«... Δεν θα ξεχώριζα ένα στιγμιότυπο. Περισσότερο ένα συναίσθημα που νομίζω ότι μοιραστήκαμε με όλους τους καλλιτέχνες, το μοιράζονται εξάλλου οι περισσότεροι ηθοποιοί, σκηνοθέτες, αλλά και θεατές που παραμένουν πιστοί, δεκαετίες τώρα, στην αυλή του «Λεωνίδα». Εδώ, οι άνθρωποι του πολιτισμού έχουν καλύτερη καθημερινότητα, γιατί οι άνθρωποι της καθημερινότητας έχουν πολιτισμό. Είναι ένα από τα συστατικά του νεότερου συλλογικού μας μύθου, που αντέχει παρά την υποτίμησή του.,,»
Ο δημοσιογράφος Φώτης Απέργης, ο οποίος υπογράφει την επιμέλεια του εξαιρετικού λευκώματος «Η Κάλλας, ο Μινωτής, ο Κουν και τα μαγειρευτά της Κάκιας» (έκδοση των εκπαιδευτηρίων «Ελληνογερμανική Αγωγή»), που είναι αφιερωμένο σε 65 χρόνια ζωής των καλλιτεχνών στην Επίδαυρο, μέσα από ιστορίες που έμειναν αξέχαστες στην αυλή του «Λεωνίδα», μιλά στη HuffPost για τη χαρά και την περιπέτεια του εγχειρήματος.
Η έρευνα και η συγκέντρωση του υλικού, η γνωριμία και η σχέση με την οικογένεια του Λεωνίδα και της Κάκιας Λιακοπούλου που, όπως γράφει στο σημειώμα του, «εξήντα χρόνια τώρα με την ίδια θέρμη καλωσορίζει όλο τον κόσμο και ιδίως τον κόσμο του θεάτρου, που κρατά ζωντανή την ιστορία του αρχαίου δράματος στο θέατρο της Επιδαύρου», οι ανέκδοτες προσωπικές μαρτυρίες 26 καταξιωμένων ανθρώπων του θεάτρου και οι ιστορικές φωτογραφίες, η πιο συγκινητική στιγμή της διαδρομής, αλλά και το πιο αστείο περιστατικό, η ερμηνεία του για τη μοιραία, όπως έδειξε ο χρόνος, συνάντηση, δύο διαφορετικών κόσμων και κυρίως, το συγκριτικό πλεονέκτημα: Η κοινή διαπίστωση ότι «... οι Λιακόπουλοι ποτέ δεν ξιπάστηκαν με τους σπουδαίους και διάσημους πελάτες τους- πελάτες που δεν ήταν, μάλιστα, περιστασιακοί, αλλά πιστοί επί δεκαετίες».
- Πόσο χρόνο αφιερώσατε στο λεύκωμα, από την πρώτη ημέρα μέχρι την παράδοση του υλικού και ποια η μεγαλύτερη δυσκολία;
Ξεκίνησα την έρευνα πέρυσι τον Οκτώβριο και παρέδωσα κείμενα και φωτογραφίες τον Απρίλιο. Θα χρειαζόμουν περισσότερο χρόνο αν δεν είχα την πολύτιμη βοήθεια της οικογένειας Λιακόπουλου, καθώς και πολλών σημαντικών καλλιτεχνών που μου εμπιστεύτηκαν τις ιστορίες της ζωής τους στην Επίδαυρο. Κορυφαίοι θεατρικοί οργανισμοί και καθιερωμένοι φωτογράφοι επίσης μας τίμησαν με τη διάθεση του αρχείου τους.
Η «δυσκολία» που απόλαυσα ήταν η προσπάθεια να αντλήσω όσο το δυνατόν πιο πολλές ωραίες, άγνωστες ιστορίες από τα 65 χρόνια των Επιδαυρίων. Επειτα, να τις καταγράψω έτσι που να διατηρούν την αυθεντικότητά τους και να διασταυρώσω ονόματα, τίτλους και χρονολογίες. Στη συνέχεια, ο πρωταγωνιστικός ρόλος πέρασε σε μια από τις πιο καταξιωμένες σχεδιάστριες, τη Βάσω Αβραμοπούλου. Η καραντίνα μας εμπόδισε να συνεργαζόμαστε μπροστά στην οθόνη της.
Επί ένα μήνα ανταλλάσσαμε mail με τις συνεχείς βελτιώσεις. Εχω φυλάξει ως ενθύμιο 32 διαφορετικά pdf του λευκώματος. Όμως, ακόμα κι έτσι το χαρήκαμε. Καταλυτικό ρόλο έπαιξε ο γενικός διευθυντής της Ελληνογερμανικής Αγωγής, ο Σταύρος Σάββας, στον οποίο άλλωστε ανήκει η ιδέα και η παραγωγή της έκδοσης. Δε νομίζω ότι υπάρχει άλλος φυσικός που γνωρίζει τόσο καλά και την εκδοτική τέχνη!
