Το παρόν κείμενο γράφεται σε αναφορά με άρθρο του Graham Allison στο Foreign Affairs με τίτλο «The New Spheres of Influence. Sharing the Globe With Other Great Powers». Στο κείμενο αυτό ο γνωστής εγκυρότητας Αμερικανός αναλυτής με άξονα τους κύριους μεταπολεμικούς στρατηγικούς προσανατολισμένος στην Μεταψυχροπολεμική εποχή και με σωστή θέαση των προϋποθέσεων του αναδυόμενου πολυπολικού συστήματος πολλών, μεγάλων και πυρηνικών δυνάμεων, περιγράφει την διαλεκτική σχέση μεταξύ των περιφερειακών εξελίξεων και των ηγεμονικών δυνάμεων. Στο παρελθόν εδώ και επανειλημμένα έγινε αναφορά σε μια κάποιου είδους αναβίωση του δόγματος Νίξον το οποίο ενόψει ακριβώς, του κινδύνου πυρηνικής καταστροφής αναδιαμόρφωσε την στρατηγική των ΗΠΑ ούτως ώστε πολλοί στρατηγικοί σκοποί να εκπληρώνονται διαμέσου συναλλαγών με περιφερειακές δυνάμεις-τοποτηρητές.
Τρεις πτυχές της ανάλυσης περιγράφουν τις επερχόμενες πλανητικές και περιφερειακές ισορροπίες. Παρά το γεγονός ότι μιλάμε για μια μακρόχρονη τροχιά το πώς ήδη διαμορφώνονται συναρτάται με πάγια αξιώματα και τυπολογίες της στρατηγικής ανάλυσης.
Πρώτον, υπενθυμίζει μια σημαντική και διαχρονικής σημασίας συνομιλία όταν ο πρόεδρος Ρήγκαν σε κοινό ανακοινωθέν με τον Γκορμπατσόφ δήλωσαν ότι «ένας πυρηνικός πόλεμος δεν μπορεί να κερδηθεί και γι’ αυτό ποτέ δεν πρέπει να εκραγεί».
Δεύτερον, σε ένα διεθνές σύστημα πολλών και πυρηνικών δυνάμεων οι νέες σφαίρες επιρροής μάλλον δεν θα συμφωνηθούν σε κάποια Γιάλτα αλλά θα αναδειχθούν και σταθεροποιηθούν μέσα στην δίνη της διεθνούς πολιτικής του πολυπολικού διεθνούς συστήματος.
Τρίτον, ο Alisson όπως και μερικοί ακόμη διακεκριμένοι αναλυτές της Θουκυδίδειας παράδοσης αναδεικνύει κάτι που θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα στα ενδιαφερόμενα κράτη που επηρεάζονται από ευφάνταστες νεφελοβατούσες φαντασιοπληξίες περί παγκοσμιοποιημένου πλανήτη και περί γραμμικής εφαρμογής ενός περίπου υπερεθνικού διεθνούς δικαίου. Γράφει:
«Στα στρατιωτικά πεδία η Ουάσιγκτον χρειάζεται συνεταίρους (για συναλλαγές, αποφάσεις και επηρεασμό των ισορροπιών και των συμφερόντων). Συνεταίρους όμως που φέρνουν περισσότερα οφέλη παρά ρίσκα και κόστος. Δυστυχώς λίγοι σημερινοί συνεταίροι των ΗΠΑ πληρούν αυτά τα στάνταρτ. Το σύστημα συμμαχιών των ΗΠΑ χρήζει να αρχίσει από μηδενική βάση: Κάθε τωρινός σύμμαχος ή συνεταίρος από το Πακιστάν, τις Φιλιππίνες, την Ταϊλάνδη μέχρι την Λάτβια, τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία θα πρέπει να σταθμιστούν και εκτιμηθούν με όρους αύξησης της Αμερικανικής ασφάλειας, ευημερίας, ρίσκου και κόστους. Οι Συμμαχίες δεν είναι παντοτινές».
