Μέσα Δεκεμβρίου και η HuffPost προτείνει δέκα νέα βιβλία που αξίζουν, έστω και λίγο, από τον ελεύθερο χρόνο στη ραθυμία των γιορτών.
Το νέο βιβλίο του Στίβεν Κινγκ, μία μυθιστορηματική βιογραφία της Κοκό Σανέλ, το σίκουελ του «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου» από τον Αντρέ Ασιμάν, «Μαγειρεύοντας με τον Πικάσο» (βιβλίο που συστήνει και η Μάργκαρετ Άτγουντ), «Ζεν σε δέκα λεπτά» -ή τέλος πάντων, ας κάνουμε μία προσπάθεια- το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα της διάσημης Καμίλα Λέκμπεργ και «Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα» από τον Παντελή Μπουκάλα.
«Η δεσποινίς Coco και το άρωμα του έρωτα» της Μισέλ Μαρλί (εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση Λένια Μαζαράκη)
Το πραγματικό της όνομα είναι Γκαμπριέλ, αλλά οι φίλοι τη φωνάζουν Κοκό. Βρισκόμαστε στο Παρίσι του 1919 και η ίδια έχει εδραιώσει έναν επιτυχημένο οίκο μόδας.
Ο μεγάλος έρωτας της σχεδιάστριας, ο Μπόι Καπέλ, σκοτώνεται σε αυτοκινητικό ατύχημα και εκείνη παραλύει από τη λύπη, φτάνει στα όρια της κατάρρευσης. Ωστόσο έχει φίλους καλούς που τη συντρέχουν και προσπαθούν να την παρηγορήσουν. Εν τω μεταξύ εμφανίζεται και τη διεκδικεί ο διάσημος συνθέτης Ίγκορ Στραβίνσκι. Το ηθικό της αναπτερώνεται.
Πλην όμως ο γάμος δεν την ενδιαφέρει και πολύ. Άλλα πράγματα αναζητά, συναισθήματα αυθεντικά, την αληθινή αγάπη. Η δουλειά πάντως παραμένει προτεραιότητά της.
Εργατική, φιλόδοξη και ευφυής καθώς είναι, δεν ξέχασε ποτέ το κοινό όνειρο που μοιραζόταν με τον χαμένο σύντροφό της, να δημιουργήσουν ένα νέο, ιδιαίτερο άρωμα, το οποίο θα δώριζε στις εκλεκτές πελάτισσές της.
Ένας ακόμα άντρας, ο Ντμίτρι Ρομανόφ, θα τη βοηθήσει να υλοποιήσει την ιδέα της, ταξιδεύοντας μαζί της στη Νότια Γαλλία, την κοιτίδα όλων των υπέροχων αρωμάτων. Κοκό Σανέλ -μια μοναδική γυναίκα και μια σπουδαία ερωμένη. Αυτή είναι η ιστορία της ζωής της.
Πίσω από το γαλλικό ονοματεπώνυμο Μισέλ Μαρλί κρύβεται η Γερμανίδα Μικαέλα Γιάρι, συγγραφέας πολλών βιβλίων που έχουν κατακτήσει τις λίστες των μπεστ σέλερ. Γεννήθηκε στο Αμβούργο το 1956 και μεγάλωσε, λόγω του συνθέτη πατέρα της, μέσα στον κόσμο του κινηματογράφου και της μουσικής. Έζησε για πολλά χρόνια στο Παρίσι, ενώ τώρα μένει με τον σύζυγό της και τον σκύλο τους στο Βερολίνο και στο Μόναχο.
«Το Ινστιτούτο» του Στίβεν Κινγκ (εκδόσεις Κλειδάριθμος, μετάφραση Έφη Τσιρώνη)
O μετρ του τρόμου επιστρέφει στα κλασικά του θέματα, υφαίνοντάς τα ωστόσο, στην Αμερική της περιόδου της κρίσης.
Το νέο βιβλίο του με τίτλο «Το Ινστιτούτο» καταγράφεται ως (ίσως) το πιο τρομακτικό μέχρι στιγμής μυθιστόρημα του.
