Το τυπικό πέρας της τρίτης αξιολόγησης αποτελεί την κατάλληλη αφορμή για μια νηφάλια, αναστοχαστική προσέγγιση της ελληνικής περίπτωσης. Με τη διαφαινόμενη επιστροφή στην ανάπτυξη και την αποκατάσταση μιας δειλής έστω επαφής με τις αγορές μέσα στο 2017 πλησιάζουμε στην έξοδο από το μνημονιακό καθεστώς επιτήρησης της ελληνικής οικονομίας, τουλάχιστον με τη μορφή που γνωρίζαμε έως τώρα. Προβαίνοντας σε έναν πρόωρο απολογισμό αυτής της πρωτοφανούς σε καιρό ειρήνης περιόδου οικονομικής ύφεσης και κοινωνικοπολιτικής αστάθειας θα διακρίναμε -grosso modo- τρία στάδια εξέλιξης της ελληνικής κρίσης.
Η αρχική διαχείριση της εκρηκτικής κατάστασης που εν μέρει παρέλαβε και εν μέρει διαμόρφωσε η κυβέρνηση Παπανδρέου το φθινόπωρο του 2009 είχε κατεξοχήν οικονομικό χαρακτήρα. Βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή και οριζόντιες περικοπές στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα σε εξόφθαλμη αντίθεση με το προεκλογικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ προκάλεσαν κοινωνική αναταραχή και πολιτική αποδιοργάνωση σε βαθμό άγνωστο για την μεταπολιτευτική μας ιστορία. Μόλις επιτεύχθηκε η σταθεροποίηση της χώρας με την επίδειξη προς τα έξω βούλησης για τη λήψη επώδυνων αποφάσεων στο εσωτερικό ο βίος της τότε κυβέρνησης τερματίστηκε, με το ιντερλούδιο της περιόδου Παπαδήμου ως αναγκαίας και ικανής συνθήκης ομαλού περάσματος στο νέο μοντέλο συνεργασίας των παραδοσιακών αντιπάλων (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) του ελληνικού δικομματισμού.
Η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη που προέκυψε από τη διπλή εκλογική αναμέτρηση του 2012 προσπάθησε να εστιάσει στη διασφάλιση των κοινωνικών προϋποθέσεων για την έξοδο από την κρίση. Η μείωση των φορολογικών συντελεστών και οι στοχευμένες παροχές σε συνδυασμό με την αλληλεγγύη της κοινωνίας των πολιτών, αλλά και η κόπωση των πάσης φύσεως διαμαρτυρόμενων ένεκα της συνειδητοποίησης εκ μέρους τους της αδυναμίας ανατροπής των δεδομένων με εξωθεσμικά μέσα μετατόπισαν αποφασιστικά την αντιπαράθεση στο κοινοβουλευτικό πεδίο, όπου η ανάδειξη μιας αμφίσημης δύναμης με ριζοσπαστικό (αριστερό) και συστημικό (φιλοευρωπαϊκό) συνάμα προφίλ καλλιέργησε ισχυρές προσδοκίες σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού για την ανεύρεση μιας, ασαφούς πάντως, «λύσης» στο κεντρικό ζήτημα της θέσης μας στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Εν τέλει, η ανεπαρκής έμφαση στο πρόβλημα της ανεργίας και η ατυχέστατη επιλογή κλεισίματος της ΕΡΤ χωρίς την έγκριση της ΔΗΜΑΡ οδήγησαν σε αλλαγή πορείας το 2015.
Η αρχική υιοθέτηση μιας ρητορικής πιθανής ρήξης με ταυτόχρονη εκδήλωση πρόθεσης συμβιβασμού με τους πιστωτές της χώρας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και ιδίως η δραματική κλιμάκωση του δημοψηφίσματος και της μετέπειτα επαχθούς συμφωνίας επιτέλεσε πολλαπλές πολιτικές λειτουργίες. Η συμβολική πρωτίστως αμφισβήτηση της ξένης επιτροπείας και η σταδιακή αποδοχή του κ. Τσίπρα ως αξιόπιστου συνομιλητή από το διεθνές περιβάλλον επικύρωσε την οριστική (;) επιλογή του ευρωπαϊκού δρόμου από τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Οικονομική εξυγίανση, κοινωνική συνοχή και ευρεία πολιτική υποστήριξη των μεταρρυθμίσεων που επιτάσσει η παραμονή της χώρας στον πυρήνα του κοινοτικού εγχειρήματος, αν μη τι άλλο για λόγους εθνικής ασφάλειας που υπαγορεύει η γεωγραφική θέση της χώρας και η γειτνίαση με δημογραφικά εύρωστες αναθεωρητικές δυνάμεις, απαρτίζουν το τρίπτυχο των προαπαιτούμενων μετάβασης στη μεταμνημονιακή εποχή.
Καίτοι η πιθανότητα μιας νέας υποτροπής, για εξωγενείς ιδίως παράγοντες που συνδέονται με τις φυγόκεντρες τάσεις εντός της ΕΕ δεν μπορεί να αποκλειστεί, η ολοκλήρωση αυτού του επώδυνου κύκλου τους επόμενους μήνες συνηγορεί υπέρ της θετικής έκβασης ενός μακροχρόνιου αγώνα για τη μετατροπή της Ελλάδας σε λειτουργικό και ευνομούμενο κράτος. Στο χέρι όλων μας η διατήρηση του σημερινού momentum που ευνοεί τη συμμετοχή της πατρίδας μας στην κυοφορούμενη ομοσπονδοποίηση της Ευρωζώνης ως μόνη ρεαλιστική οδό επιβίωσης του ιστορικού, πλην ολιγάριθμου έθνους μας.