Ένα κείμενο για την σχέση των γεννημένων σε ορεινά χωριά πριν το 1970, με τον τόπο καταγωγής τους[1]. Για όσους διασχίσανε πολλούς αιώνες σε λίγες δεκαετίες και βρίσκονται σήμερα μετέωροι. Ανάλογες καταστάσεις υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα σε ορεινά χωριά που χαρακτηρίζονται από πολύ περιορισμένες παραγωγικές δραστηριότητες. Υπάρχει άραγε κάποια προοπτική για αυτά τα χωριά και τον πολιτισμό τους;
Όταν ένας θείος μου ρώτησε μια γιαγιά στο χωριό: «τι έγινε με τον μπάρμπα Λόλο; Τι είπε ο γιατρός;» Η γιαγιά προφανώς επηρεασμένη από το επίσημο ύφος του γιατρού λίγο πριν, απάντησε κάπως πιο επίσημα απ’ ότι συνήθως αντικαθιστώντας το σύμφωνο «τσ» με το «κ»: «Πεκιέτα στην κιουλιά και νάναι ακυνήγητος» ενώ θα ήταν φυσικό να πει: «Πετσιέτα στην τσουλιά τσιε νάναι ατσίνητος». Αυτή η προσπάθεια να είμαστε επίσημοι και ψευδείς - έξω από την πραγματική προσωπικότητά μας - φτάνει στις μέρες μας έως την επιτηδευμένη αγγλική προφορά της Ντόρας Μπακογιάννη ή του Αλέξη Κωστάλα, όταν διαφημίζει τις παραστάσεις ξένων μπαλέτων στο Ηρώδειο.
Έξι γενιές μετά από τους προγόνους μας που πολέμησαν το 1821, για να ζούμε σήμερα σε ένα ελληνικό κράτος, ήταν αρκετές για να ισοπεδωθεί, όχι μόνο η τοπική προφορά, αλλά και ο πολιτισμός που πήγαινε στο βάθος των αιώνων. Ένας πολιτισμός που σβήνει τώρα μαζί μας, καθώς είμαστε οι τελευταίοι μιας μακραίωνης αλυσίδας· οι τελευταίοι κυριολεκτικά που μάθαμε ή απλά ακούσαμε τα δημοτικά τραγούδια «της τάβλας» από στόμα σε στόμα. Στην θέση του πολιτισμού, την ενότητα του ύφους σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του λαού, ήρθε η κουλτούρα, η καλλιέργεια[2] δηλαδή ξένων προτύπων. Πέσαμε κι εμείς, όπως έγραφε ο Νίτσε για την Γερμανία 140 χρόνια πριν, «στην κατάσταση ενός λαού, ο οποίος έχει χάσει την πίστη στο παρελθόν του και έχει παραδοθεί σε μια πυρετώδη κοσμοπολίτικη επιλογή». Το αντίθετο αυτής της κατάστασης ορίζεται από τον Νίτσε ως «το ευχάριστο αίσθημα που το δένδρο αντλεί από τις ρίζες του, η ευτυχία που νιώθουμε, όταν ξέρουμε πως δεν έχουμε γεννηθεί εντελώς αυθαίρετα και τυχαία, αλλά έχουμε βγει και αναπτυχθεί μέσα από ένα παρελθόν ως κληρονόμος, ανθός και καρπός του»[3].
Μια κατάσταση συνειδητής ή ασυνείδητης, αλλά πάντως έντονης εμπλοκής στην παραπάνω αντίθεση καθορίζει το αίσθημα των προηγούμενων γενεών που γεννήθηκαν σε χωριά και αναγκάστηκαν ή επέλεξαν να ζήσουν σε πόλεις στην συνέχεια. Αφορά κυρίως όσους γεννήθηκαν και έζησαν τα δέκα τουλάχιστον πρώτα χρόνια της ζωής τους σε χωριά, όταν η προφορική παράδοση και η ενότητα της κοινότητας ήταν τα καθοριστικά στοιχεία για την διαμόρφωσή τους. Με άλλα λόγια, αφορά όσους γεννήθηκαν πριν την εισβολή της τηλεόρασης, που πήρε την θέση του μεταβιβαστή προτύπων και φυσικά πολύ πριν την ισοπεδωτική εισβολή του διαδικτύου. Μπορούμε να τοποθετήσουμε αυτήν την περίοδο γύρω στο 1970 με ένα εύρος πέντε χρόνων πριν ή μετά, ανάλογα με την περιοχή. Έκτοτε οι αλλαγές στην Ελλάδα ήταν καθολικές προς τον νέο μαζικό καταναλωτικό πολιτισμό.
