Την επόμενη χρονιά θα συμπληρωθούν πενήντα χρόνια από την ίδρυση της ECM. Ήταν 1969 όταν ένας άγνωστος στο ευρύ κοινό εικοσιεξάχρονος Γερμανός μουσικός, κοντραμπασίστας συγκεκριμένα, ονόματι Manfred Eicher αποφάσισε να κάνει την αγάπη του για την jazz πιο έμπρακτη από απλά να παίζει το ιδίωμα ιδρύοντας στο Μόναχο μια δισκογραφική εταιρεία. Το πλήρες όνομα της (Edition of Contemporary Music) αποκάλυπτε πολλά περισσότερα για τις προθέσεις του από όσα άφηναν να φανεί τα ουδέτερα αρχικά ECM. Με το αληθινά αλάνθαστο κριτήριο του να επιλέγει ως διευθυντής της τα σημαντικότερα νέα jazz ονόματα της εποχής, όχι μόνον από την Γερμανία ή και συνολικά από την Ευρώπη αλλά και την γενέτειρα του ιδιώματος, την Αμερική, την καθοδήγηση του στην γραφιστική ομάδα του για τα μοναδικής - μέσα στην λιτότητα της - αισθητικής εξώφυλλα και κυρίως την υψηλότατη ποιότητα της μουσικής των LP της μόνον τότε αλλά και τον εκπληκτικό τρόπο με τον οποίο ο ίδιος, ως ο μοναδικός παραγωγός της, φρόντιζε να ηχογραφηθούν τα τελευταία και να αποτυπωθούν στη συνέχεια στο βινύλιο έκανε πολύ σύντομα την ECM μιαν εταιρεία όχι απλά πρότυπο αλλά κυριολεκτικά σημείο αναφοράς για την jazz – και όχι μόνον – σε διεθνές επίπεδο. Ειδικά για την ποιότητα του ρεπερτορίου της είναι χαρακτηριστικό ότι από το ’71 και για πολλά χρόνια μετά η ECM υιοθέτησε το σλόγκαν «Ο πιο όμορφος ήχος μετά την σιωπή».
Όντως οι μέθοδοι και η συνολική προσέγγιση του Manfred Eicher στις ηχογραφήσεις αλλά και η, άμεση ή έμμεση, ποτέ δεν θα μάθουμε, προτροπή του στους μουσικούς να παίζουν όσο λιτότερα μπορούσαν δίχως όμως αυτό να σήμαινε την παραμικρή έκπτωση ως προς τις ικανότητες και την αυτοσχεδιαστική ικανότητα τους ήταν σαν να υλοποιούσαν με υποδειγματική συνέπεια την εμβληματική ρήση του, μεταξύ αρκετών άλλων, Miles Davis, «σημασία δεν έχει τι παίζεις αλλά το τι δεν παίζεις»! Σε συνδυασμό και με την χρήση του χώρου (αυτό το χαρακτηριστικό «κενό» που κάνει αμέσως διακριτή μιαν ηχογράφηση της ECM στο ιδιόκτητο στούντιο της στο Μόναχο με τον Eicher δίπλα στον επίσης σταθερό επί πολλά χρόνια ηχολήπτη) η οποία προσδίδει στους δίσκους της εταιρείας αυτή την ξεχωριστή ambience, την ατμόσφαιρα που πολλοί προσπάθησαν να αντιγράψουν και κανείς δεν κατάφερε και φυσικά και το ταλέντο των μουσικών πολύ συχνά οδηγούν σε ένα αποτέλεσμα όχι απλά υψηλότατης ποιότητας μα και σπάνιας ομορφιάς, τόσο ώστε μόνον η απόλυτη σιωπή μιας γαλήνιας, εσώτερης και εξώτερης, ηρεμίας να μπορεί να το συναγωνιστεί και όχι απαραίτητα να το υπερβεί.