Αργά τη νύχτα, σ’ ένα ήσυχο προάστιο της Μινεάπολης, άγνωστοι εισβάλλουν στο σπίτι της οικογένειας Έλις και, αφού δολοφονούν αθόρυβα τους γονείς τού δωδεκάχρονου Λουκ, τον απάγουν και τον επιβιβάζουν σ’ ένα μαύρο SUV. Ο Λουκ ξυπνάει στο Ινστιτούτο, σ’ ένα δωμάτιο ίδιο με το δικό του, αλλά χωρίς παράθυρα. Έξω από τη δική του πόρτα υπάρχουν άλλες πόρτες, πίσω από τις οποίες κρατούνται άλλα παιδιά με ιδιαίτερες ικανότητες, όπως η τηλεπάθεια και η τηλεκίνηση. Έχουν έρθει κι αυτά εδώ με παρόμοιο τρόπο. Είναι η Καλίσα, ο Νικ, ο Τζορτζ, η Άιρις και ο δεκάχρονος Έιβερι Ντίξον.
Σ’ αυτό το σκληρό ίδρυμα, η διευθύντρια, η κυρία Σίγκσμπι, και το προσωπικό της είναι είναι απόλυτα αφοσιωμένοι στον σκοπό τους: να αποσπάσουν από τα παιδιά τη δύναμη στην οποία οφείλουν τα υπερφυσικά τους χαρίσματα. Δεν υπάρχουν ηθικοί ενδοιασμοί. Αν συνεργάζεσαι, κερδίζεις μάρκες για τους αυτόματους πωλητές σνακ και αναψυκτικών. Αν όχι, η τιμωρία είναι σκληρή. Ένα ένα, τα παιδιά εξαφανίζονται και ο Λουκ ψάχνει απεγνωσμένα να ξεφύγει. Όμως κανείς έως τώρα δεν έχει δραπετεύσει από το Ινστιτούτο…
«Απ’ όλες τις κοσμικές απειλές που έχουν αντιμετωπίσει κατά καιρούς οι ήρωες του Κινγκ, αυτή η αργή ολίσθηση στη σκληρότητα και την απανθρωπιά ίσως είναι η πιο τρομακτική, επειδή είναι η πιο αληθινή.»
The New York Times Book Review.
«Κάθε σύμπτωση έχει ψυχή» του Φάμπιο Στάσι (εκδόσεις Ίκαρος, μετάφραση Δήμητρα Δότση)
Άνεργος καθηγητής και μανιώδης αναγνώστης, ο Βίντσε Κόρσο σκαρφίζεται ένα καινούριο για εκείνον επάγγελμα, αυτό του βιβλιοθεραπευτή. Νοικιάζει μια σοφίτα στο κέντρο της Ρώμης, όπου δέχεται τους ασθενείς του, και βρίσκει γι’ αυτούς το κατάλληλο βιβλίο που θα απαλύνει τον ψυχικό αλλά, γιατί όχι, και τον σωματικό τους πόνο.
Μια μέρα τον επισκέπτεται η εξηντάχρονη Τζοβάνα. Ο αδερφός της, σινολόγος με πάθος για τις ξένες γλώσσες, αδηφάγος αναγνώστης και συλλέκτης βιβλίων, πάσχει από Αλτσχάιμερ και επαναλαμβάνει εμμονικά μερικές σκόρπιες, ασυνάρτητες φράσεις. Η γυναίκα είναι σίγουρη πως οι φράσεις αυτές ανήκουν σε κάποιο βιβλίο που, αν βρεθεί, μπορεί να βοηθήσει τον αδερφό της. Ο Βίντσε ξεκινά την αναζήτησή του ανάμεσα σε καινούριους χώρους, ανθρώπους και διαδρομές της πόλης και της λογοτεχνίας, μ’ ένα ερώτημα να ταλανίζει το μυαλό του: αν έχανε τα πάντα και μπορούσε να διασώσει μόνο μία ανάμνηση, ποια θα ήταν αυτή;
Ο Φάμπιο Στάσι, συγγραφέας του βιβλίου Η χαμένη αναγνώστρια, που αγαπήθηκε πολύ από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, επανέρχεται με τη δεύτερη ιστορία του βιβλιοθεραπευτή Βίντσε Κόρσο, επιλέγοντας δε, στην προμετωπίδα τη φράση του Χιλιιανού συγγραφέα, Ρομπέρτο Μπολάνιο «Η γραφή είναι μια άσκηση μαζοχισμού· η ανάγνωση μπορεί να είναι ενίοτε μια άσκηση σαδισμού, όμως, εν γένει είναι μια πολύ ενδιαέρουσα απασχόληση».
