Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με την πτώση της ΕΣΣΔ, σήμανε για πολλούς και το τέλος (ή, έστω, τη σημαντική μείωση) της απειλής του πυρηνικού ολοκαυτώματος η οποία κρεμόταν πάνω από τον πλανήτη για τα περίπου 40 χρόνια που διήρκεσε η αντιπαράθεση μεταξύ της Δύσης (ΝΑΤΟ) και της Ανατολής (Σύμφωνο της Βαρσοβίας). Ωστόσο, οι βάσεις για τη μείωση της πυρηνικής απειλής είχαν τεθεί από νωρίτερα, με την υπογραφή της συνθήκης INF (Intermediate-Range Nuclear Forces Treaty- Συνθήκη Πυρηνικών Δυνάμεων Μέσου Βεληνεκούς), ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση τον Δεκέμβριο του 1987, δια χειρών του τότε Αμερικανού προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν και του τελευταίου ηγέτη της ΕΣΣΔ, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Η συγκεκριμένη συνθήκη, που τέθηκε σε εφαρμογή από τον Ιούνιο του 1988, αποτελεί ορόσημο στην ιστορία του ελέγχου των πυρηνικών εξοπλισμών, καθώς είναι μια κατά κοινή ομολογία επιτυχής συνθήκη, η οποία κατήργησε μια ολόκληρη κατηγορία βαλλιστικών πυραύλων (με αποτέλεσμα την απόσυρση και αποσυναρμολόγηση 2.692 πυραύλων) συμβάλλοντας σε πολύ μεγάλο βαθμό στην αποκλιμάκωση των πυρηνικών εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης, καθώς περιόριζε τις δυνατότητες πρώτου πλήγματος των υπογραφόντων: Με αυτόν τον τρόπο περιοριζόταν δραματικά το όποιο «κίνητρο» μπορεί να είχε μια από τις δύο πλευρές να επιτεθεί πρώτη, προλαβαίνοντας τη συντριπτική αντεπίθεση του αντιπάλου, ελπίζοντας να αναδειχθεί «καθαρή» νικήτρια σε έναν πυρηνικό πόλεμο. Με πολύ απλά λόγια, οι πύραυλοι αυτοί (εκτοξευόμενοι από το έδαφος, με εμβέλεια από 500 μέχρι 5.500 χλμ) θεωρούνταν κατεξοχήν «αποσταθεροποιητικά» όπλα, καθώς η μικρή διάρκεια πτήσης προς τους στόχους τους και η αδυναμία εντοπισμού της θέσης τους είχαν ως αποτέλεσμα ο αντίπαλος να έχει ελάχιστο χρόνο αντίδρασης- καθιστώντας τους ιδανικό όπλο πρώτου/ προληπτικού πλήγματος στην Ευρώπη.
Η συνθήκη INF ήρθε ξανά στη δημοσιότητα πρόσφατα, λόγω των εξαγγελιών του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, περί απόσυρσης των ΗΠΑ, λόγω μη συμμόρφωσης της Ρωσίας προς αυτήν. Δεδομένου ότι δεν πρόκειται για την πρώτη διεθνή συμφωνία από την οποία αποσύρεται ο πρόεδρος Τραμπ, η είδηση αυτή δεν προκάλεσε την αίσθηση που θα περίμενε κανείς- ωστόσο, πρέπει να θυμάται κανείς ότι μιλάμε για πυρηνικά όπλα σε έναν ολοένα και πιο ασταθή κόσμο, όπου πολλοί εμφανίζονται πρόθυμοι να «ξαναμοιράσουν την τράπουλα»- με ό,τι κινδύνους μπορεί να συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Από αυτή την άποψη, αξίζει να εξεταστεί περαιτέρω ποια ακριβώς είναι η σημασία της συνθήκης INF- και τι θα μπορούσε να επιφέρει μια πιθανή «ταφόπλακα» σε αυτήν.
Η συνθήκη INF και η σημασία της
Η συνθήκη INF προέκυψε ως αποτέλεσμα της αποκαλούμενης «Κρίσης των Ευρωπυραύλων», η οποία πηγάζει από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τα σχέδια της Σοβιετικής Ένωσης για ανάπτυξη στην Ευρώπη των νέων πυραύλων RSD-10, γνωστών στη Δύση με τον προσδιορισμό SS-20, που μετέβαλαν τη στρατηγική ισορροπία στη Γηραιά Ήπειρο. Οι πύραυλοι αντικαθιστούσαν τους SS-4 και SS-5, οι οποίοι θεωρούνταν μάλλον περιορισμένη απειλή για τη δυτική Ευρώπη, εξαιτίας της χαμηλής ακρίβειας, της δυσκολίας απόκρυψής τους, του μεγάλου χρονικού διάστημα προετοιμασίας τους και της έλλειψης ευκινησίας τους: Ως εκ τούτου, οι παλαιότεροι πύραυλοι θεωρούνταν κυρίως αμυντικού χαρακτήρα- και αυτό άλλαζε εξαιτίας των SS-20, που υπερτερούσε σε όλα τα προαναφερθέντα επίπεδα, αποτελώντας έτσι ένα πολύ επικίνδυνο επιθετικό όπλο- ιδανικό για πρώτο πλήγμα και ως εκ τούτου «πειρασμό» για αυτήν την επιλογή.