Το 1984 ήταν μια καθοριστική χρονιά για την ECM καθώς τότε ο Eicher εγκαινίασε την ECM New Series. Ηταν μια αποφασιστική κίνηση που όχι μόνον πήγε την εταιρεία πιο πέρα από τον ήδη ευρύτατο χώρο της jazz ανοίγοντας την στον ωκεανό της σύγχρονης μουσικής (μετά-κλασικής, πειραματικής, ως και αμιγώς avant garde σε ορισμένες περιπτώσεις) αλλά και, διαμέσου αυτού, την έκανε ακόμα διεθνιστική από όσο ήταν μέχρι τότε, φέρνοντας στο roster της συνθέτες και εκτελεστές από ακόμα περισσότερες χώρες. Λίγο αργότερα, το ’86, η συνεργασία του σπουδαίου Νορβηγού σαξοφωνίστα Jan Garbarek - που φυσικά ανήκε στο δυναμικό της εταιρείας – με την Ελένη Καραϊνδρου στο soundtrack της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ο Μελισσοκόμος» οδήγησε εντέλει στο να γίνει η μεγάλη συνθέτιδα το πρώτο όνομα από την Ελλάδα που υπέγραψε συμβόλαιο με την ECM έτσι ώστε οι περισσότεροι δίσκοι της έκτοτε να κυκλοφορούν στη New Series. Ακολούθησαν και λίγα ακόμα, με πρώτη την Σαβίνα Γιαννάτου και τους δίσκους της με τους Primavera En Salonico.
Πρακτικοί λόγοι, η αύξηση των ονομάτων και άρα και των κυκλοφοριών, από μια στιγμή και μετά κατέστησαν αδύνατο το να ηχογραφούνται όλοι οι δίσκοι της ECM στο στούντιο του Μονάχου. Η προσωπική επίβλεψη όμως του Eicher δεν έπαψε και ούτε καν χαλάρωσε ποτέ. Δεν διστάζει να ταξιδέψει σε άλλες χώρες για να επιμεληθεί ηχογραφήσεων για δίσκους της εταιρείας (το έχει κάνει αρκετά συχνά στην Ελλάδα) αλλά, ακόμα και όταν αυτό δεν συμβαίνει, η μίξη και το mastering γίνονται πάντα στο Μόναχο, στο ίδιο στούντιο, την ίδια κονσόλα και με τον ίδιο ηχολήπτη. Γα τον Manfred Eicher η ECM δεν είναι απλά μια δισκογραφική εταιρεία της οποίας είναι ιδιοκτήτης και διευθυντής αλλά ένα έργο ζωής. Γιατί, όσο ρομαντικό ή και παράδοξο αν ακούγεται αυτό στην εποχή μας, η μουσική και ιδιαίτερα φυσικά η jazz δεν είναι απλά ένα πολύ μεγάλο τμήμα της ζωής του αλλά η ίδια η ζωή του. Η ECM δεν ήταν – και παραμένει πάντα – παρά ο τρόπος του να γίνει ο ίδιος μέρος της μουσικής, να αφήσει το δικό του αποτύπωμα (που έχει προ πολλού μεταβληθεί σε ανεξίτηλη σφραγίδα) σε αυτήν.
Εχοντας μιλήσει, έστω για ελάχιστο χρόνο, προσωπικά μαζί του μια – δυο φορές πιστεύω ακράδαντα ότι αυτό και μόνον είναι που τον διατηρεί όχι μόνον ακμαιότατο – δείχνει αρκετά νεότερος από τα εβδομήντα πέντε πλέον χρόνια του – μα και κυριολεκτικά ακάματο. Αν και η έμφυτη σεμνότητα του πιθανότατα δεν θα του το επιτρέψει έχει κάθε λόγο μα και δικαίωμα να είναι υπερήφανος για το ότι, με την δισκογραφία να πλησιάζει σχεδόν τα είκοσι χρόνια από τότε που κατέρρευσε διεθνώς, το 2019 η ECM θα συμπληρώσει πενήντα συναπτά χρόνια λειτουργίας ισχυρότερη από ποτέ. Μισός αιώνας ηχογραφήσεων και κυκλοφοριών, μισός αιώνας μουσικής στην συντριπτική πλειοψηφία της κορυφαίας ποιότητας και αισθητικής, χάρη στο πάθος και το μεράκι ενός και μόνον ανθρώπου για αυτή. Το γεγονός θα εορταστεί με ποικίλες σημαντικές εκδηλώσεις, όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, ανάμεσα τους και στην δική μας.