«Με λένε Βίντσε Κόρσο. Είμαι σαράντα πέντε χρονών, είμαι ορφανός και βιοπορίζομαι συνταγογραφώντας βιβλία. Εδώ και έξι μήνες ζω σ’ αυτό το ανακαινισμένο παλιό πλυσταριό στην οδό Μερουλάνα, με μίσθωση ορισμένου χρόνου. Συχνάζω μόνο σε παλαιοβιβλιοπωλεία, δεν τελειώνω ποτέ καμία παρτίδα σκάκι και, όποτε έχω διάθεση, μ’ αρέσει ν’ ακούω Τζαν Μαρία Τέστα ή κάποια παλιά τραγούδια της Ζιλιέτ Γκρεκό. Καμιά φορά κοιμάμαι με μια φίλη μου, αλλά έχουν περάσει ήδη ένα φθινόπωρο κι ένας χειμώνας από τότε που σταμάτησα να πιστεύω στην αγάπη. Διατηρώ όμως ακόμα μια παλιά μου συνήθεια: κάθε μέρα βγαίνω με τον Ντζάνγκο, τον μουγγό σκύλο μου, για να στείλω μια καρτ ποστάλ στον πατέρα μου, στη μοναδική διεύθυνση όπου ξέρω ότι είχε μείνει τουλάχιστον μία νύχτα...»
Στις απολαυστικές σελίδες του, ο συγγραφέας αναμειγνύει τη νουάρ αφήγηση με την υψηλή λογοτεχνία, προσφέροντας στους αναγνώστες τη γοητεία να ανακαλύψουν ένα μυθιστόρημα που λειτουργεί ως ένας πολύτιμος λογοτεχνικός θησαυρός.
Ο Φάμπιο Στάσι (Ρώμη, 1962) είναι συγγραφέας, υπεύθυνος ιταλικής λογοτεχνίας σε γνωστό εκδοτικό οίκο της Ιταλίας και ταυτόχρονα διευθύνει μια πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη της Ρώμης. Πρωτοεμφανίστηκε στον συγγραφικό χώρο το 2006. Έχει γράψει εννέα μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια αλλά και βιβλία για παιδιά. Το 2013 γνώρισε μεγάλη επιτυχία χάρη στο μυθιστόρημά του Ο τελευταίος χορός του Σαρλό, το οποίο μεταφράστηκε σε 19 χώρες, ενώ στην Ιταλία τιμήθηκε με έξι βραβεία μεταξύ των οποίων και το Premio Selezione Campiello. Το 2016 κέρδισε το βραβείο Scerbanenco για το καλύτερο νουάρ μυθιστόρημα της χρονιάς με το βιβλίο του Η χαμένη αναγνώστρια (Ίκαρος, 2018).
«Μαγειρεύοντας για τον Πικάσο» της Καμίγ Ομπρέ (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, μετάφραση Γιούλη Δελιοπούλου, Χαριτωμένη Βοντά)
«Αν έπρεπε να ζωγραφίσω αυτή τη νεαρή δεσποινίδα, θα έκανα τα μαλλιά της κόκκινα και πορφυρά, από τον τρόπο με τον οποίο συνδυάζει το μποζολέ με το μπορντό μέσα σε αυτές τις μακριές υπέροχες μπούκλες της!»
Ο πιο διάσημος ζωγράφος του εικοστού αιώνα, ο Πάμπλο Πικάσο, γίνεται μυθιστορηματικό πρόσωπο, ενώ ένα χαμένο έργο του κινεί τα νήματα της πλοκής. Το «Μαγειρεύοντας για τον Πικάσο» έχει χαρακτηριστεί από τη διάσημη Καναδή συγγραφέα Μάργκαρετ Άτγουντ ως «ένας συναρπαστικός συνδυασμός έρωτα, μυστηρίου και γαλλικής γαστρονομίας».