-Παρά το γεγονός ότι οι μαρτυρίες προσφέρουν πλήθος ανεκδοτολογικών ιστοριών για τη ζωή των καλλιτεχνών, επί της ουσίας το λεύκωμα αφορά τις ημέρες τους στα Επιδαύρια σε συνάρτηση με την τοπική κοινότητα και επίκεντρο την αυλή - τοπόσημο του Λεωνίδα. Πώς άνθισε αυτή η σχέση που ξεκίνησε στη μεταπολεμική Ελλάδα, σε μία προφανώς συντηρητική κοινωνία της περιφέρειας; Ποια η ερμηνεία για τη μοιραία συνάντηση των δύο διαφορετικών αυτών κόσμων;
Προφανώς, το πρώτο και κύριο που έφερε κοντά τους καλλιτέχνες και τους Λυγουριώτες ήταν η ανάγκη. Οι πρώτοι χρειάζονταν κατάλυμα και φαγητό και οι δεύτεροι τους το παρείχαν με την οικονομική στήριξη κατ’ αρχήν του Εθνικού Θεάτρου. Όμως, ο Λεωνίδας και η Κάκια ποτέ δεν αρκέστηκαν σ’ αυτόν τον ρόλο. Η ευγένεια και η δοτικότητά τους τους ένωσαν με βαθείς δεσμούς με τον κόσμο του θεάτρου. Δεσμούς που παραμένουν άρρηκτοι με τους γιους και τα εγγόνια τους. Οι καιροί έχουν αλλάξει, όμως και πολλοί νεαροί Λυγουριώτες συνεχίζουν να πηγαίνουν στη γενική κάθε παράστασης. Οι γονείς και οι παππούδες τους τραγουδούσαν τις μελωδίες του Χατζιδάκι για τη «Λυσιστράτη» και διασκέδαζαν τις μακριές νύχτες του χειμώνα, παριστάνοντας ατάκες από το περασμένο καλοκαίρι. Ακόμα και τις φαλλικές αναφορές του Αριστοφάνη τις είχαν συνηθίσει από τα παραδοσιακά έθιμα της περιοχής. Κάτι απ’ όλ’ αυτά αντέχει και στην εποχή του instagram.
-Κάκια και Λεωνίδας. Πότε γνωριστήκατε; Η πιο έντονη ανάμνηση από εκείνους;
Τους γνώρισα στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ως νεαρός συντάκτης της «Ελευθεροτυπίας». Δεν έκανα τακτικά θεατρικό ρεπορτάζ, αλλ’ αυτό δεν είχε καμία σημασία. Οι Λιακόπουλοι ήταν το ίδιο ανοιχτοί και εγκάρδιοι με όλους. Θυμάμαι τον Λεωνίδα, όπως ακριβώς τον περιγράφει ο Διονύσης Φωτόπουλος: «Με αυτό το μυστηριώδες, σαρδόνιο χαμόγελό του, να επιτηρεί σχολιάζοντας μέσα του τα πάντα. Ήταν ο καλοσυνάτος κατάσκοπος του μαγαζιού». Όταν πλησίαζε στο τραπέζι για να προσφέρει με υπερηφάνεια ένα πιάτο με τις ελιές από τον ελαιώνα της οικογένειας, το βλέμμα του σε σκλάβωνε. Η Κάκια ήταν και παραμένει η κρυφή δύναμη του μαγαζιού. Αεικίνητη και γελαστή, παρ’ όλη την κούραση της κουζίνας. Ετοιμη πάντα να μοιραστεί ακόμα μια ωραία ιστορία. Μερικές από αυτές τις ιστορίες τις έχουμε ζήσει παρέα με τους γιους τους, τον Γιώργο, τον Νίκο και τη γυναίκα του τη Σοφία. Χαίρομαι που τα συναισθήματα μεταξύ μας διαρκούν και βαθαίνουν.