Η ισχύς, η αντιμετώπιση αντιπάλων και στρατηγική εποπτεία στην περιφέρεια ενός κράτους είναι κύρια ερείσματα μιας περιφερειακής δύναμης στις συναλλαγές, συμμαχίες και συνεταιρισμούς με τις μεγάλες δυνάμεις. Μια τέτοια ανάλυση δεν θα μπορούσε να αναφέρει την Ελλάδα γιατί στις ΗΠΑ είναι καθολικά αποδεκτή η θέση του Hans Morgenthau ότι «βιώσιμο είναι εκείνο το κράτος που διαθέτει επαρκή ισχύ (και εθνική στρατηγική) εφαρμογής των προνοιών του διεθνούς δικαίου για την Επικράτειά του».
Αναφέρει όμως την Τουρκία –και αυτό τονίζουμε και υπογραμμίζουμε μπορεί με εφήμερους σημερινούς όρους να φέρνει στον νου τον όντως αμφιλεγόμενο Ερντογάν αλλά υπάρχουν μονιμότερα κριτήρια ενώ οι ηγέτες αλλάζουν– η οποία όχι μόνο διαθέτει επαρκή ισχύ αλλά ερμηνεύει το διεθνές δίκαιο σύμφωνα με τα συμφέροντά της και επειδή κάποια γειτονικά κράτη την κατευνάζουν και υποχωρούν το επιβάλλει προκαλώντας έτσι μεγάλης σημασίας ευνοϊκές για αυτή περιφερειακές ισορροπίες. Τονίζοντας τον εφήμερο χαρακτήρα των ηγετών ή κάποιων γεγονότων υποστηρίζεται ότι η Τουρκία με το να παλεύει σε πολλά μέτωπα κάπου κερδίζει ερείσματα για το κράτος, κάπου υποχωρεί, κάπου μπορεί να χάσει και κάνοντας όλα αυτά ταυτόχρονα επιδίδεται σε μια σχοινοβασία συναλλαγών που όταν τις αρχίζει συνεχίζουν σε άλλη βάση ανάλογα με τις εξελίξεις. Οι συναλλαγές με τις ΗΠΑ και την Ρωσία είναι χαρακτηριστικές ενώ θεατά ή αθέατα δεν αποκλείονται με το Ισραήλ και άλλα κράτη ή μεγάλες δυνάμεις.
Σημασία έχει να κατανοήσουμε εάν η ισχύς της Τουρκίας κινείται ανοδικά και η εκπλήρωση των εθνικών της συμφερόντων επίσης, ενώ κατατριβή όπως στην Συρία ή ακόμη και ήττες είναι τακτικού και όχι στρατηγικού χαρακτήρα. Εξαρχής πολλοί υποστηρίξαμε ότι οι ΗΠΑ ανέχτηκαν την εισβολή στην Συρία επειδή αποτελεί κατατριβή της Τουρκίας η οποία ενδέχεται να το ξέρει αλλά το να παραμείνει παίχτης στο Κουρδικό είναι πολύ πιο σημαντικό ζήτημα. Το Κουρδικό ζήτημα, πρέπει να πούμε παρενθετικά, βρίσκεται στην αφετηρία και πριν σταθεροποιηθούν νέες δομές πολλά θα συμβούν.