Όλοι όσοι γεννηθήκαμε πριν το 1965 και ζήσαμε τα πρώτα δέκα τουλάχιστον χρόνια μας σε χωριό, μοιάζουμε με τον Τζέμι Μπάτον, τον ιθαγενή από την Γη του Πυρός (της φυλής Φουέγγα) που δελεάστηκε[4] με ένα μαργαριταρένιο κουμπί (εξ ου και το όνομα που του έδωσαν) για να τον πάρει μαζί του ο καπετάνιος του περίφημου πλοίου Beagle[5] στο Λονδίνο το 1830.
Εκεί του φορέσανε φράκο και του μάθανε αγγλικά. Όταν ο Τζέμι Μπάτον γύρισε πίσω με το επόμενο ταξίδι του Beagle, έβγαλε το φράκο και επέστρεψε στην παλιά ζωή του, χωρίς όμως να προσαρμοστεί απόλυτα. Χαρακτηριζόταν πλέον από ιδιόρρυθμη συμπεριφορά, όπως μαρτυρούν μερικές σπασμωδικές και επιθετικές αντιδράσεις του, που περιλάμβαναν και βίαιες επιθέσεις σε ξένους εξερευνητές και ιεραποστόλους. Ο Τζέμι Μπάτον παρέμεινε ένας Φουέγγα, απροσάρμοστος όμως και επιθετικός, με θυμό και θαυμασμό ταυτόχρονα για τον Αγγλικό πολιτισμό.
Κάπως έτσι, μετέωροι ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς, είμαστε όσοι είχαμε την τύχη να τραγουδήσουμε με τον παππού μας δημοτικά ή να ζήσουμε στο λιτό, ασκητικό σχεδόν, βίο του ορεινού χωριού και να βιώσουμε το αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινότητα. Ο πολιτισμός αυτός είναι μέσα μας, άλλοτε ζωντανός και άλλοτε σαν ένας μακρινός απόηχος. Καθώς βρεθήκαμε στην συνέχεια στις πόλεις· καθώς τα χωριά σχεδόν ερήμωσαν και οι ζωντανές κοινότητες των ανθρώπων διαλύθηκαν, είμαστε οι τελευταίοι φορείς μιας παράδοσης που δεν είναι μόνο η μουσική και ο χορός, αλλά μια στάση ζωής και ένας τρόπος θέασης του κόσμου.
Πολλοί, όταν έφτασαν στην πόλη, βρέθηκαν υπό πίεση να απαρνηθούν τον τρόπο ομιλίας, τα τραγούδια, την ιστορία τους. Η υπεροψία στις πόλεις, ειδικά στην Αθήνα, τους έκανε να ντρέπονται για την καταγωγή τους και να καταβάλουν προσπάθεια να φαίνονται ακόμα περισσότερο «πρωτευουσιάνοι» και να το επιδεικνύουν αυτό, με πομπώδη καμιά φορά τρόπο, όταν έρχονταν στο χωριό. Μετατρέπανε δηλαδή το αρχικό αίσθημα μειονεξίας που νιώθανε στην πόλη, σε αίσθημα υπεροχής όταν γυρνάγανε στο χωριό. Μια ανάλογη κατάσταση συνέβαινε στην χώρα μετά την απελευθέρωση, όταν κάποιοι άρχισαν να φοράνε «φράγκικα». Τότε όμως οι παλιοί ήταν περήφανοι και εξακολουθούσαν να φοράνε την φουστανέλα με καμάρι. Γι’ αυτό και υπήρχαν ακόμα άνθρωποι που την φορούσαν το 1950. Το 1970 όμως το αίσθημα μειονεξίας είχε επιβληθεί σε όλους τους προερχόμενους από χωριά και ξεπερνιότανε κυρίως με την επίδειξη καταναλωτικών αγαθών όπως για παράδειγμα μια καινούργια «κούρσα» που έμπαινε στο χωριό κορνάροντας. Η συνεκτικότητα της παλιάς κοινότητας ισοπεδώθηκε ακόμα πιο γρήγορα κατά την δεκαετία του ´80 με την ευρεία διάδοση του καταναλωτισμού.