-Με ποια ιστορία από όσες αφηγήθηκε η Κάκια γελάσατε περισσότερο;
Σας τη διαβάζω από το βιβλίο: «Είχε πολύ κέφι ο Ανδρέας (Βουτσινάς). Μέχρι που υποκλίθηκε στους θεατές της “Ελένης” κρατώντας αγκαλιά το σκυλάκι του, τη Μίκα. Κάθε φορά γιόρταζε στο μαγαζί και τα γενέθλιά του -δεν ξέρω αν ήταν στ’ αλήθεια. Πάντως και κεράκια ανάβαμε και τα φώτα σβήναμε και το τραγούδι λέγαμε μαζί με τις ευχές, καθώς εκείνος γελούσε με το σκυλάκι του μονίμως αγκαλιά. Ήταν χαρούμενος άνθρωπος. Μια φορά μόνο, καθώς ο Λεωνίδας τον σέρβιρε, δεν είδε τη Μίκα που είχε λουφάξει δίπλα στο πόδι του τραπεζιού και την πάτησε. Έσκουξε το σκυλί, πετάχτηκε πάνω νευριασμένος ο Βουτσινάς, είδε κι έπαθε ο Λεωνίδας να τον πείσει ότι δεν το έκανε επίτηδες. Το ταΐζαμε μια βδομάδα κεφτεδάκια, για να εξιλεωθεί. Μια βδομάδα κεφτεδάκια!»
-Με ποιά ιστορία αιφνιδιαστήκατε;
Θα ΄λεγα μάλλον ότι μαγεύτηκα- όχι μόνο από την ιστορία, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο μου την αφηγήθηκε η πρωταγωνίστριά της, η Αμαλία Μουτούση: Στην πρεμιέρα της πρώτης «Αντιγόνης» του Λευτέρη Βογιατζή, η σπουδαία αυτή ηθοποιός ένιωσε ότι αδυνατεί να αποδώσει τον κομμό στον ρυθμό που είχε επιλέξει ο Σπύρος Σακκάς. Τη δυσκόλευε πολύ σωματικά και αναπνευστικά. Ο Βογιατζής, που υποδυόταν τον Κρέοντα, την παρακολουθούσε και αυτό αύξανε το άγχος της. Δεν μπορούσε πια να ανασάνει: «Ξάφνου», μού αφηγήθηκε, «σταμάτησα τον κομμό. Ένιωθα ότι είχα αποκοπεί από τους ανθρώπους στους οποίους έπρεπε να μεταδώσω τον λόγο και ήθελα να μοιραστώ την ενέργειά τους. Έφυγα από τη θέση μου, σχεδόν βγήκα από τη σκηνή και πλησίασα τους θεατές. Μόλις έφτασα πολύ κοντά τους, ξάπλωσα και έμεινα ανάσκελα δύο, ίσως τρία λεπτά, έναν αιώνα.
Ένιωσα ένα “παραξένισμα” ανάμεσά τους, αλλά νομίζω ότι αυτό λειτούργησε θετικά, ώστε να μοιραστούν κάτι που έγινε και για κείνους πολύ πραγματικό. Μετά σηκώθηκα και συνέχισα τον ρόλο – δεν ξέρω πώς ξαναβρήκαμε τη μουσική συνέχεια. Επιστρέφοντας μάλιστα στη θέση μου συνάντησα ξανά το βλέμμα του Λευτέρη: δεν είχε αναστατωθεί, αντίθετα τον γλύκανε αυτό που συνέβη».
-Η πιο συγκινητική στιγμή αυτής της διαδρομής;
Δεν θα ξεχώριζα ένα στιγμιότυπο. Περισσότερο ένα συναίσθημα που νομίζω ότι μοιραστήκαμε με όλους τους καλλιτέχνες, το μοιράζονται εξάλλου οι περισσότεροι ηθοποιοί, σκηνοθέτες, αλλά και θεατές που παραμένουν πιστοί, δεκαετίες τώρα, στην αυλή του «Λεωνίδα». Εδώ, οι άνθρωποι του πολιτισμού έχουν καλύτερη καθημερινότητα, γιατί οι άνθρωποι της καθημερινότητας έχουν πολιτισμό. Είναι ένα από τα συστατικά του νεότερου συλλογικού μας μύθου, που αντέχει παρά την υποτίμησή του.
-Υπάρχει ένα στοιχείο κοινό στις μαρτυρίες. Μιλώντας για την ταβέρνα του Λεωνίδα, όλοι ανεξαιρέτως, κάνουν λόγο για επιστροφή σε μία αγκαλιά, σε έναν τόπο δικό τους, για μια «Ιθάκη», για τους «οικοδεσπότες της Επιδαύρου», αποκαλώντας τους «οικογένεια». Ο Γιώργος Κιμούλης λέει χαρακτηριστικά «… οι Λιακόπουλοι δεν μας έχουν διεκδικήσει ποτέ για τον εαυτό τους. Ήταν και είναι πάντα δοτικοί, αλλά και ακραία διακριτικοί. Παρόντες χωρίς ίχνος κτητικότητας…».