Το αποτέλεσμα, όπως εξηγεί στη HuffPost Greece ο Ηλίας Κουσκουβέλης, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, κάτοχος της Επώνυμης Έδρας ΓΕΕΘΑ στις Στρατηγικές Σπουδές «Θουκυδίδης» και συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του «Αποτροπή και Πυρηνική Στρατηγική: Θεωρία Διεθνών Σχέσεων στον Ψυχρό Πόλεμο», ήταν η λεγόμενη «double track decision» από το ΝΑΤΟ: «Βάσει αυτής, είτε θα γινόταν διαπραγμάτευση για να μην εγκαταστήσουν τέτοιους πυραύλους οι Σοβιετικοί, είτε θα ανέπτυσσε και το ΝΑΤΟ τέτοιους πυραύλους- επρόκειτο για την απόφαση ανάπτυξης πυραύλων Pershing II και cruise (BGM-109G Gryphon), που προκάλεσε και κρίση στη Γερμανία, όταν ανέβηκαν στην εξουσία οι Χριστιανοδημοκράτες. Το γεγονός ότι οι Σοβιετικοί εγκατέστησαν αυτούς τους πυραύλους και οι Αμερικανοί τους αντίστοιχους, προκάλεσε την αποκαλούμενη Κρίση των Ευρωπυραύλων. Από το 1985 και μετά, οι δύο πλευρές διαπραγματεύτηκαν πάνω σε τρία ζητήματα: Το πρόγραμμα του “Πολέμου των Άστρων”, τους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς και τους “Ευρωπυραύλους”. Στα δύο πρώτα δεν υπήρξε συμφωνία, μα υπήρξε στο τρίτο».
Μιλώντας στη HuffPost Greece ο Αλεξάντερ Γερμάκοφ, στρατιωτικός αναλυτής του RIAC (Russian International Affairs Council), σημειώνει πως η εξάπλωση των πυραύλων μέσου βεληνεκούς δημιουργούσε επιβλαβείς για τη στρατηγική ισορροπία συνθήκες, όπου ένα πρώτο πλήγμα παρείχε σημαντικά πλεονεκτήματα: «Μία από τις πλευρές θα μπορούσε να αρχίσει πυρηνικό πόλεμο χωρίς να το επιθυμεί στην πραγματικότητα, απλά και μόνο στο πλαίσιο μιας απόφασης ότι ήταν απαραίτητο να επιτεθεί και να μην περιμένει το χτύπημα του αντιπάλου, καθώς δεν θα μπορούσε να απαντήσει σε αυτό με την πλήρη ισχύ της...οι μέσου βεληνεκούς βαλλιστικοί πύραυλοι αποτελούν σχεδόν “απόλυτο” όπλο, που χτυπά τον στόχο μέσα σε λίγα λεπτά. Η προστασία από αυτούς είναι πολύ δύσκολη, και υστερεί σε σχέση με την ανάπτυξή τους. Επίσης, η εγκατάσταση απλών cruise πυραύλων στο έδαφος παρουσιάζει επίσης πλεονεκτήματα: Είναι χαμηλού κόστους και μπορεί να δει μαζική εφαρμογή, ενώ οι καμουφλαρισμένες εγκαταστάσεις εδάφους έχουν υψηλά επίπεδα επιβιωσιμότητας».
Ως αποτέλεσμα της συνθήκης αυτής, αποφασίστηκε η καταστροφή και η παύση της παραγωγής εκτοξευόμενων από το έδαφος βαλλιστικών και cruise πυραύλων εμβέλειας 500- 5.500 χλμ. Η συμφωνία δεν περιελάμβανε πυραύλους που εκτοξεύονταν από τη θάλασσα, ούτε το γαλλικό και το βρετανικό πυρηνικό οπλοστάσιο, ωστόσο απάλλαξε την πυρηνική ισορροπία από μια σημαντική πηγή αποσταθεροποίησης.
Σύμφωνα με τον Ντάριλ Κίμπολ, διευθυντή της Arms Control Association (ΗΠΑ), πρόκειται για μια συνθήκη κρίσιμη για την Ευρωατλαντική Ασφάλεια. «Η INF οδήγησε στην επιβεβαιωμένη απόσυρση περίπου 2.700 πυραύλων με πυρηνικές κεφαλές στην Ευρώπη. Επρόκειτο για ιδιαίτερα επικίνδυνα και αποσταθεροποιητικά όπλα, επειδή οι θέσεις και οι μικροί χρόνοι πτήσης προς τους στόχους τους σήμαιναν πως πρακτικά δεν υπήρχε προειδοποίηση πριν από ένα πλήγμα, καθιστώντας πιο πιθανό για την κάθε πλευρά να εξαπολύσει μια προληπτική επίθεση εναντίον του αντιπάλου. Η συνθήκη βοήθησε να δοθεί τέλος στην κούρσα εξοπλισμών του Ψυχρού Πολέμου και αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της αρχιτεκτονικής ελέγχου πυρηνικών όπλων μεταξύ ΗΠΑ- Ρωσίας. Επίσης, άνοιξε τον δρόμο για συμφωνίας μείωσης του αμερικανικού και του ρωσικού οπλοστασίου στρατηγικών πυρηνικών όπλων μέσω συμφωνιών από το 1991 ως το 2010».
