«Σχεδιασμένοι για να αντιμετωπίσουν πολεμικά αεροσκάφη και πυραύλους του ΝΑΤΟ, οι πύραυλοι S-300 που έχει η Ελλάδα στην Κρήτη θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποτελέσουν σοβαρή απειλή για τα τουρκικά F-16 στο Αιγαίο», αναφέρει ο Πολ Ιντον σε άρθρο του στο Forbes
Ο αναλυτής του Forbes για στρατιωτικά και πολιτικά θέματα της Μέσης Ανατολής αρχικά επικαλείται τις δηλώσεις του Υπουργού Αμυνας Νίκου Παναγιωτόπουλου για το ενδεχόμενο αποστολής των S-300 από τη χώρα μας στην Ουκρανία.
«Στις αρχές Ιουνίου, ο Έλληνας υπουργός Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος ήταν ξεκάθαρος όταν τόνισε ότι η χώρα του δεν θα μεταφέρει στην Ουκρανία τα ρωσικά πυραυλικά συστήματα αεράμυνας S-300 μεγάλου βεληνεκούς που είναι αποθηκευμένα στο νησί της Κρήτης», αναφέρει ο Ιντον.
″Δεν θα παρέχουμε αντιαεροπορικούς πυραύλους από τα νησιά μας ή πυραύλους κατά πλοίων, όσο κι αν μας το ζητήσουν, γιατί αντιμετωπίζουμε πραγματική απειλή”, είπε.
«Ο ισχυρισμός του Παναγιωτόπουλου ότι η Ελλάδα χρειάζεται αυτά τα πυραυλικά συστήματα S-300PMU-1 στην Κρήτη είναι ενδιαφέρον. Άλλωστε, σε αντίθεση με την πρόσφατη αμφισβητούμενη απόκτηση της Τουρκίας των S-400 από τη Μόσχα και την προηγούμενη προμήθεια από την Ελλάδα ρωσικών συστημάτων μικρότερης εμβέλειας 9K33 Osa και Tor-M1, η Αθήνα δεν αναζήτησε αυτά τα S-300 για τον εαυτό της», συνεχίζει το άρθρο που εξιστορεί το χρονικό της απόκτησής τους.
«Ήταν η Κυπριακή Δημοκρατία που παρήγγειλε αρχικά αυτά τα συστήματα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990. Η μοιραία αγορά της Λευκωσίας πυροδότησε αμέσως μια κρίση με την Τουρκία, η οποία απείλησε να τους βομβαρδίσει σε ένα προληπτικό χτύπημα τη στιγμή που θα προσγειώνονταν στο διαιρεμένο νησί. Η Αθήνα συμφώνησε τελικά να πάρει η ίδια τα συστήματα για να εκτονώσει αυτή την κρίση και να αποτρέψει έναν πιθανό πόλεμο. Τα αποθήκευσε στην Κρήτη, όπου κάθονταν αχρησιμοποίητα για πάνω από μια δεκαετία».
Ο Ιντον σημειώνει πως «το 2013, η Ελλάδα τα έβγαλε από την αποθήκη και τα εκτόξευσε για πρώτη φορά σε στρατιωτική άσκηση. Η ισραηλινή Πολεμική Αεροπορία φέρεται να εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να εκπαιδευτεί ενάντια στο σύστημα, πιθανότατα ως προετοιμασία για μελλοντικές εμπλοκές εναντίον συριακών ή ιρανικών S-300».
Στην συνέχεια ο αναλυτής του Forbes βάζει το ερώτημα σχετικά με τα πιθανά σχέδια έκτακτης ανάγκης που έχουν οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, με αφορμή τις δηλώσεις Παναγιωτόπουλου, για να θέσουν αυτούς τους προηγμένους ρωσικούς πυραύλους σε λειτουργία.
«Η ”πραγματική απειλή” στην οποία αναφέρθηκε ο Παναγιωτόπουλος ήταν αναμφίβολα η Τουρκία. Οι εντάσεις είναι επί του παρόντος αρκετά υψηλές μεταξύ αυτών των δύο γειτόνων, αν και ο πόλεμος παραμένει απίθανος».
Το «γελοίο» σενάριο σύγκρουσης δύο Νατοϊκών δυνάμεων στο Αιγαίο
«Σχεδιασμένα για να αντιμετωπίσουν πολεμικά αεροσκάφη και πυραύλους του ΝΑΤΟ, οι S-300 της Ελλάδος θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποτελέσουν σοβαρή απειλή για τα τουρκικά F-16 σε μεγάλες περιοχές του Αιγαίου. Εάν η Ελλάδα ανέπτυσσε τους S-300 και είχε τα ισχυρά ραντάρ της να σαρώνουν ενεργά τον εναέριο χώρο του Αιγαίου για τα εισερχόμενα τουρκικά αεροσκάφη, αυτό αναμφίβολα θα αντιπροσώπευε μια μεγάλη κλιμάκωση των εντάσεων. Εάν η Τουρκία ανταποκρινόταν αναπτύσσοντας τους δικούς της S-400 στη δυτική της ακτή, θα βλέπαμε να εκτυλίσσεται ένα εντελώς γελοίο σενάριο στο οποίο δύο μέλη του ΝΑΤΟ θα στοχεύουν τους προηγμένους ρωσικούς πυραύλους ο ένας στα αμερικανικής κατασκευής μαχητικά αεροσκάφη του άλλου», τονίζει ο Ιντον με την υποσημείωση ότι «αυτό το ακραίο υποθετικό σενάριο, φυσικά, παραμένει εξαιρετικά απίθανο, ακόμα κι αν αυξηθούν οι εντάσεις και οι εικονικές αερομαχίες τους επόμενους μήνες στο Αιγαίο».
