστικό παιχνίδι του εγώ με το περιβάλλον. Το όποιο περιβάλλον.
Πέρα απο τούτα τα εισαγωγικά σημειώματα και σκέψεις με αφορμή το κείμενο που αποτέλεσε την αφορμή ώστε να συνταχθεί το παρόν, την κλασσική πλέον για τα νεοελληνικά γράμματα “Φόνισσα” του κοσμοκαλόγερου ως τον εχαρακτήρισαν Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, θα πρέπει να γίνει μια ειδική αναφορά και στην εποχή του ώστε να μην μας ξενίσει απόλυτα ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, η “Φραγκογιαννού”. Ώστε να μην εκτραπεί εντός μας το πραγματικό νόημα που θέλησε να περάσει ο συγγραφέας.
Θεωρώ πάντα πως ένα πόνημα μιάς εποχής εντελώς διαφορετικής με το σήμερα, θα πρέπει να κρίνεται εφόσον εμείς μπορούμε να αναπλάσουμε όσο το δυνατόν την εποχή που εκείνο το πόνημα γράφτηκε. Η εποχή της “Φόνισσας”, είναι μια εποχή εξαιρετικά δυσμενής για το γυναικείο φύλο. Η γυναίκα και μάλιστα η γυναίκα η προερχόμενη απο την λαϊκή, εργατική, αγροτική τάξη, θεωρείται βάρος για την οικογένεια. Θεωρείται ευτελούς αξίας πλάσμα το οποίο θα πρέπει ο γονιός του να το προικίσει ώστε να μπορέσει να αποκατασταθεί. Μια προίκα και μάλιστα μια προίκα για το επίπεδο της ζωής της αγροτιάς εκείνης της εποχής, αποτελεί εξαιρετικό πρόβλημα για όλους όσους βαρύνονται με την ευθύνη αυτήν. Αυτό το έθιμο, αυτή η κοινωνική υποχρέωση – σύμβαση υποβαθμίζει τον ρόλο του θηλυκού μέλους της οικογένειας και καθιστά προβληματική την συνύπαρξη με τα άλλα μέλη της.
Το κλειδί στο μυθιστόρημα αυτό του Παπαδιαμάντη λοιπόν ένα “κατηγορώ” του τότε, είναι ο κοινωνικός ρόλος της γυναίκας στην οιαδήποτε μορφή της, είτε ως παιδί, είτε ως ώριμη, είτε ως γραία, η γυναίκα είναι ένα μεγάλο πρόβλημα για την οικογένεια. Κανείς δεν της αναγνωρίζει τα ανθρώπινα της δικαιώματα, θεωρείται ως αναπαραγωγική μηχανή και αν θα πρέπει και εκείνη να παντρευτεί κάποια στιγμή, αποτελεί μόνο και μόνο αυτή της η πράξη, γεννήτρα προβλημάτων. Ζεί εντελώς απαξιωμένη, μέσα στα σκοτάδια της αμαθείας, καταδικασμένη να μην βρεί ποτέ τον πραγματικό της ρόλο μέσα στην εκείνων των απόψεων, κοινωνία.
Ο κεντρικός χαρακτήρας – σύμβολο είναι η Φραγκογιαννού. Είναι το σύμβολο της καταπιεσμένης γυναίκας των αρχών του προτεραίου αιώνα, που νιώθει αυτή την καταπίεση ως τα κατάβαθα της ασχημάτιστης ψυχής της, της α-μόρφωτης, της εν περιθωρίω διαβιούσης γυναικός.
Και η Φραγκογιαννού αντιδρά. Αντιδρά αθέλητα με μια συμπεριφορά ενός κατά συρροήν δολοφόνου μικρών κοριτσιών όπου με βάση το προαναφερθέν σκεπτικό το οποίο ανέπτυξε ο υποφαινόμενος, είναι καταδικασμένα να ζήσουν και να μεγαλώσουν ως βάρος της κοινωνίας, ως βάρος κοινωνικό, οικονομικό και ηθικό ενίοτε. Η Φραγκογιαννού δεν έχει συναίσθηση των πράξεων της. Οχι, δεν αναφέρομαι στο “μη έχουσα σώας τα φρένας”. Αναφέρομαι σαφώς στο γεγονός πως τα κριτήρια τα δικά της, τα ιδωμένα απο την κοινωνική της θέση, την θέση μιάς καταραμένης απο του λίκνου εώς του τάφου αδιέξοδης ύπαρξης, είναι εντελώς άλλα απο αυτά του άλλου κόσμου. Ακόμα και απο του κόσμου της εποχής της που φαίνεται να έχει αποδεχθεί την μοίρα του.