Η ECM είναι μια δισκογραφική εταιρεία – υπόδειγμα, ένας θρίαμβος της μουσικής ως πολιτισμού και όχι σαν καταναλωτικού προϊόντος. Δεν είναι απλά η σημαντικότερη γερμανική jazz εταιρεία αλλά, πέραν πάσης αμφιβολίας, η κορυφαία jazz εταιρεία στην Ευρώπη με μοναδικό ανάλογο της την, ακόμα πιο εμβληματική, αμερικανική Blue Note η οποία επί δεκαετίες ταυτίστηκε με την εξέλιξη της jazz. Το να πούμε ότι δίχως την ECM δεν θα υπήρχε jazz στην Ευρώπη θα ήταν υπερβολή όμως το ότι η ECM διαμόρφωσε την ευρωπαϊκή jazz όσο καμία άλλη δισκογραφική εταιρεία και χωρίς εκείνη το ιδίωμα στην ήπειρο μας δεν θα είχε αναπτυχθεί ποτέ, ποσοτικά αλλά και ποιοτικά, σε τέτοιο βαθμό δεν είναι παρά η απολύτως αντικειμενική αλήθεια. Αναμένοντας λοιπόν τα πεντηκοστά γενέθλια της ακολουθεί μία συνοπτική κριτική παρουσίαση μερικών από τις πρόσφατες κυκλοφορίες της.
«After The Fall» - Keith Jarrett, Gary Peacock, Jack DeJohnette
Ο Keith Jarrett είναι από τις «σημαίες» της ECM και διόλου συμπτωματικά. Πολλοί μουσικοί της jazz μπορεί να έχουν ανάλογο ή και ίσο ταλέντο και δεξιοτεχνία αλλά ελάχιστοι διακρίνονται για την εκπληκτική ευρύτητα που χαρακτηρίζει τον εβδομηντατριάχρονου πλέον Αμερικανού πιανίστα. Τόσο με κλασικές σπουδές όσο και jazz στην κορυφαία σχολή του ιδιώματος, το Berklee School Of Music της Βοστόνης, μετά από αρκετές άλλες εκλεκτές συνεργασίες υπήρξε μέλος – μαζί με έναν άλλο μέγιστο πιανίστα, τον Chick Corea – της ηλεκτρικής μπάντας του Miles Davis στον πρωτοποριακό ακόμα και για τα δεδομένα της jazz δίσκο του τελευταίου «Bitches Brew» (1970) ο οποίος θεωρείται ότι έθεσε τις βάσεις του jazz rock. Επί της ουσίας πρόκειται για πολυμουσικό αφού, εκτός από κλασικό και ηλεκτρικό πιάνο, παίζει επίσης με άνεση χάπσικορντ, εκκλησιαστικό όργανο αλλά και σοπράνο σαξόφωνο, ακόμα και...ντραμς.
Η προσωπική του διαδρομή που ουσιαστικά ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 είναι ασυνήθιστα πολυσχιδής, πιο τυπικοί jazz δίσκοι με τρίο ή κουαρτέτο, εντελώς αυτοσχεδιαστικοί προσωπικοί με σόλο πιάνο οι οποίοι συχνά υπερβαίνουν ακόμα και τα όρια της free jazz – με πρώτο και εμβληματικότερο το διπλό ζωντανά ηχογραφημένο album «The Köln Concert» («Το Κονσέρτο Της Κολονίας», 1975) που, πολύ παράδοξα για ανάλογο δίσκο, υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες της ECM – αλλά και νεοκλασικά έργα για μεγαλύτερα ή μικρότερα σύνολα στη New Series της ECM! Μια πολύ ιδιαίτερη αλλά και εκτεταμένη πλευρά του έργου του αποτελούν η σειρά δίσκων του πανιστικού τρίο του στους οποίους δεν παίζει καθόλου δικές του συνθέσεις αλλά μόνο standards της jazz και μέρος της είναι και ο συγκεκριμένος.
