Η καθυστέρηση της διεύρυνσης της ΕΕ προς το νοτιοανατολικό άκρο της γηραιάς ηπείρου και η επακόλουθη απογοήτευση των κρατών περιοχής από την εξέλιξη αυτή, έχει δημιουργήσει μία νέα δυναμική στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων, την οποία η Ρωσία επιθυμεί να αξιοποιήσει.
Οι εξελίξεις αυτές έχουν ως απότοκο την επέκταση της παρουσίας και τον ενισχυμένο ρόλο της Μόσχας στα τεκταινόμενα των Δυτικών Βαλκανίων τα τελευταία χρόνια, εγείροντας ανησυχίες για το κατά πόσον αυτή η αλλαγή θα επηρεάσει τη συνολική σταθερότητα και ασφάλεια της περιοχής.
Στενά συνδεδεμένος με τις ανησυχίες για τη ρωσική γεωπολιτική κυριαρχία είναι ο φόβος ότι η Ρωσία προσπαθεί να παρουσιαστεί ως «εναλλακτική» στις ευρωατλαντικές δομές, ως ένας αξιόπιστος και πολλά υποσχόμενος οικονομικός και πολιτικός εταίρος για τις βαλκανικές χώρες. Η Μόσχα προσπαθεί με αυτόν τον τρόπο να δελεάσει τους τοπικούς ηγέτες να μετατοπίσουν τις πολιτικές και οικονομικές τους δεσμεύσεις προς τη ρωσική πρωτεύουσα και μακριά από τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον.
Οι βασικές αρχές της βαλκανικής διάστασης της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής είναι:
η διατήρηση του καθεστώτος μιας «μεγάλης δύναμης» που συμμετέχει στον καθορισμό της τύχης της περιοχής,
η αποτροπή της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ,
η εκπλήρωση των ρωσικών επιχειρηματικών συμφερόντων,
η διατήρηση των Δυτικών Βαλκανίων ως πιθανού «διαπραγματευτικού χαρτιού» με τις Βρυξέλλες
και η διατήρηση – σε μεγάλο βαθμό για εγχώρια ρωσική κατανάλωση – των ιδεών της σλαβικής αδελφοσύνης και της θρησκευτικής ενότητας.
Το κοινό νήμα όλων των ρωσικών προτεραιοτήτων στα Βαλκάνια περιλαμβάνει την αποκατάσταση της ισορροπίας δυνάμεων και την αλλαγή του γεωπολιτικού τοπίου στην περιοχή. Ιδιαίτερα, η Ρωσία είναι έτοιμη να καλύψει το κενό και να κεφαλαιοποιήσει υπέρ της τις παλινωδίες των Βρυξελλών σε σχέση με τα Δυτικά Βαλκάνια.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα πιο σημαντικά μέσα επιρροής της Ρωσίας στην περιοχή περιλαμβάνουν την ενεργειακή πολιτική, την πολιτική πίεση, τις επενδύσεις και τα εργαλεία «soft power», όπως είναι οι πολιτιστικές, θρησκευτικές και μέσω των ΜΜΕ εκστρατείες.
Όσον αφορά την ενεργειακή πολιτική, η Ρωσία αντλεί τη δύναμή της από τον ρόλο της τόσο ως κύριος προμηθευτής ενέργειας όσο και ως βασικός επενδυτής στον ενεργειακό τομέα. Η Ρωσία είναι μακράν ο κυρίαρχος προμηθευτής πετρελαίου και φυσικού αερίου στα Βαλκάνια, όπου όλες οι χώρες παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από τις εισαγωγές για την κάλυψη των αναγκών τους.
Όσον αφορά τις επενδύσεις σε άλλους τομείς, με την Ελλάδα (μεγάλος επενδυτής στην περιοχή μέχρι το 2009) και άλλες χώρες της ευρωζώνης σε κρίση και με τις άμεσες ευρωπαϊκές επενδύσεις στην περιοχή να μειώνονται, οι βαλκανικές χώρες ήταν πιο ανοιχτές σε προσφορές επενδύσεων και χρηματοοικονομική υποστήριξη από άλλες χώρες, όπως η Κίνα και η Ρωσία.