Ενόψει αναπόφευκτης ψυχρής εναλλαγής συμμαχιών οι ΗΠΑ λογικό και αναμενόμενο είναι να προχωρούν σε συναλλαγές που αφορούν τα στρατηγικά τους συμφέροντα και την ευημερία τους με το λιγότερο δυνατό ρίσκο. Αυτό λέει με απλά και κατανοητά λόγια ο Alisson. Η δική μας εκτίμηση αλλά και πολλών άλλων αναλυτών στα πεδία της στρατηγικής ανάλυσης, είναι ότι η στρατηγική των ΗΠΑ θα τείνει να εξυπηρετεί τα συμφέροντά της διαμέσου τοποτηρητών με τους οποίους θα κάνουν συναλλαγές, τουτέστιν, μια ανανεωμένη εκδοχή του δόγματος Νίξον προσαρμοσμένη σε ένα ολοένα πιο ώριμο πολυπολικό σύστημα με την ισχύ της Κίνας, πρωτίστως, σε ανοδική τροχιά. Το διεθνές σύστημα είναι κινείται προς νέες ισορροπίες και η μετάβαση δεν θα ολοκληρωθεί «αύριο ή μεθαύριο» αλλά στο βάθος του ορίζοντα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όπως και για κάθε άλλο περιφερειακό κράτος για την Ελλάδα η στρατηγική των μεγάλων δυνάμεων είναι το κρισιμότερο ζήτημα. Αφορά πρωτίστως το κατά πόσο η Τουρκία με ηγέτη τον Ερντογάν ή χωρίς τον Ερντογάν και ανεξάρτητα εφήμερων εντυπώσεων της καθημερινότητας –η Άγκυρα εδώ και δεκαετίες δίνει μια μεγάλη μάχη ανεξαρτήτως ηγέτη να καταστεί ξανά περιφερειακή δύναμη και αυτή την φορά «περιφερειακός τοποτηρητής»– για την Τουρκία ισχύουν τα εξής:
Σωστά κατάλαβαν ότι για να ισχύει ένας τέτοιος ρόλος θα πρέπει να ελέγξουν πλήρως την Κύπρο (και η δική μας υποχωρητικότητα και η αδιέξοδη διζωνική με πολιτική ισότητα οδηγεί εκεί με μαθηματική ακρίβεια) και να ανατρέψουν την γεωπολιτική αναβάθμιση της Ελλάδα κάτι που θα συμβεί εάν ασκήσει τα δικαιώματά της σύμφωνα με τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου για την Αιγιαλίτιδα ζώνη, την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ.
Σημειώνεται ότι η στρατηγική ακύρωση της Ελλάδας αποτελεί και μια μεγάλη ιστορικών διαστάσεων εξέλιξη καθότι επί χιλιάδες χρόνια ο άξονας Βαλκάνια – Μεσόγειος αποτελούσε το γεωπολιτικό ανάχωμα των Ευρασιατικών συσχετισμών ισχύος και συμφερόντων. Ο έλεγχος της κολοσσιαίας γεωπολιτικής σημασίας Μεγαλονήσου Κύπρου και η στρατηγική ακύρωση της Ελλάδας σημαίνει ότι η Άγκυρα πλέον θα ασκεί περιφερειακή στρατηγική εποπτεία κάτι α) που επηρεάζει δραστικά τα υπόλοιπα περιφερειακά κράτη και κυρίως τα Αραβικά (οι κινήσεις στην Λιβύη είναι καλά σχεδιασμένες), β) οδηγεί τα ηγεμονικά κράτη στο συμπέρασμα ότι η περιφερειακή δύναμη με την οποία θα συναλλάσσονται θα είναι η Τουρκία και γ) ενώ αυτά επηρεάζουν και το Ισραήλ η Ιερουσαλήμ αφενός έχει επαρκή ισχύ να εξισορροπήσει την Τουρκία και αφετέρου οι στρατηγικές αλλάζουν με κριτήριο το Θουκυδίδειο αξίωμα η μεγαλύτερη γέφυρα μεταξύ κρατών είναι τα συμφέροντα.
Η Ελλάδα στερημένη κρατικών επιτελείων και με την εξουσία ολοφάνερα να επηρεάζεται από διάφορους «ειδικούς» προτάσεων πολιτικής ήδη δρομολογήθηκε προς στρατηγική υποβάθμιση. Πολιτικά πρόσωπα θεωρούν περιττή την υπεράσπιση της κυριαρχίας που η Ελλάδα δικαιούται με βάση τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου και με «επιχειρήματα» ακατανόμαστου επιπέδου γελοιοποιούν την εθνική αποτρεπτική στρατηγική εκτοξεύοντας αήττητα συνθήματα και αφορισμούς του είδους «πόλεμο θέλετε;». Με θολό και αδιευκρίνιστο τρόπο, επίσης, θεοποιείται κάποια μυστήρια «Χάγη». Ταυτόχρονα, επιχειρείται η συνήθης «δολοφονία χαρακτήρα» όσων μιλούν και γράφουν με υπευθυνότητα, γνώση των αξιωμάτων και τυπολογιών της στρατηγικής και επίγνωση της εμβέλειας του Τουρκικού αναθεωρητισμού. Γιατί ο καθείς λογικά θα συμφωνήσει ότι υποστηρίζοντας μια αξιόπιστη εθνική στρατηγική και εκπλήρωση των προνοιών του διεθνούς δικαίου δεν είναι «ακραίο», «εθνικιστικό» ή και χειρότερο. Ύβρεις είναι αυτές που δεν τιμούν όσους τις εκφωνούν και που δεν συνάδουν με ένα πολιτισμένο και ορθολογιστικό δημόσιο διάλογο. Και όπως ξέρουμε οι ύβρεις φέρνουν την Νέμεση.
