Ως εξαιρετικά χρήσιμες αξιολογούνται οι εμπειρίες και τα μαθήματα από τη δράση των ελληνικών φρεγατών «Ψαρά» και «Ύδρα» στο πλαίσιο της επιχείρησης «Ασπίδες» στην Ερυθρά Θάλασσα και τον Κόλπο του Άντεν, ειδικά μετά την πρόσφατη εμπλοκή της φρεγάτας «Ψαρά», με επιτυχή ενεργοποίηση του εγχώριας παραγωγής συστήματος anti-drone για εξουδετέρωση απειλητικού drone.
Υπενθυμίζεται πως τα ξημερώματα της Κυριακής η ελληνική φρεγάτα απέτρεψε επίθεση από 4 drones κατά εμπορικού πλοίου στον Κόλπο του Άντεν, χρησιμοποιώντας τόσο το σύστημα anti-drone της ΕΑΒ όσο και το πυροβόλο της, με αποτέλεσμα την κατάρριψη των δύο και την απομάκρυνση των άλλων τεσσάρων. H αναχαίτιση έγινε με σε συνεργασία με το ολλανδικό πολεμικό «Karel Doorman», που όπως ανακοινώθηκε από το ολλανδικό ναυτικό, ενημέρωσε αρχικά για την απειλή, στα ανοιχτά της Σομαλίας. Σημειώνεται πως κατά τη διάρκεια της επίθεσης στο ελληνικό πολεμικό επέβαιναν τρεις Ολλανδοί αξιωματικοί, μεταξύ των οποίων και ο εν πλω διοικητής της επιχείρησης «Ασπίδες» αυτή την περίοδο.
Τι drones χρησιμοποιήθηκαν
Το συγκεκριμένο περιστατικό έδειξε, σε πρώτη φάση, πως η απειλή των υποστηριζόμενων από το Ιράν Χούθι της Υεμένης προς τα πλοία που κινούνται στην περιοχή παραμένει υπαρκτή, και ότι η παρουσία των πολεμικών πλοίων χωρών της ΕΕ για την προστασία της ναυσιπλοΐας είναι απαραίτητη. Ως προς τα μέσα που χρησιμοποιούν, εξακολουθεί να γίνεται ευρεία χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών, καθώς και αντιπλοϊκών πυραύλων cruise και βαλλιστικών πυραύλων, καθώς και μη επανδρωμένων σκαφών επιφανείας- με πρόσφατο μάλιστα περιστατικό κατά το οποίο το μη επανδρωμένο είχε πάνω του κούκλες ώστε να περάσει για ψαράδικο.
Οι Χούθι χρησιμοποιούν τα drones τους τόσο για αναγνώριση (θεωρείται ότι υπάρχει επίσης ροή πληροφοριών και από ιρανικά πλοία που κινούνται στην περιοχή) όσο και για επιθέσεις, αξιοποιώντας στο έπακρο τη δυνατότητα για πρόκληση ζημιάς με περιορισμένο κόστος/ πόρους για τους ίδιους (υπενθυμίζεται ότι, σε περίπτωση χρήσης πυραύλων εναντίον τους, ο αντιαεροπορικός πύραυλος που εξαπολύεται κατά κανόνα κοστίζει πολύ περισσότερο από το ίδιο το drone).
Όσον αφορά στη συγκεκριμένη επίθεση, από τις εικόνες που δόθηκαν στη δημοσιότητα από το ολλανδικό ναυτικό, όπου απεικονίζεται η κατάρριψη ενός εκ των drones από το ελληνικό πολεμικό πλοίο, το εν λόγω μη επανδρωμένο φαίνεται να είναι μια παραλλαγή του ιρανικού Samad. To συγκεκριμένο αεροσκάφος έχει επιδειχθεί στο παρελθόν από τους ίδιους τους Χούθι ως μέρος του οπλοστασίου τους.
Το drone που καταρρίφθηκε δεν φαίνεται να έφερε όπλα προς εκτόξευση, ωστόσο το Samad είναι ικανό να φέρει βλήματα κάτω από τα φτερά του, κάτι που το κατατάσσει στην κατηγορία των UCAV (unmanned combat aerial vehicle- οπλισμένο drone) - για την ακρίβεια, θεωρείται ότι το Samad ήταν το πρώτο UCAV που τέθηκε σε υπηρεσία με τους Χούθι. Στο βίντεο φαίνεται να πραγματοποιεί απότομες κινήσεις πάνω από τα κύματα, οι οποίες μπορεί να οφείλονται σε παρεμβολές από το σύστημα anti-drone ή άλλα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου, ή να είναι ελιγμοί αποφυγής από πλευράς του.