Βλέπει λοιπόν κανείς πολλούς να αντιμετωπίζουν αφ’ υψηλού και σαν «χωριάτες» τους πρώην συγχωριανούς τους. Μιλάνε συγκαταβατικά αλλά με αίσθηση υπεροχής κι ας είναι φανερό ότι περιφέρουν την κενότητά τους. Αυτή η στάση γίνεται αντιληπτή ως κενοδοξία. Χαρακτηριστική η απάντηση του μπάρμπα-Αποστόλη όταν κάποιος τον ρώτησε «Πώς με βλέπεις μπάρμπα;» «Τι να σου πω Μητσιάκο; Μοσχάρι έφυγες, βόιδι γύρισες».
Σήμερα τα ορεινά χωριά έχουν καταρρεύσει από μόνιμο πληθυσμό. Πρωτογενής παραγωγή δεν υπάρχει. Η γεωργία σε πεζούλες, όπου μόνο το αλέτρι με υποζύγιο μπορούσε να οργώσει, έχει σταματήσει. Παραμένει λίγη εκτατική κτηνοτροφία, συχνά μετακινούμενη, λίγη μελισσοκομία και ίσως υλοτομία. Σε άλλα χωριά όπου οι οικογένειες παρέμεναν γιατί ήταν μαστοροχώρια με περιπλανώμενους οικοδόμους και παρεμφερή επαγγέλματα, όπως στα χωριά της Γορτυνίας ή χωριά εμπόρων όπως αυτά στην Πίνδο, όλη η οικογένεια έχει πλέον μεταφερθεί στον τόπο εργασίας. Άλλωστε οι ορεινές κοινότητες ήταν μια καταφυγή σε δύσκολες ιστορικές περιόδους κατακτήσεων και πολέμων που δεν υφίστανται πλέον. Παραμένουν λοιπόν, μόνιμα ή ημιμόνιμα, στα χωριά κυρίως οι συνταξιούχοι που επέλεξαν να περάσουν σ’ αυτά την τελευταία περίοδο της ζωής τους. Διαφορετικές είναι οι συνθήκες στα, συνήθως μεγάλα, χωριά που έχουν δυνατότητες τουριστικής ανάπτυξης. Αυτά αποτελούν συχνά πρότυπο[6] και για τα μικρά και απομονωμένα, αν και με την οικονομική κρίση ο εσωτερικός τουρισμός κατέρρευσε.
Οι περισσότεροι των παλαιότερων γενεών πηγαίνουν στο χωριό τους μόνο για λίγες μέρες ως απλοί επισκέπτες. Στο ετήσιο πανηγύρι θα χορέψουν δύο ή τρεις χορούς και θα είναι ευχαριστημένοι αν στο τέλος έχει και λαϊκό πρόγραμμα, σαν να βρίσκονται σε οποιοδήποτε σκυλάδικο. Πρόκειται για ανθρώπους που περνάνε την ζωή τους απολύτως συμβατικά και άχρωμα, μετέωροι ανάμεσα σε δύο κόσμους, καθώς στην πραγματικότητα δεν μπορούν να ριζώσουν πραγματικά στον αστικό χώρο, όπου αισθάνονται ξένοι. Μένουν μετέωροι σαν τον Τζέμι Μπάτον και στην πραγματικότητα δεν ανήκουν σε κανέναν κόσμο. Είναι ανέστιοι και στην πόλη και στο χωριό τους.