Το μυθιστόρημα εξελίσσεται παράλληλα σε δύο χρονικές περιόδους: στην άνοιξη του 1936, όταν στη Γαλλική Ριβιέρα, και συγκεκριμένα στο παραλιακό χωριουδάκι του Ζουάν-Λε-Πεν, η κεντρική ηρωίδα, η δεκαεπτάχρονη Οντίν μαγειρεύει μαζί με τη μητέρα της στην κουζίνα του ιδιόκτητου Café Paradis και φροντίζει για το μεσημεριανό φαγητό ενός διάσημου και μυστηριώδους πελάτη· και στη σύγχρονη εποχή, όταν η Σελίν, επιτυχημένη makeup artist του Χόλιγουντ και εγγονή της Οντίν, ξεκινά ένα μακρύ ταξίδι στην πόλη όπου η γιαγιά της και ο Πικάσο συναντήθηκαν για πρώτη φορά.
Η δεκαεπτάχρονη Οντίν καλείται να εκτελέσει κάποιες «παράλογες εντολές» που ακούει για πρώτη φορά. Πρέπει να μεταφέρει καθημερινά το γεύμα ενός πελάτη σε μια βίλα την οποία εκείνος, άρτι αφιχθείς από το Παρίσι, έχει νοικιάσει με άκρα μυστικότητα: «Μπαίνεις στο σπίτι από την πλαϊνή πόρτα, την οποία θα έχει αφήσει ξεκλείδωτη για αυτό τον λόγο. Πηγαίνεις απευθείας στην κουζίνα. Ζεσταίνεις το φαγητό και του σερβίρεις. Και φεύγεις αμέσως…» Μα ποιος είναι αυτός ο πελάτης; «Ένας σημαντικός καλλιτέχνης που θέλει να εργαστεί απερίσκεπτος, σε απόλυτη ησυχία και ηρεμία (…) Επιθυμία του είναι να μη μάθει κανείς πως βρίσκεται εδώ».
Η Οντίν κάνει ό,τι της λένε, μέχρις ότου καταλήγει να μαγειρεύει η ίδια για τον Πικάσο στην κουζίνα της βίλας. Εκεί έρχεται έκπληκτη σε επαφή με κάτι παράξενα σχέδια που απεικονίζουν «γυμνές κυρίες με κτηνώδη αρσενικά». Είναι τα σχέδια του κορυφαίου ζωγράφου με θέμα τον Μινώταυρο. Εκεί θα δει επίσης να παρελαύνουν κι άλλα ιερά τέρατα της τέχνης, όπως ο Ματίς και ο Κοκτό. Η αναπάντεχη συνάντηση της Οντίν με τον κορυφαίο καλλιτέχνη γίνεται αφορμή για ένα συναρπαστικό ταξίδι αναζήτησης του αληθινού της εαυτού και του μοναδικού ταλέντου της στη γαστρονομία, σε μια περίοδο που και εκείνος βρίσκεται σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι όχι μόνο της επαγγελματικής αλλά και της προσωπικής του ζωής. Γιατί ο Πικάσο διανύει τη μεταβατική περίοδο της προσαρμογής του από την οικογενειακή ζωή με την Όλγκα Κόκλοβα στην εκτός γάμου εποχή με τη νέα μούσα του, τη Μαρί Τερέζ. Η γνωριμία με τον Πικάσο θα σφραγίσει ανεξίτηλα τη ζωή της Οντίν για τις επόμενες δεκαετίες.
Πολύ αργότερα, στη Νέα Υόρκη, η Σελίν μαθαίνει έκπληκτη ότι η γιαγιά της είχε κάποτε μαγειρέψει για τον Πικάσο· παίρνει επίσης από τη μητέρα της ένα πολύτιμο ενθύμιο: το δερματόδετο σημειωματάριο με τις συνταγές που η Οντίν είχε εκτελέσει για τον ζωγράφο. Πληροφορείται ακόμη ότι ο Πικάσο είχε χαρίσει ένα έργο του στην Οντίν, δώρο για την υπέροχη μαγειρική της, το οποίο κανείς δεν γνωρίζει πού βρίσκεται. Με κίνητρο τις αινιγματικές ιστορίες της μητέρας της αλλά και τα ίχνη από καλά κρυμμένα οικογενειακά μυστικά που μένει να αποκαλυφθούν, η Σελίν ξεκινά με τη σειρά της το δικό της μακρύ ταξίδι. Στην υπέροχη ατμόσφαιρα της Κυανής Ακτής ανακαλύπτει αλήθειες για την τέχνη, τον πολιτισμό, τη γαστρονομία και τον έρωτα που τη βοηθούν να αποδεχτεί το μέλλον και το πεπρωμένο της.