Tο συγκεκριμένο drone είναι πολύ «κοντινό» στο ιρανικό Sayad. Οι Χούθι ισχυρίζονται ότι έχει εμβέλεια 1.800 χλμ και μπορεί να μεταφέρει φορτίο 20-50 κιλών. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως drone αυτοκτονίας- ενώ το προαναφερθέν ιρανικό Sayad μπορεί να τροποποιηθεί και για σκοπούς παρατήρησης/ αναγνώρισης. Αξίζει να σημειωθεί πως στο οπλοστάσιο των Χούθι συναντάται και το Waid 2, drone αυτοκτονίας το οποίο επί της ουσίας είναι το γνωστό πλέον ιρανικό Shahed-136, που έχει δει ευρεία χρήση από τις ρωσικές δυνάμεις στην εισβολή στην Ουκρανία, καθώς και το παρεμφερές Waid 1 (Shahed 131).
Άμυνα με ορθή χρήση όπλων και μέσων
Ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα όσον αφορά στην αντιμετώπιση της απειλής των drones, όπως προαναφέρθηκε, είναι το «οικονομικά ασύμφορο» της αντιμετώπισής τους - ειδικά λαμβάνοντας υπόψιν, για την ελληνική περίπτωση, της έμφασης που έχει δώσει η Τουρκία στον κλάδο των μη επανδρωμένων αεροσκαφών.
Σε αυτό το πλαίσιο, με βάση τα ως τώρα περιστατικά στα οποία έδρασαν τόσο η φρεγάτα «Ψαρά» όσο και η φρεγάτα «Ύδρα», φαίνεται πως επιδιώκεται η ορθή/«οικονομική» αντιμετώπιση των χαμηλού κόστους απειλών, τόσο με πυροβόλο όσο και με anti-drone σύστημα για «soft kill» μέσω παρεμβολών/ηλεκτρονικού πολέμου (δηλαδή χωρίς χρήση όπλων) - προφανώς στον βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δυνατό, λαμβάνοντας υπόψιν τους κανόνες εμπλοκής και την ασφάλεια του σκάφους.
Αυτό που κάνει ένα σύστημα τέτοιου τύπου, όπως αυτό της ΕΑΒ που χρησιμοποίησε η φρεγάτα «Ψαρά», είναι να κόβει την επικοινωνία του drone με τη βάση, ώστε αυτό να μείνει ακυβέρνητο και να συντριβεί. Η αντιμετώπιση drones με τέτοια συστήματα είναι ιδιαίτερα σημαντικό κεφάλαιο του σύγχρονου πολέμου, καθώς, αφ‘ενός εξουδετέρωση drones χωρίς χρήση πυραύλων σημαίνει ότι οι πύραυλοι αυτοί θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε σοβαρότερες απειλές, αφ’ετέρου η διακοπή της επικοινωνίας μέσω παρεμβολών με το κέντρο ελέγχου τους μπορεί να σημαίνει πως ένα UCAV δεν θα είναι σε θέση να εξαπολύσει αποτελεσματικά τα όπλα του ή ότι ένα περιφερόμενο πυρομαχικό/ drone αυτοκτονίας θα δυσκολεύεται να βρει τον δρόμο του προς τον στόχο πάνω στον οποίο προορίζεται να πέσει.
Κάτι επίσης που πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν είναι πως, με βάση τα προαναφερθέντα στοιχεία, τα drones που συμμετείχαν στο περιστατικό της Κυριακής φαίνονται να εντάσσονταν στην ευρύτερη κατηγορία των UCAV (τουλάχιστον ένα) - στην οποία ανήκουν και τουρκικά drones όπως το ευρέως γνωστό πλέον Bayraktar TB2 και άλλα «συγγενικά» του.