Εξάλλου ο Ιντον αναφέρεται στο άρθρο του στο ενδεχόμενο η χώρα μας να δεχτεί να στείλει στην Ουκρανία τους S-300 εάν λάβει προηγμένα οπλικά συστήματα ως αντάλλαγμα από τις ΗΠΑ ή άλλες χώρες του ΝΑΤΟ, αν και το θεωρεί απίθανο.
«Ο Παναγιωτόπουλος είπε επίσης ότι η Ελλάδα ”δεν πρόκειται να στείλει όπλα για τα οποία δεν έχουμε φροντίσει για την αντικατάστασή τους”. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι η Αθήνα θα ήταν ανοιχτή στη μεταφορά των S-300 της στην Ουκρανία με αντάλλαγμα νέα οπλικά συστήματα από τη Δύση και εγγυήσεις ασφαλείας, όπως έκανε η Σλοβακία με τους δικούς της S-300 τον Απρίλιο. Η Ελλάδα θα μπορούσε επίσης να είναι απρόθυμη να μεταφέρει όπλα από φόβο μήπως υποστεί άμεσα την οργή της Μόσχας, αν και αυτό είναι πολύ λιγότερο πιθανό», αναφέρει.
Στο τελευταίο σκέλος του άρθρου του, ο Πολ Ιντον φιλοξενεί δηλώσεις του Γιώργου Τζογόπουλου, ανώτερου συνεργάτης στο Centre International de Formation Européenn
«Μια σχετική ελληνοαμερικανική συμφωνία ανταλλαγής όπλων μπορεί να είναι θεωρητικά εφικτή, αλλά φαίνεται περίπλοκη όσον αφορά τους πυραύλους Patriot... Στο παρελθόν, η Τουρκία είχε ζητήσει από τις ΗΠΑ πυραύλους Patriot. Η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει επομένως να λάβει αποφάσεις που δεν θα προσθέσουν επιπλέον βάρος στην τεταμένη κατάσταση των σχέσεών της με την Τουρκία».
Ο Τζογόπουλος αμφιβάλλει ότι η Αθήνα είναι απρόθυμη να μεταφέρει τους S-300 στο Κίεβο για να αποφύγει την οργή της Μόσχας.
«Οι ελληνορωσικές σχέσεις έχουν φτάσει στο χειρότερο σημείο όλων των εποχών – και δεν υπάρχει ελπίδα για το τέλος της διμερούς κρίσης βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα», είπε. «Η ελληνική κυβέρνηση έχει λάβει μια ξεκάθαρη στρατηγική απόφαση να σταθεί στο πλευρό των ΗΠΑ - κάτι περισσότερο από μια απλή ευθυγράμμιση με τις πολιτικές της ΕΕ - και αναμένεται να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αυτό σημαίνει ότι είναι έτοιμη να στείλει περισσότερα όπλα στην Ουκρανία σε στενό συντονισμό με τις ΗΠΑ».
«Σε αυτό το πλαίσιο, το κύριο μέλημα της Ελλάδας δεν είναι η οργή της Ρωσίας, η οποία θεωρείται δεδομένη και δεν φαίνεται να εμποδίζει (την ελληνική κυβέρνηση) να στείλει νέα όπλα, αλλά ο αντίκτυπος των μελλοντικών της αποφάσεων στον στρατιωτικό συσχετισμό έναντι έναντι της Τουρκίας», πρόσθεσε.
Ο Τζογόπουλος δεν πιστεύει ότι η πιθανότητα ενός ελληνοτουρκικού πολέμου είναι υψηλή προς το παρόν. Παρά ταύτα, σημείωσε ότι «μπορεί να ξεσπάσουν συγκρούσεις ως συνέχεια μικροατυχημάτων, που δεν αποκλείονται στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο τους επόμενους μήνες».
«Η ελληνική κυβέρνηση παραμένει αισιόδοξη ότι η Ουάσιγκτον θα ενεργούσε προληπτικά για να αποτρέψει επικίνδυνα σενάρια, αλλά δεν κατάφερε να λάβει εγγυήσεις ασφαλείας από την Ουάσιγκτον προς αυτή την κατεύθυνση», είπε. «Η προεκλογική περίοδος τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία δεν ευνοεί την ηρεμία».
«Το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την προστασία της Νότιας Πτέρυγας του ΝΑΤΟ δημιουργεί κάποια αισιοδοξία», πρόσθεσε. «Ωστόσο, οι ΗΠΑ έχουν χάσει τον έλεγχο σε ορισμένες κρίσεις πρόσφατα (Συρία, Αφγανιστάν κ.λπ.) και στερούνται την ηγετική κυριαρχία των προηγούμενων δεκαετιών».
«Το πιο σημαντικό, είναι πολύ δύσκολο να προβλέψουμε πώς ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα ενεργήσει στην προσπάθεια του για επιτυχίες στην εξωτερική πολιτική (ή αντιληπτές επιτυχίες για το εσωτερικό κοινό) πυροδοτώντας την αμυντική απάντηση της Ελλάδας με κάθε δυνατό τρόπο».
Πηγή: Forbes