Για να σταθούμε στα τελευταία με ευθύνη πρωτίστως του πολιτικού προσωπικού και όσων τους εκφράζουν σε πολλά μαζικά μέσα ενημέρωσης, η θολή και αντιφατική χρήση του όρου «Χάγη» αναδεικνύει επικίνδυνα ελλείμματα της πολιτικής, νομικής και στρατηγικής ανάλυσης στην Ελλάδα. Αφού συνοπτικά πούμε πως στην διεθνή πολιτική τα νομικά ζητήματα δεν κινούνται γραμμικά είναι ένα πράγμα να ασκήσουμε τα δικαιώματα που προβλέπει το διεθνές δίκαιο και άλλο να δεχθούμε όταν οριοθετήσουμε, και εάν ένα άλλο γειτονικό κράτος έχει αντιρρήσεις, να ζητήσει το ίδιο προσφυγή στους αρμόδιους διεθνείς θεσμούς (αφού πρώτα δεχθεί την δικαιοδοσία τους καθώς και τις Συνθήκες). Αυτό είναι ένα πράγμα και άλλο οι θολές αναφορές για Χάγη που μεταμφιέζουν συνομιλίες για παραχώρηση κυριαρχίας (τίποτα άλλο δεν μπορούν να σημαίνουν!) ενώ την ίδια στιγμή ακούγονται μουρμουρητά και παραμιλητά (και όχι επιχειρήματα) για να υποχωρήσουμε σε όλο το μέτωπο και να καταστήσουμε την Τουρκία γεωπολιτικά πανίσχυρη. Αυτό γιατί Χάγη πριν την άσκηση των δικαιωμάτων μας σημαίνει ουσιαστικά αποδοχή των Τουρκικών αναθεωρητικών αξιώσεων στο Αιγαίο και των παράνομων τετελεσμένων στην Κύπρο. Ο κάθε καλόπιστος και ο κάθε νοήμων κρίνει τα ανωτέρω αλλά πρέπει όλοι να γνωρίζουμε ότι το μεγάλο δικαστήριο των εθνών είναι η ιστορία και εάν δημιουργηθούν τετελεσμένα με την συναίνεσή μας σημαίνει ιστορική αυτοκαταδίκη. Κατευνασμός δε αντί αποτροπής σημαίνει είτε πολεμική σύρραξη που φέρνει ο στρατηγικός ανορθολογισμός που προκαλεί είτε ήττα χωρίς πόλεμο χωρίς να αποκλείεται στην συνέχεια ένα συντριπτικό επιθετικό πλήγμα και πολεμική σύρραξη.
Επειδή όπως έγραψε ο Θουκυδίδης «η ελπίδα είναι σπάταλη και όσοι είναι ελεύθεροι το χρωστούν στην δύναμή τους», ένα άλλο ζήτημα είναι το τι γράφεται στην Ελλάδα για τον Ερντογάν και τα προβλήματα της Τουρκίας που είναι μεν μεγάλα αλλά και στην χειρότερη γι’ αυτή περίπτωση θα παραμείνει μια σημαντική δύναμη, ιδιαίτερα εάν υπερφαλαγγίσει την Ελλάδα και την εκμηδενίσει στρατηγικά.