Από αυτή την άποψη, δεν πρέπει να παραβλέπεται η συμβολή σημασία της συμφωνίας: Όπως σημειώνει ο Νταν Σμιθ, διευθυντής του SIPRI (Stockholm International Research Peace Research Institute), «ήταν η πρώτη συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ που οδήγησε σε πραγματικές μειώσεις των αριθμών των πυρηνικών όπλων που είχε η κάθε πλευρά. Η συνέχιση της εφαρμογής της αποτέλεσε ένδειξη της πρόθεσης της κάθε πλευράς για διατήρηση των ειρηνικών σχέσεων και την αποφυγή της επιστροφής στις ημέρες της αντιπαράθεσης και του ανταγωνισμού στην ανάπτυξη όπλων στην Ευρώπη».
Όπως προαναφέρθηκε, η συνθήκη INF θεωρείται κατά κοινή ομολογία επιτυχής.
Η σημερινή ισορροπία στα πυρηνικά όπλα
Σε αυτό το σημείο, για να γίνει καλύτερα αντιληπτό το σε τι κατάσταση βρισκόταν ο κόσμος ως προς τα πυρηνικά όπλα τη δεκαετία του 1980 και πού βρίσκεται σήμερα, αξίζει να δούμε τους σχετικούς αριθμούς.
Νταν Σμιθ, διευθυντής SIPRI: Ο συνολικός αριθμός πυρηνικών κεφαλών στον κόσμο τη δεκαετία του 1980 ήταν μεταξύ 65.000 και 70.000. Σήμερα, έχουμε κάτι λιγότερο από 15.000. Από αυτές, περίπου 5.000 είναι εκτός υπηρεσίας και αναμένουν αποσυναρμολόγηση, στο πλαίσιο συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, άλλες 5.000 είναι σε αποθήκευση και έτοιμοι προς χρήση, με άλλες 5.000 έτοιμες προς χρήση σε αεροδρόμια, υποβρύχια και σιλό πυραύλων. Η μείωση από 65.000 σε 15.000 είναι σημαντική, ακόμα και αν οι κεφαλές που απομένουν μπορούν να εξαπολύσουν ασύλληπτη καταστροφή. Οι μεγαλύτερες μειώσεις στους αριθμούς των πυρηνικών κεφαλών προέκυψαν μέσω των προεδρικών πρωτοβουλιών το 1991: Δεν ήταν επίσημες συμφωνίες, αλλά ξεχωριστές, παράλληλες και προσυμφωνημένες πρωτοβουλίες μεταξύ των προέδρων των ΗΠΑ και της Ρωσίας για μείωση των μικρής εμβέλειας και τακτικών πυρηνικών όπλων, από τα οποία είχαν δεκάδες χιλιάδες.
Τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, όταν αναπτύχθηκαν και τέθηκαν σε υπηρεσία οι πύραυλοι μέσου βεληνεκούς, στη Δύσυ κυριαρχούσε η πεποίθηση στότι η στρατηγική αποτροπής υπονοούσε ένα φάσμα που κυμαινόταν από τον τοπικό, «περιορισμένο» πυρηνικό πόλεμο ως τον γενικευμένο, διηπειρωτικό πυρηνικό πόλεμο, και ότι η αποτροπή αυτή προϋπέθετε η Δύση να έχει πυρηνικές δυνατότητες για κάθε μέρος αυτού του φάσματος. Η πυρηνική στρατηγική της Σοβιετικής Ένωσης θεωρείται πως προϋπέθετε δυνατότητες καταστροφής στόχων σε κάθε σημείο της Ευρώπης, χωρίς να απαιτείται η καταστροφή στόχων στις ίδιες τις ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα, οι πύραυλοι μέσου βεληνεκούς εντάσσονταν στα πλαίσια των όπλων που επιτάσσονταν από τα πυρηνικά δόγματα της εποχής. Αυτό στην πράξη σήμαινε πως υπήρχε λόγος για κάθε πυρηνικό όπλο, κάθε εμβέλειας, ειδικά αν ο αντίπαλος είχε ή ανέπτυσσε συγκρίσιμο όπλο. Η πραγματική συνεισφορά που είχαν τέτοια όπλα στην ασφάλεια της κάθε πλευράς ήταν πάντα αντικείμενο συζήτησης. Παραμένει εξαιρετικά δύσκολο να κατανοήσει κανείς γιατί, για παράδειγμα, οι πύραυλοι που είναι εγκατεστημένοι στην ξηρά, οι οποίοι είναι ορατοί και μπορούν να καταστραφούν σχετικά εύκολα, είναι σημαντικοί, όταν υπάρχουν ήδη πύραυλοι στη θάλασσα, που είναι κρυμμένοι και η καταστροφή των οποίων είναι δύσκολη.