«Ζεν σε 10 λεπτά» του Όουεν Ο′ Κέιν (εκδόσεις Διόπτρα, μετάφραση Νοέλα Ελιασά)
Ο Αμερικανός ψυχοθεραπευτής Όουεν Κέιν δραστηριοποιείται στον χώρο των επιχειρήσεων (με πελάτες όπως οι Goldman Sachs, Bupa και Virgin Atlantic).
Και όπως υποστηρίζει (και) στο εξώφυλλο του νέου του βιβλίου «χρειάζονται 10 λεπτά τη μέρα για να γίνετε πιο ήρεμοι και πιο ευτυχισμένοι».
«Πριν ξεκινήσουμε τη μέρα μας κάθε πρωί, αφιερώνουμε κάποιο χρόνο στην προετοιμασία μας και στη διατροφή μας, αλλά καθόλου χρόνο στη διανοητική και ψυχολογική μας υγεία. Με έναν μοναδικό συνδυασμό τεσσάρων θεραπευτικών μοντέλων -ενσυνειδητότητα, γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία, κλασική ψυχοθεραπεία και EMDR - Eye Movement Desensitization & Reprocessing-, o Ο′ Κέιν προτείνει ένα απλό και αποτελεσματικό πρόγραμμα για να πετύχουμε:
Την άμεση χαλάρωση και ηρεμία του νου.
Την εστίαση του νου, χωρίς κόπο, σε όποιο θέμα επιθυμούμε.
Την αναθεώρηση αυτοκαταστροφικών μοτίβων σκέψης.
Την αποτελεσματική επικοινωνία με τους γύρω μας».
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη (Το Υπόβαθρο και Η Άσκηση των Δέκα Λεπτών») και ήδη από τις πρώτες σελίδες, ο συγγραφέας του θέτει το μέτρο: «Δεν σας υπόσχομαι ότι θα κουνήσω ένα μαγικό ραβδί ή θα σας πασπαλίσω με νεραϊδόσκονη. Ωστόσο, υπόσχομαι να μοιραστώ μαζί σας μερικές αποτελεσματικές τεχνικές που θα σας αλλάξουν τη ζωή».
«Γυναίκες χωρίς έλεος» της Καμίλα Λέκμπεργ (εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση Γρηγόρης Κονδύλης)
Τρεις γυναίκες παγιδευμένες σε γάμους ολέθριους γίνονται από θύματα θύτες. Οι λογαριασμοί πάντα πληρώνονται στο τέλος, σύμφωνα με τη Σουηδή βασίλισσα των μπεστ σέλερ.
Η Ίνγκριντ εγκατέλειψε την πολλά υποσχόμενη δημοσιογραφική της καριέρα για να υποστηρίξει τα επαγγελματικά όνειρα του συζύγου της. Ανακαλύπτει πως εκείνος για άλλη µια φορά την απατά.
Η Μπιργίτα δεν πηγαίνει να κάνει τις προγραμματισμένες ιατρικές της εξετάσεις για να µην αποκαλυφθεί ότι τη δέρνει ο άντρας της. Ανακαλύπτει πως πάσχει από καρκίνο του µαστού.
Η Βικτόρια έφυγε από τη Ρωσία για να παντρευτεί έναν άντρα που γνώρισε διαδικτυακά. Ανακαλύπτει πως ο καλοκάγαθος Σουηδός αγρότης που εμπιστεύτηκε είναι ένας τύραννος.
Ασφυκτιώντας στον γάμο τους και οι τρεις αποφασίζουν να αναλάβουν δράση και συνασπίζονται ανώνυμα μέσω ενός διαδικτυακού φόρουμ. Η καθεμιά θα διαπράξει τον τέλειο φόνο σκοτώνοντας τον σύζυγο της άλλης. Αφήνοντας και πάλι κατά μέρος τη Φιελμπάκα, η βασίλισσα των μπεστ σέλερ της Σουηδίας παραμένει στο κλίμα της νέας της ηρωίδας, της δυναμικής Φέι, που γνωρίσαμε στο Χρυσό κλουβί, και στο νέο της βιβλίο Γυναίκες χωρίς έλεος παρουσιάζει την καθημερινότητα γυναικών που μπορεί φαινομενικά να είναι επιτυχημένες και δυνατές, πίσω όμως από την κουρτίνα υποφέρουν και υφίστανται ψυχολογική ή σωματική κακοποίηση εντός του οικογενειακού τους περιβάλλοντος αγγίζοντας έτσι ένα πολύ σημαντικό και ευαίσθητο κοινωνικό ζήτημα.