Επιπλέον, ένα από τα κύρια εργαλεία μέσω των οποίων η Μόσχα ασκεί πολιτική επιρροή στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων είναι η θέση της ως Μόνιμου Μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Η Ρωσία χρησιμοποίησε το προνόμιο που της παρέχεται με αυτή τη θέση προς όφελος της Σερβίας, ασκώντας βέτο – το 1994 και το 2015 – σε δύο ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που καταδίκαζαν τη βία από τους Σερβοβόσνιους και σε συνδυασμό με τη μη αναγνώριση της διακήρυξης της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου το 2008 κέρδισε την εκτίμηση μεταξύ των Σέρβων εθνικιστών.
Εκτός από τα μέσα οικονομικής και πολιτικής μόχλευσης, τα εργαλεία «ήπιας δύναμης» έδωσαν επίσης στη Ρωσία σημαντικά πλεονεκτήματα ως προς τη θέση της στην ευρύτερη περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων. Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, η Ρωσία αναζωπύρωσε τους παραδοσιακούς δεσμούς της με τα δυτικοβαλκανικά κράτη που βασίζονται στους κοινούς θρησκευτικούς, ιστορικούς και πολιτιστικούς δεσμούς που μοιράζεται με αυτή. Στη σχέση της Ρωσίας με τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, «δύο αδελφότητες ενώνονται: η σλαβική και η ορθόδοξη».
Τέλος, η χρήση των ΜΜΕ και των διαφόρων προπαγανδιστικών μέσων υπήρξαν βασικά μέσα της «ήπιας δύναμης» της Ρωσίας στην περιοχή . Η ρωσική προπαγάνδα βοήθησε να τροφοδοτηθεί και να κεφαλαιοποιηθεί η αυξανόμενη απογοήτευση από την Ε.Ε. που προέκυψε από τους ασαφείς στρατηγικούς στόχους της Ένωσης ως προς τα Δυτικά Βαλκάνια και από την γενικότερη επιβράδυνση της διαδικασίας ένταξης των δυτικοβαλκανικών κρατών στην Ε.Ε.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως η Ρωσία έχει εστιάσει τα τελευταία χρόνια στην εμβάθυνση, τη διεύρυνση και την εδραίωση της παρουσίας της σε μια περιοχή που παραδοσιακά υπήρξε σημαντική για τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής του Κρεμλίνου. Χρησιμοποιώντας εργαλεία όπως η ενεργειακή πολιτική, η πολιτιστική διπλωματία, τα εθνοτικά σύμβολα και οι ιστορικές σχέσεις, η Μόσχα μπόρεσε να εκμεταλλευτεί το «παράθυρο ευκαιρίας» που της άφησε η ενασχόληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα σοβαρά εσωτερικά της προβλήματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κεφαλαιοποιήσει την αυξανόμενη δυσαρέσκεια και απογοήτευση στην ευρύτερη περιοχή.
Ταυτόχρονα, ενώ είναι η αλήθεια πως η οικονομική ισχύς και η παρουσία της Ρωσίας δεν μπορούν να συγκριθούν με την αντίστοιχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Μόσχα έχει καταφέρει να καταστήσει κυρίαρχη την αντίληψη πως η ρωσική ανάμειξη και συνεισφορά στην περιοχή είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι πραγματικά είναι.
Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει αμφιβολία πως με τη στρατηγική ενεργειακή της πολιτική, τη ρητορική πολιτιστικής αλληλεγγύης, τα εργαλεία «ήπιας ισχύος» και τη γοητεία της εναλλακτικής στις καθυστερήσεις των Βρυξελλών, η Ρωσία θα μπορούσε να αποτελέσει πράγματι έναν εναλλακτικό πόλο στα Δυτικά Βαλκάνια.