Οι αλληλοκατηγορίες ΗΠΑ και Ρωσίας
Τα εκατέρωθεν «πυρά» μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας για παραβίαση της συνθήκης δεν είναι κάτι καινούριο, που αποφάσισε να ανακινήσει τώρα ο πρόεδρος Τραμπ- και, όπως ήταν αναμενόμενο, και οι δύο πλευρές απορρίπτουν τις κατηγορίες.
Όπως σημειώνει ο κ. Κίμπολ (Arms Control Association), η φερόμενη μη συμμόρφωση της Ρωσίας αποτελεί λόγο βαθέος προβληματισμού στις ΗΠΑ: «Το 2008 και το 2011 η Ρωσία δοκίμασε, και από το 2016 και μετά έχει αναπτύξει περίπου 100 πυραύλους που είναι γνωστοί ως 9Μ729 (SSC-8), για τους οποίους οι ΗΠΑ πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους περιορισμούς της συνθήκης».
Μέχρι σήμερα δεν έχουν παρουσιαστεί απτά στοιχεία που να αποδεικνύουν ή να διαψεύδουν κάτι τέτοιο- παρόλα αυτά, ο κ. Σμιθ (SIPRI) σημειώνει πως «δεν υπάρχει αμφιβολία πως ανώτεροι αξιωματούχοι επί της κυβέρνησης Ομπάμα, καθώς και στη σημερινή κυβέρνηση, πιστεύουν ότι η Ρωσία “έκλεψε” στη συνθήκη INF. Κατά την άποψή μου, οι ρωσικοί ισχυρισμοί, εάν αληθεύουν, έχουν μικρότερο βάρος από τους αμερικανικούς, αν ισχύουν».
Όσον αφορά στις ρωσικές κατηγορίες προς τις ΗΠΑ για παραβίαση της συνθήκης, έχουν να κάνουν με τις εγκαταστάσεις αντιπυραυλικής άμυνας σε Ρουμανία (σε υπηρεσία) και Πολωνία (υπό κατασκευή), και συγκεκριμένα με τους εκτοξευτές Mk-41, που χρησιμοποιούνται για τους αναχαιτιστικούς πυραύλους της «αντιπυραυλικής ασπίδας» που παρέχει το σύστημα Aegis Ashore των ΗΠΑ: Σύμφωνα με τη ρωσική πλευρά, οι εκτοξευτές αυτοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την εκτόξευση επιθετικών πυραύλων (Tomahawk).
«Η παρουσία αυτών των εκτοξευτών δεν αποτελεί παραβίαση της συνθήκης, μα οι ΗΠΑ δεν έχουν απαντήσει ικανοποιητικά στους προβληματισμούς της Ρωσίας σε αυτό το ζήτημα. Οι διπλωματικές προσπάθειες επίλυσής τους μέχρι τώρα έχουν υπάρξει περιορισμένες και μη επιτυχείς. Από τότε που ο Τραμπ ανέλαβε καθήκοντα, Αμερικανοί και Ρώσοι αξιωματούχοι έχουν συναντηθεί μόνο δύο φορές για να προσπαθήσουν να συζητήσουν τρόπους επίλυσης του ζητήματος των πυραύλων 9M729» σημειώνει ο κ. Κίμπολ.
Από πλευράς του, ο κ. Γερμάκοφ υπογραμμίζει, αναφερόμενος στις αμερικανικές κατηγορίες, πως δεν έχουν παρουσιαστεί στοιχεία που να τις τεκμηριώνουν, ενώ, μιλώντας για τις ρωσικές κατηγορίες ως προς τις εγκαταστάσεις σε Ρουμανία και Πολωνία, αναφέρει πως «η αμερικανική πλευρά δηλώνει πως οι εγκαταστάσεις δεν έχουν κατάλληλο λογισμικό και εξοπλισμό, και πύραυλοι Tomahawk δεν δοκιμάστηκαν ποτέ σε αυτές. Αλλά η αμερικανική πλευρά επίσης παραδέχεται πως θα ήταν δύσκολο να αποδείξει στη Ρωσία ότι η εκτόξευση Tomahawk από αυτές τις εγκαταστάσεις δεν θα ήταν δυνατή θεωρητικά».
Σε αυτό το πλαίσιο αξίζει να σημειωθεί πως οι ρωσικές κατηγορίες περιλαμβάνουν και τη δυνατότητα χρήσης οπλισμένων μη επανδρωμένων αεροσκαφών (UAV) από πλευράς των ΗΠΑ σε ρόλο κρούσης, που θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί πως εντάσσεται, επί της αρχής, στο πλαίσιο της συμφωνίας, ωστόσο , σύμφωνα με τον Ρώσο ειδικό, «το θέμα αυτό δεν είναι πραγματικά ουσιώδες, και θα αγνοούνταν ή θα διευθετούνταν βάσει διευκρινίσεων στη συνθήκη- εάν οι ρωσοαμερικανικές σχέσεις ήταν καλύτερες».