Τα δέκα βιβλία της Καμίλα Λέκμπεργ, µε πρωταγωνιστές τον επιθεωρητή Πάτρικ και την αγαπηµένη του Ερίκα που εκτυλίσσονται στη Φιελµπάκα, έχουν πουλήσει περισσότερα από 23 εκατοµµύρια αντίτυπα σε 60 χώρες. Εκτός από συγγραφέας είναι επίσης επιτυχηµένη επιχειρηµατίας και µία από τις ιδρύτριες της επενδυτικής εταιρείας Invest In Her, που προάγει τη γυναικεία επιχειρηµατικότητα και αγωνίζεται για την εξάλειψη των µισθολογικών διαφορών σε βάρος των γυναικών. Από τις εκδόσεις Μεταίχµιο κυκλοφορούν όλα τα αστυνοµικά της µυθιστορήµατα.
«Κόκκιν′ αχείλι εφίλησα» του Παντελή Μπουκάλα (εκδόσεις Άγρα)
Ένα από τα πιο αγαπημένα δημοτικά τραγούδια εξεικονίζει με τρόπο συναρπαστικό το ταχύτατο ταξίδι του φιλιού, του κόκκινου φιλιού, από τα χείλη που σμίγουν στην πλάση που φιλοξενεί τους ερωτευμένους και πανηγυρίζει μαζί τους: Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα κι έβαψε το δικό μου, / και στο μαντίλι το ’συρα κι έβαψε το μαντίλι, / και στο ποτάμι το ’πλυνα κι έβαψε το ποτάμι, / κι έβαψε η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου. / Κατέβη ο αιτός να πιεί νερό κι έβαψε τα φτερά του, / κι έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο.
Οι έξι στίχοι, που διασώθηκαν σε ποικίλες παραλλαγές, έχουν μακρά φιλολογική, λαογραφική και λογοτεχνική ιστορία, στην οποία εμπλέκονται μεγάλα ονόματα της λογιοσύνης και της ποίησης. Ανάμεσά τους ο Κοραής, ο Φωριέλ, ο Ν. Γ. Πολίτης, ο Κρυστάλλης, ο Ψυχάρης, ο Αποστολάκης, ο Σεφέρης, ο Τσάτσος, ο Φώτος Πολίτης, ο Βρεττάκος.
Στο επίκεντρο του διαλόγου βρέθηκαν ζητήματα που μας απασχολούν και σήμερα: η ιδιαιτερότητα της δημοτικής ποίησης, η στάθμιση της αξίας της με ζύγια αμιγώς λογοτεχνικά και το δικαίωμα της ποίησης εν γένει, ανώνυμης και προσωπικής, να ιστορεί τα αισθήματα και τις ιδέες της ανοίγοντας δρόμους που την απομακρύνουν από την ασφάλεια της «λογικής» πεπατημένης. Η φυσικότητα με την οποία ο λαϊκός δημιουργός εμπιστεύτηκε την υπερβολή, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το τραγούδι του ακάθεκτου κόκκινου φιλιού, ετοίμασε τραγούδια που πιθανόν θα σαγήνευαν τους υπερρεαλιστές, Έλληνες και ξένους, αν τα γνώριζαν έγκαιρα σε όλη την έκτασή τους.