Η πτώση στην οποία αναφέρεται ο τίτλος ήταν όταν διαγνώσθηκε για πρώτη φορά το σύνδρομο χρόνιας υπερκόπωσης το οποίο τον υποχρέωσε να απέχει από τις ζωντανές εμφανίσεις για δύο χρόνια. Η πανηγυρική επιστροφή του (αν και χωρίς να έχει θεραπευθεί από την ασθένεια, γεγονός που είχε ως συνέπεια έκτοτε μέχρι και σήμερα να μειώσει κατά πολύ τον αριθμό των εμφανίσεων του) έγινε με μια συναυλία τον Νοέμβριο του ’98 στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσι, κοντά σε μιαν αγροικία του δεκάτου ογδόου αιώνα στην οποία κατοικεί και η οποία ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε τώρα στο εν λόγω CD. Πρόκειται για τυπική αλλά και αντιπροσωπευτικότατη εμφάνιση του λεγόμενου «τρίο των στάνταρ» με τον Jarrett και τους δύο μόνιμους συνεργάτες του να απολαμβάνουν να παίζουν με την απαράμιλλη τεχνική τους κλασικά jazz κομμάτια κρατώντας τον αυτοσχεδιασμό στο μίνιμουμ αλλά βέβαια μηδέποτε εγκαταλείποντας τον.
Ο ίδιος προφανώς βρισκόταν σε πολύ μεγάλα κέφια λόγω της επανόδου του στη σκηνή μετά από τόσο καιρό, ο εξαίρετος Gary Peacock – δίχως να αμελούσε καθόλου τον ρυθμικό ρόλο του – επί της ουσίας με το κοντραμπάσο του προσέθετε ένα δεύτερο μελωδικό όργανο στο πιάνο, ο εκπληκτικός Jack DeJohnette παρέδιδε μαθήματα του τι σημαίνει σε ένα πρώτο επίπεδο λειτουργικά λιτότατο και ακριβέστατο και σε δεύτερο πυκνό και γεμάτο από αναρίθμητες σαγηνευτικές λεπτομέρειες παίξιμο στα ντραμς και το σύνολο είναι απλά θαυμάσια jazz που λάμπει και σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, όσο και την βραδιά που ηχογραφήθηκε.
«Temporary Kings» - Mark Turner, Ethan Iverson
Ο Αμερικανός σαξοφωνίστας Mark Turner συνάντησε για πρώτη φορά σε στούντιο τον ομοεθνή του πιανίστα Ethan Iverson στο Λουγκάνο της Ιταλίας και το αποτέλεσμα των κατά κύριο λόγο αυτοσχεδιασμών τους εκεί είναι αυτό το CD. Με σημείο εκκίνησης τις «νυχτερινές» bebop – με λίγες νύξεις cool jazz – μελωδίες στις οποίες τον πρώτο λόγο έχει το τενόρο σαξόφωνο προχωρούν σε πιανιστικές μινιατούρες (με τον Turner να συνοδεύει απολύτως συντονισμένος) οι οποίες αρχίζουν από τον γαλλικό ιμπρεσιονισμό πριν ανοιχθούν στην πρωτοπορία, αγγίζοντας κάποιες στιγμές ακόμα και την ατονικότητα, αλλά δίχως ποτέ να χάνουν την ατμοσφαιρικότητα τους.
Υπέροχη σύγχρονη, εσωτερική, ενδοσκοπική, ακόμα και φιλοσοφημένη μουσική η οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει δίχως την jazz αλλά κάθε άλλο παρά περιορίζεται μόνο σε αυτήν.
«Rousilvo» - Dine Doneff/ Kostas Theodorou
Το ότι το συγκεκριμένο ηχογράφημα είναι κάτι πολύ περισσότερο από έναν απλό δίσκο φαίνεται ήδη από το εξώφυλλο καθώς τα δύο ονόματα που υπάρχουν σε αυτόν δεν αναφέρονται σε ισάριθμους συντελεστές αλλά σε...έναν και μόνον! Ο Dine Doneff είναι ο Κώστας Θεοδώρου και το αντίστροφο, το δεύτερο είναι το όνομα που υποχρέωσε το ελληνικό κράτος να πάρει ένα παιδί το οποίο, όπως και πολλά άλλα, γεννήθηκε με το πρώτο, εντός της ελληνικής επικράτειας και Έλληνας πολίτης, αλλά από γονείς σλαβικής καταγωγής που προφανώς η γλώσσα τους – άρα και η μητρική του παιδιού τους – δεν ήταν η ελληνική. Το Ρουσίλβο του τίτλου δεν είναι παρά το χωριό της δυτικής Μακεδονίας στο οποίο γεννήθηκε ο Dine Doneff και του οποίου φυσικά το αληθινό όνομα, αυτό που χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους οι κάτοικοι του, άλλαξε υποχρεωτικά στο...ελληνοπρεπές Ξανθόγεια πριν εγκαταλειφθεί οριστικά και από τους τελευταίους που το κατοικούσαν την δεκαετία του ’80.