Οι (εμφανείς και όχι) λόγοι της κόντρας
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, σε περίπτωση που παραβιάζεται μια συνθήκη τέτοιου είδους από τη μία πλευρά, είναι απόλυτα αναμενόμενο η άλλη να αντιδρά ανάλογα, καθώς επέρχεται αποσταθεροποίηση της πυρηνικής ισορροπίας, ειδικά δεδομένου ότι οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας βρίσκονται στο ναδίρ, στον απόηχο της κρίσης της Ουκρανίας, των εξελίξεων στη Συρία, της υπόθεσης της φερόμενης ρωσικής εμπλοκής στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές το 2016 κ.α. Ωστόσο, για να γίνει κατανοητή η φύση του ζητήματος, πρέπει να εξεταστούν και οι βαθύτεροι λόγοι: Για ποιον λόγο θα παραβίαζε η Ρωσία τη συνθήκη- και για ποιον λόγο οι ΗΠΑ θα απειλούσαν να αποσυρθούν από αυτήν, θέτοντας τώρα το ζήτημα;
Ως προς το πρώτο ερώτημα, είναι απαραίτητο να γίνει κατανοητή η θέση που κατέχουν τα πυρηνικά όπλα στην ευρύτερη ρωσική υψηλή στρατηγική, η οποία είναι πολύ πιο σημαντική από ό,τι στη Δύση- κάτι που γίνεται εύκολα αντιληπτό αν δει κανείς πόσο συχνά αναφέρεται ο Ρώσος πρόεδρος, Βλάντιμιρ Πούτιν, στο πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας (χαρακτηριστικές οι πρόσφατες δηλώσεις του πως, σε περίπτωση πυρηνικής επίθεσης εναντίον της Ρωσίας, «εμείς θα πάμε στον παράδεισο ως μάρτυρες, αυτοί απλά θα πέσουν νεκροί, δεν θα προλάβουν καν να το μετανιώσουν», καθώς και οι εξαγγελίες περί νέων «υπερόπλων», που περιλαμβάνουν καινούρια πυρηνικά και hypersonic όπλα που δεν αναχαιτίζονται). Το κεντρικό ζήτημα πίσω από αυτό είναι πως, με όλες τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζει η Ρωσία, τα πυρηνικά όπλα είναι το ένα πανίσχυρό της «χαρτί» ως προς τη θέση της στον κόσμο που είναι αδύνατον να αγνοηθεί: Ανεξαρτήτως του τι συμβαίνει στα συμβατικά στρατεύματα (όπου είναι σε εξέλιξη μεγάλες προσπάθειες εκσυγχρονισμού, ωστόσο θεωρείται πως ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς) και στην οικονομία, όσο η Ρωσία είναι ισχυρή πυρηνική δύναμη, ο λόγος και τα συμφέροντά της είναι δύσκολο έως αδύνατον να αγνοηθούν- και η ίδια φροντίζει να το υπενθυμίζει αυτό σε κάθε ευκαιρία.
«Η Ρωσία έχει ήδη αρχίσει αύξηση των συστημάτων στρατηγικής φύσης, καθώς τόσο από άποψης ανθρώπινου δυναμικού, όσο και ύπαρξης των αναγκαίων πόρων, έχει σοβαρούς περιορισμούς: Πληθυσμιακά φθίνει, δεν έχει αρκετά χρήματα, οπότε τρόπον τινά τα πυρηνικά είναι πιο “φθηνά” σαν λύση» σημειώνει ο κ. Κουσκουβέλης. Σε αυτό το πλαίσιο, γίνονται εύκολα κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίους η Μόσχα αντιδρά πολύ έντονα σε κάθε εξέλιξη που μπορεί να μειώνει τη δύναμη αυτού του «χαρτιού» της, όπως την «αντιπυραυλική ασπίδα» του ΝΑΤΟ, είτε αυξάνοντας τη δική της πυρηνική ισχύ, είτε πιθανώς αναπτύσσοντας συστήματα ακόμα και κατά παράβαση συνθηκών όπως η INF.
Όσον αφορά στον λόγο που οι ΗΠΑ απειλούν με απόσυρση από τη συνθήκη, πέραν του προφανούς (αλλαγή της στρατηγικής ισορροπίας στην Ευρώπη), θα μπορούσε να γίνεται στο πλαίσιο προσπαθειών για το κλείσιμο νέας συμφωνίας- «κοιτώντας» ωστόσο και προς την κατεύθυνση ενός άλλου παράγοντα: Της Κίνας.