Η Φραγκογιαννού, το σύμβολο της καταπίεσης των γυναικών των αγροτικών, εργατικών και γενικότερα λαϊκών τάξεων, σκοτώνει μεν εν πλήρη συνειδήσει, αλλά νιώθει οτι βοηθά, νιώθει οτι απαλάσσει τα θύματα της απο έναν δύσκολο βίο. Γίνεται εκείνη η ταπεινή, αγράμματη γυναίκα ο κριτής και ο δικαστής για την μοίρα ορισμένων πλασμάτων που τα καταδικάζει σε θάνατο φυσικό πριν η κοινωνία ολάκερη τα καταδικάσει σε θάνατο αργό και βασανιστικό μέσω της απαξίωσης, της φτώχειας και οτι άλλο φέρνει αυτή η κοινωνική ασθένεια.
Και έρχεται απο τα βάθη των αιώνων και πάλι το ουμανιστικού χαρακτήρα σαιξπηρικό ζήτημα. Να τεθεί εκ νέου.
Να ζει κανείς ή να μην ζει;
Μόνον που αυτή την φορά ο συγγραφέας δεν τοποθετεί την κεντρική του ηρωίδα στην θέση ενός Άμλετ, αλλά στην θέση μιάς αντιηρωίδας. Μιάς απόκληρης απο την στιγμή που είδε το φώς αυτού του κόσμου. Για την Φραγκογιαννού νιώθεις πλήθος αισθημάτων. Καταρχάς νιώθεις σοκαρισμένος, έπειτα νιώθεις εκνευρισμένος και αγανακτείς και στο τέλος όλα τούτα τα συναισθήματα ξεπλένονται μέσα στην κολυμβήθρα της λύπησης που μπορείς να νιώσεις για αυτό το πλάσμα θύτη μα και θύμα.
Φυσικά ότι κάνει η Φραγκογιαννού, αποτελεί πανανθρώπινο, διαχρονικό και διατοπικό όνειδος. Σκοτώνει εν πλήρη συνειδήσει παιδιά. Δεν είναι όμως ένας κατά συρροήν δολοφόνος υπό την σημερινή ένοια της παθολογίας και της εγκληματολογίας. Σκοτώνει με αιτία. Σκοτώνει πριν τα σκοτώσουν για μια ζωή. Σκέπτεται πως ο φυσικός θάνατος και η αγωνία του δεν διαρκούν παρά ελάχιστα λεπτά της ώρας, ενώ ο κοινωνικός θάνατος διαρκεί δεκαετίες.
Φυσικά τούτο δεν αποτελεί δικαιολογία αναφορικά με την απέχθεια των εγκλημάτων που διαπράττει. Νιώθει ένοχη. Τα βράχια και οι πέτρες την κυνηγούν. Η θάλασσα φωνάζει το όνομα της ως ένα υπερφυσικό στοιχειό που υψώνεται ενάντια στην ανθρώπινη βούληση. Που κρίνει με βάση τα ηθικά μέτρα και οχι τα ανθρώπινα. Η συνείδηση της την ελέγχει σφόδρα, γιατι στην ουσία της δεν είναι δολοφόνος. Μετασχηματίζεται σε δολοφόνο – σωτήρα.
Φυσικά ως πάντοτε ο υποφαινόμενος πράττει, δεν αποκαλύπτω το τέλος. Το τέλος της είναι λυτρωτικόν. Είναι λύτρωση απο μια ζωή που δεν μπορεί να διαχειριστεί. Μια ζωή που δεν πηγαίναι παραπέρα, παρακάτω. Μια ζωή που πνίγεται ολοένα και περισσότερο στα αδιέξοδα που είτε επιβάλλονται απο την μοίρα, είτε απο τις επιλογές του ανθρώπου, είτε απο το σχέδιον του Θεού το οποίον ενυπάρχει πάντοτε μέσα στην θρησκευτικότητα ενός Παπαδιαμάντη.
Δεν ξέρω αν μπορώ να συμπαθήσω ή να μισήσω την Φραγκογιαννού. Με αφήνει η μορφή της με ανάμεικτα συναισθήματα. Αυτό που ξέρω είναι πως δικαίως το παρόν μυθιστόρημα, αποτελεί ένα εκ των σημαντικότερων κειμένων της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας.
Αξίζει πραγματικά να το διαβάσετε.