Μη μπορώντας να βρουν ένα κέντρο αναφοράς καταφεύγουν στον χαβαλέ, την ειρωνεία ή την μίμηση πότε του ενός και πότε του άλλου προτύπου. Βρίσκονται στην πόλη σε γκετοποιημένες θορυβώδεις παρέες και έχουν μια συνεχή αναφορά στο χωριό, ψάχνοντας ασυνείδητα να βρουν μια κοινότητα μέσα στην απρόσωπη μεγαλούπολη, στην οποία δεν εντάσσονται οργανικά. Μιλάνε για το χωριό, μόνο όμως για τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του. Όταν βρίσκονται στο χωριό καταναλώνουν άφθονη μπύρα και τσίπουρα στα καφενεία και περιφέρονται με τα χέρια πίσω στην βόλτα, επιδεικνύοντας μια ψεύτικη ανεμελιά και μιλάνε για την ζωή στην Αθήνα.
Τα παιδιά τους έχουν μια αίσθηση διαφορετική. Μη έχοντας πολλές ουσιαστικές παραστάσεις αντιμετωπίζουν το χωριό ως διακοποχώρι[7]. Πολλοί από τις προηγούμενες γενιές αισθάνονται ήδη παρόμοια. Αυτοί είναι αδιάφοροι και βιώνουν λίγες μέρες στο χωριό τους χωρίς καμία σύνδεση με τον τόπο, ως τουρίστες. Τέλος, υπάρχει και η μεγάλη μάζα που έχει ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της. Τα σπίτια ρημάζουν και ακόμη και καλά χωράφια γεμίζουν βάτα και λογγώνουν.
Υπάρχει και μια άλλη κατάσταση που βιώνουν κάποιοι πιο ανήσυχοι. Αυτοί ασχολούνται συνήθως με τον τόπο με έναν ιστορικίστικο αποστασιοποιημένο τρόπο ή με μια επιφανειακή λαογραφική ματιά που μένει στα εξωτερικά φαινόμενα. Σ’ αυτήν την κατάσταση παγιδεύονται κάποιοι μορφωμένοι που διατηρούν ένα αίσθημα νοσταλγίας, συνήθως δάσκαλοι ή κάτι συναφές, που μένουν θεατές της ερήμωσης και της απώλειας της συνέχειας. Πιστεύουν ότι έχουν μια εποπτική - θεωρησιακή- αντίληψη αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν μέρος της φθοράς. Μη μπορώντας να δουν το βάθος των αλλαγών και την ουσιώδη αλλαγή που συντελείται, στρέφονται στην εκκλησία με έναν ψεύτικο ευσεβισμό ή αντιμετωπίζουν τον πολιτισμό ως φολκλόρ. Οργανώνουν γιορτές και εκδηλώσεις που πολύ λίγη σχέση έχουν με την πραγματική προφορική τοπική παράδοση. Οργανώνουν πανηγύρια με «γύφτικα» τραγούδια που μπορεί να έχουν μέχρι και λουλουδούδες. Τραγούδια νεοδημοτικά με πολλή αντήχηση που δίνει όγκο, τραγούδια πανηγυριώτικα[8] που ευνοούν την επίδειξη[9]. Ενώ μια τεράστια βάση από λυρικά και ηρωικά άσματα χάνεται και αυτά τα τραγούδια ακούγονται μόνο σε κάποιες κρασοκατανύξεις «ακαλλιέργητων» κτηνοτρόφων και λίγων μυστών και μερακλήδων. Η τεράστια δυνατότητα για μια αναγέννηση αυτής της υπέροχης μουσικής και ποίησης, με τους αποφοίτους των μουσικών σχολείων παραμένει αναξιοποίητη, καθώς το μόνο ενδιαφέρον των οργανωτών των πανηγυριών είναι η επιβεβαίωση ότι κάνανε το χρέος τους κι αυτήν την χρονιά!