Έχει πολύ δίκιο ο Γιώργος Κιμούλης… Όντως, οι Λιακόπουλοι ποτέ δεν ξιπάστηκαν με τους σπουδαίους και διάσημους πελάτες τους- πελάτες που δεν ήταν, μάλιστα, περιστασιακοί, αλλά πιστοί επί δεκαετίες. Ποτέ δεν τους ζήτησαν κάτι, δεν τους φορτώθηκαν, δεν πρόδωσαν την εμπιστοσύνη τους. Και αυτό το εκτιμά ο κόσμος του θεάτρου. Όπως λέει η Μανουέλλα Παυλίδου, «ελάχιστοι άνθρωποι θα παρέμεναν το ίδιο γνήσιοι και ανόθευτοι, αν είχαν πελάτες όλους αυτούς τους σημαντικούς καλλιτέχνες επί 60 χρόνια. Γιατί ελάχιστοι άνθρωποι έχουν το δικό τους ήθος».
-Αν σας ζητούσα να επιλέξετε ένα τραγούδι για την ιστορία της αυλής του Λεωνίδα, ένα «σάουντρακ», ποιο θα ήταν αυτό; (ενδεχομένως και δύο τραγούδια, ένα για την πρώτη περίοδο και ένα δεύτερο, για τα χρόνια από το ’80 και μετά).
Από την πρώτη περίοδο θα διάλεγα ένα από τα γλυκύτατα, ευφρόσυνα τραγούδια του Χατζιδάκι για τους «Ορνιθες» του Καρόλου Κουν, που πρωτοπαίχτηκαν, βέβαια, το 1959 στο Ηρώδειο, όμως υπήρξαν και η πρώτη παράσταση που παρουσίασε το Θέατρο Τέχνης το 1975 με την είσοδό του στην Επίδαυρο. Οσο για τα χρόνια μετά το ’80, θα ξεκινούσα με τη μουσική του Νίκου Ξυδάκη για την «Ηλέκτρα» του Κώστα Τσιάνου με τη Λυδία Κονιόρδου. Εχουν, άλλωστε, κάτι κοινό οι δυο επιλογές: Ανακαλούν τη λαϊκή κληρονομιά με τρόπο που υπήρξε πολύ δημιουργικός και, για την εποχή τους, τολμηρός. Χάρη σε μουσικές σαν αυτές, το παρελθόν απέκτησε μέλλον.
«... Πρώτοι κατέφθαναν τον Μάιο οι τεχνικοί, γιατί τα σκηνικά τα έφτιαχναν τότε στο θέατρο. Ξεκινούσαν το μαστόρεμα ξημέρωμα, να μην τους προλάβει ο ήλιος. Κι έπειτα, από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο, έρχονταν και οι ηθοποιοί. Το Εθνικό δεν είχε υπολογίσει πόσο μεγάλη επιτυχία θα είχαν οι παραστάσεις από τη δεύτερη κιόλας χρονιά. Όμως διψούσε ο κόσμος για θέατρο. Στεκόμασταν στην άκρη του δρόμου και χαζεύαμε πλήθος τα αυτοκίνητα το 1955 για την Παξινού στην ‘Εκάβη’ και τον επόμενο χρόνο για την Άννα Συνοδινού στην ‘Αντιγόνη‘. Είκοσι χιλιάδες άνθρωποι είχαν έρθει για να δουν τη Συνοδινού. Μέχρι στα πεύκα είχαν σκαρφαλώσει. Οι χωροφύλακες κρατούνταν σφιχτά χέρι - χέρι για να μη σπάσει ο κόσμος τον κλοιό τους και ξεχυθεί μέσα στ’ αλώνι. Δεν είχε μείνει θέση ούτε για τους επισήμους και όταν ήρθαν καθυστερημένοι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, τους έβαλαν όπως-όπως δύο καρέκλες να καθίσουν μπροστά, εκεί ακριβώς όπου έπαιζαν οι ηθοποιοί.
Ο Καραμανλής ήταν εκείνος που, το 1961, έδωσε εντολή και ήρθε το ρεύμα μέσα σε μία εβδομάδα. Όμως όχι για την Παξινού ή για τον Αλέξη Μινωτή, που ήταν οι πιο σπουδαίοι του θεάτρου, οι βασιλείς του Εθνικού, αλλά για τη Μαρία Κάλλας, που θα έπαιζε τη ‘Μήδεια’. Μαζί της ήταν βέβαια, και ο Μινωτής αλλά σαν σκηνοθέτης...»
(Απόσπασμα από την αφήγηση της Κάκιας Λιακοπούλου, που έχει τίτλο «Στην κουζίνα με την Παξινού»).