Ο κινεζικός παράγων
«Το πρόβλημα των Αμερικανών δεν είναι τόσο οι Ρώσοι, μα το ότι οι Κινέζοι, στο πλαίσιο των προσπαθειών τους να προστατεύσουν τη Νότια Σινική Θάλασσα (Ειρηνικός), επιχειρούν να την καλύψουν με μια “ομπρέλα” προστασίας, προστατεύοντας τα τεχνητά νησιά τους στην περιοχή και στοχοποιώντας την Ταϊβάν. Οπότε, σε αυτό το πλαίσιο, έχουν αναπτύξει ένα πρόγραμμα πυραύλων IRBM (Intermediate Range Ballistic Missiles – βαλλιστικοί πύραυλοι μέσου βεληνεκούς)- τη στιγμή που οι ΗΠΑ, καθώς απαγορεύεται από τη συνθήκη με τη Ρωσία, δεν έχουν αντίστοιχα συστήματα» σημειώνει ο κ. Κουσκουβέλης.
Ηλίας Κουσκουβέλης, ΠΑΜΑΚ- Έδρα «Θουκυδίδης»: Γιατί έχει στρατηγικά σημασία αυτό: Επειδή πχ τη στιγμή που οι Κινέζοι θα μπορούσαν να πλήξουν με πυραύλους την Ταϊβάν, οι ΗΠΑ θα απαντούσαν με πλήγματα από αεροπλανοφόρα, μα οι πύραυλοι με τους οποίους θα μπορούσαν να χτυπήσουν την Κίνα είναι μόνο μεγάλου βεληνεκούς. Οπότε, αυτό που θα συνέβαινε θα ήταν η δημιουργία ανεπιθύμητου fait accompli, τετελεσμένου, από τους Κινέζους- άρα το πιο σημαντικό πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι το πώς θα καταφέρουν οι ΗΠΑ να εντάξουν και την Κίνα σε αυτή τη συμφωνία (εάν υπάρχει πρόθεση για κάτι τέτοιο) ή να αναπτύξουν και αυτοί τα πυραυλικά τους συστήματα, δεδομένου ότι η Ρωσία δεν αποτελεί τόσο πρόβλημα όσο η Κίνα.
Ασφαλώς αναδεικνύουν το ζήτημα της κατασκευής πυραύλων απαγορευμένου βεληνεκούς από τη Ρωσία, ωστόσο η εκτίμησή μου είναι ότι η απειλή από τους αντίπαλους πυραύλους ενδιαμέσου βεληνεκούς είναι μεγαλύτερη και πιο ανησυχητική από πλευράς της Κίνας. Θέλουν να «λύσουν τα χέρια τους» στον τομέα αυτόν- με το σκεπτικό πως τότε «έπεσαν στο τραπέζι» οι Pershing II και οι Σοβιετικοί αναγκάστηκαν να έρθουν σε διαπραγματεύσεις. Τώρα που οι Κινέζοι αναπτύσσουν τους δικούς τους, γιατί να εισέλθουν σε αντίστοιχη συμφωνία; Μια άλλη λύση, ωστόσο, θα ήταν να υπάρξει συμφωνία με τους Ρώσους να ισχύει περιοχικά (μόνο στην Ευρώπη) η συνθήκη, ώστε να είναι ελεύθερη η ασιατική πλευρά- αλλά μάλλον κάτι τέτοιο θα ήταν δύσκολο.
Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να σημειωθεί πως η θέση ότι η INF αποδυναμώνει τις ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα εκτιμάται πως αποτελεί καρπό της σκέψης του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Τραμπ, Τζον Μπόλτον- ενώ σε σχετικό δημοσίευμα της Washington Post αναφέρεται πως οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις διαμαρτύρονταν εδώ και καιρό για τους υφιστάμενους περιορισμούς ως προς τη δυνατότητα ανάπτυξης και χρήσης πυραύλων μέσου βεληνεκούς στο θέατρο επιχειρήσεων Ασίας- Ειρηνικού: Ενδεικτικά, ο ναύαρχος Χάρι Χάρις, πρώην επικεφαλής της Διοίκησης Ειρηνικού (Pacific Command) είχε δηλώσει, πριν τη συνταξιοδότησή του, πως οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν δυνατότητες πυραύλων εκτοξευόμενων από εδάφους για να απειλήσουν την Κίνα λόγω της συνθήκης INF, υποστηρίζοντας παράλληλα πως, στο μεταξύ, πάνω από το 90% των κινεζικών πυραύλων ενδεχομένως να είναι «κατά παράβαση» της συνθήκης (εντός εισαγωγικών, καθώς η Κίνα δεν έχει υπογράψει τη συμφωνία).