Στέκομαι σε πρόσφατη έκδοση του γνωστού Αμερικανικού Think Tank, RAND Corporation. Στις ΗΠΑ λίγο πολύ αυτά τα «ινστιτούτα» συνδέονται με το Πεντάγωνο και όχι με διεθνικούς δρώντες ή ξένα συμφέροντα. Στην έκθεσή του “Turkey’s Nationalist Course“, γράφει πως «παρόλο που (οι ΗΠΑ) αντιλαμβάνονται πλέον του κινδύνους από τον ανεξέλεγκτο χαρακτήρα της τουρκικής πολιτικής υπό την ηγεσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, υπό την έννοια της παραβίασης κάθε ψυχροπολεμικής “κανονικότητας”, επιλέγουν τη διαχείριση της κατάστασης, αναμένοντας καλύτερες ημέρες». Έτσι, συνεχίζει η έκθεση, «λαμβάνεται υπόψη» το «ενδεχόμενο εξελίξεων που θα αλλάξουν τα δεδομένα για τον Ερντογάν –είτε ζει είτε θα αποβιώσει– στο εσωτερικό τουρκικό πολιτικό σκηνικό με την ανάδυση νέων δυνάμεων». Είναι μια έμμεση πλην σαφής αναφορά σε νέα κόμματα του πρώην υπουργού Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, αλλά κυρίως αυτό του πρώην υπουργού Οικονομικών, Αλί Μπαμπατζάν.
Καταληκτικά επανερχόμαστε στον Alisson ο οποίος υπενθυμίζοντας τον Θουκυδίδη επισημαίνει το αυτονόητο: «όταν η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ ενός κράτους και ενός άλλου μετατοπιστεί με τρόπου το ένα καθίσταται από άποψη ισχύος επικρατέστερο, η νέα ισορροπία δυνάμεων δημιουργεί για τον ισχυρότερο “σφαίρα επιρροής”» (Where the equilibrium of forces between one state and another shifts to the point where the first becomes predominant, the resulting new balance of power casts a shadow that becomes, in effect, a “sphere of influence”). Παρά το ότι ο Alisson εδώ αναφέρεται στις ηγεμονικές δυνάμεις, η ίδια ακριβώς Θουκυδίδεια λογική αφορά όχι μόνο την σχέση μιας μεγάλης δύναμης με τα κράτη μιας περιφέρειας αλλά και την θέση μιας ανερχόμενης περιφερειακής δύναμης, και το πως διεξάγονται οι συναλλαγές της τελευταίας με τις μεγάλες δυνάμεις.
Εάν σταθούμε στην Τουρκία, πρέπει να πούμε ότι το στοίχημα όποιος και να είναι ο ηγέτης στην Άγκυρα, δεν είναι να γίνει μια πλανητική ηγεμονική δύναμη αλλά μια περιφερειακή δύναμη που θα ασκεί στρατηγική εποπτεία στο άμεσο περιβάλλον της ταυτόχρονα και θα συναλλάσσεται επωφελώς με τις μεγάλες δυνάμεις, με τις ΗΠΑ αλλά στην καλύτερη για αυτή περίπτωση και με άλλες.
Ποια είναι, όμως, «η καλύτερη για αυτή περίπτωση»; Η καλύτερη περίπτωση για την Άγκυρα που θα την εκτινάξει γεωπολιτικά και στρατηγικά ως περιφερειακή δύναμη είναι όπως ήδη αναφέρθηκε αφενός διαλυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία και προσφερθεί η Κύπρος στο πιάτο με ΔΔΟ ή κάτι παραπλήσιο και αφετέρου εάν η Αθήνα αντί ανασυγκρότησης της εθνικής αποτρεπτικής στρατηγικής και πλήρους και ανυποχώρητης εκπλήρωσης των προνοιών του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, αρχίσει να κατηφορίζει κατευναστικά στα πεδία των Τουρκικών αξιώσεων για δήθεν συνομιλίες για «Χάγη» που αναπόδραστα θα εξελιχθούν σε κλίνη του Προκρούστη κατακρεούργησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων που προνοεί το διεθνές δίκαιο για την Ελληνική Επικράτεια.