Ανεξαρτήτως των τεχνικών διαφορών μεταξύ των ιρανικής «καταγωγής» drones των Χούθι και των τουρκικών αεροσκαφών, ή των διαφορετικών επιχειρησιακών συνθηκών (οι αριθμοί των drones που χρησιμοποιούνται από τους Χούθι στις επιθέσεις είναι μικροί και απέχουν από αυτούς που μπορεί να παρατηρούνταν σε περιπτώσεις επιθέσεων κορεσμού στο ενδεχόμενο μιας ναυτικής σύγκρουσης υψηλής έντασης- κατά την οποία, ωστόσο, θα ήταν ακόμα πιο σημαντική η εξοικονόμηση του αποθέματος πυραύλων ενός πολεμικού), κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντική η απόκτηση εμπειρίας «επί του πεδίου» ως προς την ορθή χρήση μέσων για την αντιμετώπιση απειλών τέτοιου είδους, όπως και η επιβεβαίωση πως είναι δυνατή η αντιμετώπιση drones με τη χρήση χαμηλού σχετικά κόστους anti-drone συστημάτων εγχώριας προέλευσης.
Κοινώς, υπάρχουν διαφορές μεταξύ των drones των Χούθι και των τουρκικών drones, αλλά εκτιμάται πως δεν είναι τόσες πολλές ώστε να διαφέρουν οι βασικές αρχές αντιμετώπισής τους - και ένα σύστημα που φάνηκε αποτελεσματικό στη μία περίπτωση, πιθανότατα θα είναι σε γενικές γραμμές αποτελεσματικό και στην άλλη. Αξίζει να σημειωθεί πως, σύμφωνα με πληροφορίες, το σύστημα anti-drone της ελληνικής φρεγάτας ήταν σε θέση να εντοπίσει τα εχθρικά drones σε αρκετά μεγάλη απόσταση ενώ, όπως τονίζουν στρατιωτικές πηγές, τα μη επανδρωμένα δεν ήταν σε θέση να πλησιάσουν πραγματικά το ελληνικό σκάφος.
Συνοψίζοντας, οι εμπειρίες αυτές ανοίγουν τον δρόμο για περαιτέρω εγχώρια εξέλιξη/ανάπτυξη αντίστοιχων συστημάτων ως επιπλέον γραμμής άμυνας απέναντι σε απειλές τέτοιου είδους για τον ελληνικό στόλο, τα οποία θα μπορούσαν να εξοπλίσουν περισσότερες μονάδες του ΠΝ - ακόμα και παλαιότερα σκάφη, τα οποία χρήζουν οποιασδήποτε δυνατής ενίσχυσης. Σε αυτό το πλαίσιο, στρατιωτικές πηγές τονίζουν ότι οποιοδήποτε σκάφος αποσταλεί στην περιοχή μετά την «Ψαρά» θα έχει αντίστοιχη προετοιμασία/εφοδιασμό με ανάλογα συστήματα. Και υπογραμμίζεται πως δεν θα αποκλειόταν και η αποστολή κάποιας φρεγάτας από τις παλαιότερες μονάδες του ΠΝ, κλάσης «S».
Υπενθυμίζεται πως όπως είχε αναφέρει η HuffPost Greece προ μηνών, η εμπειρία από τη δράση της φρεγάτας «Ύδρα» δρομολογούσε και τον εφοδιασμό και άλλων μονάδων του στόλου με αντίστοιχα μέσα, καθώς το κόστος αξιολογείται ως σχετικά μικρό, ενώ τα πράγματα αναμένεται να είναι πιο εύκολα τώρα που υπάρχει σχετική εμπειρία και τεχνογνωσία.
Σε κάθε περίπτωση, βεβαίως, αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να εκλαμβάνεται ή να παρουσιάζεται ως «εκσυγχρονισμός», αλλά περισσότερο ως μια απαραίτητη, στοιχειώδης ενίσχυση των μονάδων του στόλου, σε μία περίοδο κατά την οποία εκκρεμούν τα φλέγοντα ζητήματα του εκσυγχρονισμού των τεσσάρων ΜΕΚΟ 200ΗΝ και γενικότερα της αντικατάστασης των «S» που αποτελούν τον «κορμό» του στόλου- οι οποίες, ακόμα και αν παραμένουν πολεμικά πλοία ικανά για επιχειρήσεις, χάρη στις προσπάθειες του προσωπικού του ΠΝ, δεν παύουν να είναι ιδιαίτερα μεγάλης ηλικίας σκάφη.