«Λαμβάνοντας υπόψιν πως ο Τζον Μπόλτον και ο Ντόναλντ Τραμπ θεωρούν πως οι φερόμενες ρωσικές παραβιάσεις δεν είναι ο μόνος λόγος απόσυρσης από τη συνθήκη, και ότι η πρόοδος της Κίνας στους πυραύλους αποτελεί επίσης λόγο, είναι λογικό να περιμένουμε ανάπτυξή τους στην Ασία. Ίσως και στην Ευρώπη, αν συνεχιστεί η επιδείνωση των ρωσοαμερικανικών σχέσεων, αλλά θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί ομοφωνία στο ΝΑΤΟ για εκεί. Πιθανώς, εάν αμερικανικοί πύραυλοι εγκατασταθούν στην Ευρώπη, αυτό να γίνει ως αποτέλεσμα διμερών συμφωνιών, πχ με την Πολωνία ή/ και τη Ρουμανία. Αναμφίβολα, η Ρωσία θα απαντήσει, πιθανότατα με την ταχεία ανάπτυξη μιας χερσαίας έκδοσης του Kalibr και του δικού της βαλλιστικού πυραύλου μέσου βεληνεκούς. Ακόμη, η Κίνα προφανώς θα επιταχύνει στον τομέα αυτόν» λέει ο κ. Γερμάκοφ.
Επίσης, στο ευρύτερο πλαίσιο του κινεζικού παράγοντα, αξίζει να υπενθυμίσουμε πως, παρά την υπάρχουσα στρατιωτική συνεργασία και τη φαινομενική σύμπλευση ως προς την ανάσχεση αυτού που εκλαμβάνεται ως απειλή από τις ΗΠΑ, οι σχέσεις Μόσχας και Πεκίνου χαρακτηρίζονται σε μεγάλο βαθμό από καχυποψία, ειδικά ως προς την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων στα σινορωσικά σύνορα στην Άπω Ανατολή: Στην πρόσφατη, μεγάλης κλίμακας ρωσική άσκηση «Βοστόκ 2018» μπορεί να προσκλήθηκαν να συμμετέχουν κινεζικά στρατεύματα, ωστόσο το κεντρικό της μήνυμα ήταν προφανώς ότι η Ρωσία είναι πρόθυμη και σε θέση να υπερασπιστεί τα ανατολικά της σύνορα.
Υπό αυτή την έννοια, οι εξελίξεις ως προς τη συνθήκη INF (από την οποία, σημειωτέον, στο παρελθόν η Ρωσία έχει απειλήσει πως θα αποχωρήσει εάν δεν συμπεριλάβει την Κίνα και την Ινδία) θα επηρέαζαν και τη στρατιωτική ισορροπία μεταξύ Ρωσίας και Κίνας στην Άπω Ανατολή, με πιθανό απότοκο μια κλιμάκωση εξοπλισμών (περιλαμβανομένων και πυραύλων) στην περιοχή. «Αν η Ρωσία αναπτύξει και θέσει σε υπηρεσία νέους πυραύλους μέσου βεληνεκούς, η Κίνα ίσως να θεωρήσει ότι θα πρέπει να αντιδράσει» σημειώνει σχετικά ο κ. Σμιθ (SIPRI). Μια τέτοια εξέλιξη- η δημιουργία ρήγματος με αυτόν τον τρόπο στις σχέσεις Ρωσίας- Κίνας- πιθανώς να εκλαμβανόταν ως επιτυχία στην Ουάσινγκτον.
Η απειλή μιας νέας κούρσας εξοπλισμών: Τι θα συμβεί εάν όντως οι ΗΠΑ αποσυρθούν;
Κλείνοντας, προκύπτει το αναπόφευκτο ερώτημα τι θα ακολουθούσε μια ενδεχόμενη απόσυρση των ΗΠΑ από τη συνθήκη INF: Θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια νέα κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών- έναν «Ψυχρό Πόλεμο 2.0», δεδομένου πως το Κρεμλίνο έχει δεσμευτεί να προβεί σε αντίποινα εάν συμβεί κάτι τέτοιο;
«Με τη συνθήκη INF σε σοβαρό κίνδυνο, και το μέλλον της νέας συμφωνίας START, που περιορίζει τα οπλοστάσια πυρηνικών στρατηγικών όπλων πολύ αβέβαιο, μια ήδη άσχημη κατάσταση θα μπορούσε να γίνει σύντομα χειρότερη. Χωρίς την INF, θα μπορούσαμε να βρεθούμε ενώπιον νέων ψυχροπολεμικού τύπου εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας για την ανάπτυξη πυραύλων ενδιάμεσου βεληνεκούς στην Ευρώπη και αλλού. Μελλοντικές προσπάθειες περιορισμού τέτοιων πυραύλων, ικανών να φέρουν πυρηνικά όπλα, σε άλλες περιοχές, θα γίνονταν ακόμα πιο δύσκολες» εκτιμά ο κ. Κίμπολ, της Arms Control Association, προσθέτοντας πως η κατάρρευση της συνθήκης θα επέφερε μια σειρά ανεπιθύμητων επιπτώσεων, όπως η ανεξέλεγκτη παραγωγή πυραύλων όπως ο 9M729 από τη Ρωσία και η πρόκληση πιθανών ρηγμάτων στο ΝΑΤΟ.