Κάποια άλλης κατηγορίας δημοτικά τραγούδια, στα οποία επίσης αναφέρεται η έκδοση θα μπορούσαν να προκαλέσουν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των πρωτοπόρων της ψυχανάλυσης, αν –και πάλι– τα γνώριζαν έγκαιρα. Αίφνης, ο Ζίγμουντ Φρόυντ, που γνώριζε τον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλή, ίσως σκεφτόταν ότι ο όρος «οιδιπόδειο σύμπλεγμα» δεν καλύπτει με πληρότητα και διαύγεια τις σκέψεις του. Ο Οιδίποδας και η Ιοκάστη δεν γνωρίζονταν. Αντίθετα, σε ολόκληρο κύκλο δημοτικών το «οιδιπόδειο» είναι ενεπίγνωστο, εκδηλώνεται δε με τέτοια επιθετικότητα από τη μητρική πλευρά ώστε συνταράζονται τα ιερά, ο ουρανός κι η θάλασσα. Αποκαλυπτικές για το βάρος που αποδίδει η λαϊκή σκέψη στο «οιδιπόδειο» κρίμα είναι οι παραλλαγές όπου η πραγμάτωση της μητρο-υιικής σχέσης απολήγει με τριπλό θάνατο (άλλη κάθαρση δεν προβλέπεται), αλλά και οι παραδόσεις στις οποίες Οιδίποδας, ενσυνείδητος, είναι ο Ιούδας.
Το Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα του ποιητή και μεταφραστή Παντελή Μπουκάλα, είναι το τρίτο βιβλίο της σειράς Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι, μετά την Αγαπώ (2016, Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου και Κριτικής 2017) και το Αίμα της αγάπης (2017).
Το βιβλίο παρουσιάζεται την Τρίτη 17 Δεκεμβρίου (ώρα 8 μ.μ.) στο θέατρο «Τζένη Καρέζη».
«Η κραυγή του χελιδονιού» του Αχμέτ Ουμίτ (εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Θάνος Ζαράγκαλης)
Είδα τον πόνο. Είδα αργά αργά να συρρικνώνεται η ίριδα στο µέσον των µατιών τους και κατόπιν να σκάει έξαφνα σαν κραυγή. Είδα τα τρεµάµενα χείλη, τα πρόσωπα που µετατράπηκαν σε µελισσοκέρι, τα βαθουλωµένα µάγουλα, τα διογκωµένα ζυγωµατικά, τις κόγχες των µατιών που βάθαιναν και θύµιζαν σπηλιά, τις αποξηραµένες γλώσσες µέσα στα στεγνά στόµατα. Και αντιλήφθηκα ότι η στιγµή κατά την οποία συνειδητοποιούµε την ύπαρξή µας είναι η στιγµή που σπαρταρούµε από τον πόνο... Φοβόµουν, διότι είδα την αρχική στιγµή όταν άνθρωπος σκοτώνει τον συνάνθρωπο, άκουσα το ουρλιαχτό της νίκης του δολοφόνου, την κραυγή φόβου του θύµατος. Ούρλιαξα κι εγώ σαν δολοφόνος κι έβγαλα την κραυγή του φόβου που βγάζει το θύµα. Μου άρεσε αυτή η κατάσταση του ανθρώπου.
Ο αστυνόµος Νεβζάτ αναλαµβάνει, µαζί µε τους βοηθούς του, τον υπαστυνόµο Αλή και την υπαστυνόµο Ζεϊνέπ, να ανακαλύψει τον δολοφόνο που εξοντώνει παιδόφιλους, µέσα σ’ ένα κλίµα αναταραχής και βίας, µέσα σε µια νέα πραγµατικότητα σηµαδεµένη από το φαινόµενο της εµπορίας ανθρώπινων οργάνων, στο οποίο καταφεύγουν για να γλιτώσουν από τη µιζέρια οι Σύροι πρόσφυγες στην Τουρκία.
Το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα του αγαπητού στο ελληνικό κοινό Τούρκου Αχμέτ Ουμίτ, συγγραφέα (μεταξύ άλλων πολλών) του μπεστ σέλερ «Οι μνήμες της Κωνσταντινούπολης».
«Η αθανασία» του Μίλαν Κούντερα (Εκδόσεις της Εστίας, μετάφραση Γιάννης Η. Χάρης)
«Ξέρεις, Γιόχαν» είπε ο Χέμινγουεϊ [στον Γκαίτε, καθώς περπατούσαν στις αλέες του άλλου κόσμου], «ούτε κι εγώ γλιτώνω από το συνεχές κατηγορητήριό τους. Αντί να διαβάζουν τα βιβλία μου, γράφουν βιβλία για μένα. Λένε πως δεν αγαπούσα τις γυναίκες μου. Πως δεν ασχολήθηκα αρκετά με τον γιο μου. Πως έσπασα τα μούτρα ενός κριτικού. Πως δεν ήμουν ειλικρινής. Πως ήμουν υπερόπτης. Πως ήμουν φαλλοκράτης. Πως καυχήθηκα ότι είχα 230 τραύματα πολέμου ενώ είχα μόνο 206. Πως αυνανιζόμουν. Πως ήμουν κακός με τη μητέρα μου.»