Υπάρχει κάτι όμως που δεν χάνεται. Αυτό που οδηγεί κάποιους να γυρνάνε σ΄ αυτόν τον ορεινό τόπο κι ας μην ξέρουν γιατί. Που ταυτίζονται με τον χώρο και τους ανθρώπους και την εσωτερική του παράδοση, πέρα από τα εξωτερικά έθιμα και την γαστρονομία, για να βρουν δύναμη. Αυτοί βλέπουν την παράδοση με άλλο μάτι, ζωντανό και χωρίς αίσθημα μειονεξίας. Κάποιοι νέοι, λίγοι, που γυρνάνε ή μένουν για μεγάλο διάστημα στα ορεινά χωριά από επιλογή, που συνδέουν την ζωή τους με παραγωγικές διαδικασίες εκεί και όχι μόνο με τον τουρισμό, από επιλογή ζωής και όχι λόγω επιδοτήσεων. Νέοι που σέβονται και ακούν τους παλιούς αλλά έχουν ταυτόχρονα μια σύγχρονη ματιά. Με ένα φυσικό ένστικτο αποστρέφονται την αναπαραστατική λαογραφία όπως έχουν απαρνηθεί και τον καταναλωτισμό της μαζικής κοινωνίας. Αυτοί πρέπει να δείξουν τον δρόμο αφήνοντας πίσω τους τις ενδιάμεσες γενιές. Στην Ελλάδα της κρίσης και της δημογραφικής κατάρρευσης αυτό το μικρό ρεύμα πρέπει να στηριχτεί.
Σημειώσεις:
[1] Το Λευκοχώρι Αρκαδίας, όπου γράφονται αυτές οι γραμμές είναι ένα τυπικό χωριό της ορεινής Ελλάδας με ελάχιστους κατοίκους τον χειμώνα που ζωντανεύει από το Πάσχα έως του Αγίου Δημητρίου. Με 45 παιδιά στο σχολείο το 1971, σήμερα έχει μόνο έξη μόνιμους κατοίκους που δεν είναι συνταξιούχοι. Παρόμοιες καταστάσεις υπάρχουν σε εκατοντάδες χωριά στην χώρα.
[2] Η λέξη «πολιτισμός» προέρχεται από την λέξη πόλις ενώ η λέξη «κουλτούρα» προέρχεται από την λέξη καλλιέργεια.
[3] Φρειδερίκος Νίτσε: Το επωφελές και το επιβλαβές της ιστορίας για τη ζωή. Εκδόσεις Ηριδανός (μεταφρ. Δ. Τζωρτζόπουλος) βλ. στην σελ 92.
[4] Αυτός ή οικογένεια του. Από τις πληροφορίες των εξερευνητών, δεν είναι αρκετά σαφές αν το μαργαριταρένιο κουμπί αποτέλεσε δέλεαρ για τον ίδιο ή την οικογένειά του.
[5] Στο επόμενο ταξίδι αυτού του πλοίου επιβιβάστηκε ο Κάρολος Δαρβίνος. Ένα ταξίδι καθοριστικό για την διατύπωση της θεωρίας της φυσικής επιλογής για την εξέλιξη.
[6] Βλ. Κανέλλου Κουτσομύλη: «Όνειρο καλοκαιρινής νυκτός» - σκωπτικό κείμενο στην εφημερίδα Λευκοχώρι ή στην σελίδα: koutsomili.wordpress.com
[7] Βλ . Δημ. Μπούσμπουρα: «Κοινότητα. Εκείνο εκεί το μπαρ που ξενυχτάει» στην εφημερίδα Λευκοχώρι ή στην σελίδα: koutsomili.wordpress.com
[8] Οι παλιοί που τραγουδούσαν τα δημοτικά σε γλέντια της κοινότητας ή της οικογένειας κάνουν σαφή διάκριση ανάμεσα στα δημοτικά και τα νέα «χοροπηδηχτά» τραγούδια, ονομάζοντας τα δεύτερα γύφτικα ή πανηγηριώτικα.
[9] Χαρακτηριστικό νεοδημοτικό ή σκυλάδικο μάλλον άσμα που ακούγεται ανάμεσα σε κλασικά δημοτικά από τις κομπανίες της συμφοράς: «Την μέρα νοικοκύρης, το βράδυ αμαρτωλός και το πρωί το σπίτι γυρνάω σαν τρελός». Αυτή η μίξη διαφέρει από την αυθεντική εικόνα παρόμοιων τραγουδιών που παρουσιάζει ο Τσιώλης στις ταινίες του, που εκφράζουν το πραγματικό αίσθημα μιας ομάδας ανθρώπων. Αυτά σπανίως εμφανίζονται μαζί με δημοτικά ως αχταράς.