Ντάριλ Κίμπολ, Arms Control Association: Το ΝΑΤΟ δεν υποστηρίζει έναν νέο πύραυλο τέτοιας εμβέλειας στην Ευρώπη, και καμιά χώρα δεν έχει προσφερθεί να τον φιλοξενήσει. Προσπάθειες εξαναγκασμού της Συμμαχίας να αποδεχτεί έναν νέο, δυνάμει με πυρηνική κεφαλή, πύραυλο, θα δίχαζαν το ΝΑΤΟ με τρόπους που θα προκαλούσαν χαρά στο Κρεμλίνο. Επίσης, αν η INF καταρρεύσει, η μόνη συνθήκη που θα απομένει για να ελέγχει τα δύο μεγαλύτερα πυρηνικά οπλοστάσια του κόσμου θα είναι η Νέα START (New Strategic Arms Reduction Treaty). Η Νέα START πρόκειται να λάβει τέλος το 2021, εκτός και αν ο Τραμπ και ο Πούτιν συμφωνήσουν να την επεκτείνουν κατά πέντε χρόνια, όπως προβλέπεται από το Άρθρο ΧIV της συνθήκης. Αν δεν το κάνουν, δεν θα υπάρχουν δεσμεύσεις στα πυρηνικά οπλοστάσια ΗΠΑ και Ρωσίας, και θα έχει ανοίξει ο δρόμος για μια ανεξέλεγκτη κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών. Χωρίς Νέα START, δεν θα υπάρχουν νομικά δεσμευτικά όρια στα δύο μεγαλύτερα πυρηνικά οπλοστάσια για πρώτη φορά από το 1972.
Από πλευράς του, ο Νταν Σμιθ του SIPRI εκτιμά πως την απόσυρση από την INF ενδεχομένως να ακολουθούσε μια προσπάθεια για διαπραγμάτευση μιας νέας συνθήκης. Ωστόσο, όπως σημειώνει, εάν μια νέα συνθήκη είναι όντως ο στόχος, η απόσυρση από την παλιά δεν αποτελεί απαραίτητο νέο βήμα, καθώς οι ΗΠΑ θα μπορούσαν απλά να καλέσουν τη Ρωσία σε συνομιλίες για μια νέα. «Επιπρόσθετα, μια απότομη απόσυρση θα συνέβαλλε σε μια γενικότερη ατμόσφαιρα εχθρικότητας και ανασφάλειας. Αν ο έλεγχος εξοπλισμών καταρρεύσει, είναι πιθανόν να υπάρξουν αυξήσεις στα πυρηνικά όπλα και στις δύο πλευρές. Οι άλλες πυρηνικές δυνάμεις είναι μάλλον απίθανο να αλλάξουν πολύ τους πυρηνικούς τους σχεδιασμούς και τα αποθέματά τους ως αποτέλεσμα μιας κατάρρευσης της συνθήκης INF. Η πιο σημαντική επίπτωση θα ήταν στο πλαίσιο των ρωσοαμερικανικών σχέσεων και, γενικότερα, ως προς την αποδυνάμωση της προθυμίας των χωρών ανά τον κόσμο να υποστηρίξουν πρωτοβουλίες ελέγχου εξοπλισμών, όπως στη μη εξάπλωση πυρηνικών όπλων» σημειώνει σχετικά
Για «κούρσα» στους πυραυλικούς εξοπλισμούς κάνει λόγο και ο Ρώσος ειδικός, κ. Γερμάκοφ.
Αλεξάντερ Γερμάκοφ, RIAC: Γενικά, ο κόσμος δεν θα γίνει ασφαλέστερος. Αλλά δεν είναι το τέλος του κόσμου, ούτε καθίσταται αναπόφευκτος ένας Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Θα είναι απλά μια νέα πραγματικότητα, καθώς θα χρειαστεί χρόνος να προσαρμοστούν όλοι σε αυτήν. Είναι σημαντικό επίσης να πούμε πως δεν υπάρχουν ανακοινώσεις για κούρσες πυρηνικών εξοπλισμών. Πρέπει να γίνει κατανοητό πως η δημιουργία μιας πυρηνικής εκδοχής ενός “μη πυρηνικού” πυραύλου είναι ευκολότερη από το αντίθετο. Και μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή, από οποιαδήποτε πλευρά.
Και ποια θα ήταν η θέση της Ελλάδας σε αυτή τη «σκακιέρα»; Σε αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι, η χώρα μας μάλλον βρίσκεται στο περιθώριο. Όπως αναφέρει ο κ. Κουσκουβέλης, «δεν εκτιμώ ότι αυτά είναι όπλα που θα τοποθετούνταν στην Ελλάδα ή στην Τουρκία. Δεν έχω την αίσθηση ότι είναι κάτι που θα μπορούσε να επηρεάσει τα πράγματα στην Ελλάδα, καθώς η χώρα μας ήταν πάντα εκτός του κεντρικού θεάτρου της συγκεκριμένης αντιπαράθεσης- το οποίο ήταν ανέκαθεν η κεντρική Ευρώπη».