Με αυτό το περισσότερο και από βιωματικό υλικό ως έμπνευση ο Doneff/Θεοδώρου δημιουργεί μιαν ελεγεία για μιαν – όχι τη μοναδική – περιοχή της χώρας μας και τους ανθρώπους που την κατοικούσαν και οι οποίοι, αν και αισθάνονταν και ήταν Έλληνες, για να τους δεχθεί ως τέτοιους η επίσημη Ελλάδα έπρεπε να τους αλλάξει την γλώσσα, τα ονόματα, ενίοτε και την θρησκεία, με άλλα λόγια να διαγράψει την εθνική τους καταγωγή. Μιαν ελεγεία που σε ορισμένα σημεία γίνεται κυριολεκτικά σπαραχτική, σε αυτά που τα τραγούδια και τα μοιρολόγια της περιοχής του Ρουσίλβο (όπως τα ερμηνεύουν μία ηλικιωμένη γυναίκα και τέσσερις Σλαβόφωνες λυρικές ερμηνεύτριες αλλά και οι εξαίρετες ημέτερες Λιζέτα Καλημέρη και Μάρθα Μαυροειδή) έρχονται να συναντήσουν την jazz. Μια jazz με πάρα πολλά βαλκανικά στοιχεία, ιδίως φυσικά στα χάλκινα πνευστά που αποδίδει άψογα ένα εκλεκτό επταμελές σύνολο στο οποίο πρωταγωνιστούν το κοντραμπάσο του Doneff/Θεοδώρου (από τους κορυφαίους του οργάνου στην χώρα μας, για την jazz και όχι μόνον) που εδώ επίσης παίζει κιθάρα και το ινδικό κρουστό τάμπλα και το πιάνο – και πολύ λιγότερο το ακορντεόν – του βιρτουόζου Τάκη Φαραζή τα οποία συμπληρώνονται ισάξια από τρομπέτα, άλτο σαξόφωνο, τρομπόνι, ούτι και ντραμς.
Το «Rousilvo», εκτός από ένας άριστος δίσκος, είναι και ένα ιστορικό ντοκουμέντο του πως το – κατά τα άλλα ποτέ ρατσιστικό! - ελληνικό κράτος το οποίο στην σημερινή εποχή αντιμετωπίζει τόσα προβλήματα με τους πρόσφυγες και συνολικά με τους μετανάστες επί δεκαετίες έκανε ό,τι μπορούσε για να δημιουργήσει ή και να μεγιστοποιήσει αυτά τα προβλήματα προσπαθώντας όχι να ενσωματώσει αλλά στην κυριολεξία να εξαφανίσει καταναγκαστικά μέσα στο τρισχιλιετές «όμαιμο, ομόγλωσσο και ομόθρησκο» ιδεολόγημα του όλες τις διακριτές μειονότητες του ώστε να μην παραδεχθεί ποτέ την ύπαρξη τους. Μας θυμίζει μήπως κάτι αυτό άραγε;
«Absence» - Kristjan Randalu
Στο ντεμπούτο του για την ECM ο Εσθονός πιανίστας και συνθέτης Kristjan Randalu παραδίδει ένα μικρό κομψοτέχνημα. Ο λυρισμός της ελαφρά ρομαντικής και βαθιά λυρικής μετά-Σοπενικής γραφής του με απόηχους από την κομψότητα του γαλλικού ιμπρεσιονισμού και μιαν αρκετά ισχυρή δόση της ελεγειακής διάθεσης του μέγιστου ομοεθνή του συνθέτη Arvo Pärt και με την καθοριστική συμβολή άλλων δύο σπουδαίων μουσικών, του Αμερικανού κιθαρίστα Ben Monder και του Φινλανδού ντράμερ Markku Ounaskari, δημιουργεί μια σειρά από ατμοσφαιρικότατες μεν αλλά και πλήρης ουσίας συνθέσεις. Jazz του εικοστού πρώτου και όχι του εικοστού πλέον αιώνα που με την λιτότητα των εκφραστικών μέσων της αναδεικνύει τα βαθύτερα και πλέον αληθινά ανθρώπινα συναισθήματα όπως η αίσθηση της απουσίας που δηλώνει ο τίτλος.