«Έτσι είναι η αθανασία, τι τα θες» είπε ο Γκαίτε. «Η αθανασία είναι αιώνια δίκη.»
«Αν είναι αιώνια δίκη, χρειάζεται κι ένας πραγματικός δικαστής! Όχι μια δασκάλα του χωριού με τη βίτσα στο χέρι.»
«Εμ αυτή είναι η αιώνια δίκη: η βίτσα στο χέρι μιας δασκάλας του χωριού! Τι φαντάστηκες δηλαδή, Έρνεστ;»
«Τίποτα δεν φαντάστηκα. Είχα απλώς την ελπίδα ότι, μετά τον θάνατό μου, θα ζούσα λίγο ήσυχα.»
«Έκανες τα πάντα για να γίνεις αθάνατος.»
«Σαχλαμάρες. Βιβλία έγραφα, αυτό είν’ όλο.»
«Ακριβώς!» έβαλε τα γέλια ο Γκαίτε.
«Καμία αντίρρηση να είναι αθάνατα τα βιβλία μου. Τα έγραψα έτσι που να μην μπορεί κανείς να τους αλλάξει ούτε λέξη. Που ν’ αντέχουν στις φουρτούνες. Αλλά εγώ ο ίδιος σαν άνθρωπος, σαν Έρνεστ Χέμινγουεϊ, δεκάρα δεν δίνω για την αθανασία!»
«Σε καταλαβαίνω. Έπρεπε όμως να ήσουν πιο μετρημένος όσο ζούσες. Τώρα είναι μάλλον αργά.»
Το ένα από τα δύο διασημότερα μυθιστορήματα του Μίλαν Κούντερα (το έτερο είναι βεβαίως «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι»), που έχει μεταφραστεί και κυκλοφορήσει σε όλον τον κόσμο, σε νέα έκδοση και νέα μετάφραση από τα γαλλικά από την οριστική έκδοση της Pléiade.
«Η αθανασία» κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1990 και είναι το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα στη τσέχικη γλώσσα.
«Έλα να με βρεις» του Αντρέ Ασιμάν (εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση Νίκος Μάντης)
Μπεστ σέλερ των New York Times, βιβλίο της χρονιάς σύµφωνα µε το Publishers Weekly και τη Washington Post, το «Έλα να με βρεις» είναι η συνέχεια του «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου», το οποίο ο Λούκα Γκουαντανίνο μετέφερε στο σινεμά (σε διασκευή του βετεράνου Τζέιμς Άιβορι), κερδίζοντας τέσσερις υποψηφιότητες για Όσκαρ και καθιερώνοντας τον Τίμοθι Σαλαμέ.
Ο Αντρέ Ασιμάν ξανασυστήνει τους ήρωές του (δεκαπέντε χρόνια μετά τα γεγονότα του πρώτου βιβλίου), ως είναι αναμενόμενο σε διαφορετική φάση της ζωής τους.
Ο πατέρας του Έλιο, ο Σάµιουελ, ταξιδεύει από τη Φλωρεντία στη Ρώμη για να επισκεφθεί τον Έλιο ο οποίος σταδιοδρομεί ως προικισμένος κλασικός πιανίστας. Μια τυχαία συνάντηση στο τρένο µε µια όμορφη νεαρή γυναίκα θα ανατρέψει τα σχέδια του Σάµι και θα αλλάξει τη ζωή του για πάντα.
Ο Έλιο λίγο καιρό αργότερα μετακομίζει στο Παρίσι, όπου θα αποκτήσει µια σημαντική σχέση, ενώ ο Όλιβερ, οικογενειάρχης και καθηγητής πλέον στη Νέα Αγγλία, σκέφτεται σοβαρά να ξαναδιασχίσει τον Ατλαντικό για ένα ταξίδι επιστροφής στην Ευρώπη.
Ένα μυθιστόρημα για τις πολλές και διαφορετικές όψεις του έρωτα, τον χαμένο χρόνο, τις λανθασμένες επιλογές και την αληθινή αγάπη.