Την ώρα που γράφω αυτά τα λόγια, αδυνατώ ακόμα να πιστέψω πως έχουμε φτάσει στο σημείο να πρέπει να γραφτεί ένα τέτοιο άρθρο. Μπορώ να χωνέψω μέχρι ενός σημείου το γεγονός πως θα υπάρχουν άνθρωποι που θα ψέξουν τη Σοφία Μπεκατώρου για το ότι βγήκε τώρα να μιλήσει για τον βιασμό που υπέστη σε νεαρή ηλικία από άνθρωπο που σχετιζόταν με την αθλητική της καριέρα, όχι γιατί βρίσκω οποιοδήποτε ίχνος λογικής σε μία τέτοια άποψη, αλλά γιατί γνωρίζω πως στην Ελλάδα του 2021 υπάρχουν και άνθρωποι που εκφράζουν τέτοιες κατάπτυστες απόψεις.
Ζουν ανάμεσα μας, έχουν δικαίωμα να εκφέρουν άποψη και έχουμε υποχρέωση να την αντικρούσουμε, να την απομονώσουμε και να την εξαφανίσουμε. Αυτό που δεν μπορώ να χωνέψω όμως με τίποτα, που μου φαίνεται αδιανόητο, είναι η πρόθεση συγκάλυψης του συμβάντος και η έμμεση επίθεση στην Ολυμπιονίκη από την ίδια της την Ομοσπονδία, την οποία υπηρέτησε, τίμησε και αποθέωσε κατά τη διάρκεια της καριέρας της. Γράφοντας λοιπόν αυτό το άρθρο, εύχομαι να μη χρειαζόταν ποτέ να το γράψω. Και εξηγούμαι.
Τα προβληματικά μέρη μιας κοινωνίας είναι κάτι που πρέπει να μας απασχολεί και να μας προβληματίζει. Σίγουρα, όποιος τολμήσει να κατηγορήσει την Σοφία Μπεκατώρου για το γεγονός ότι μίλησε για την τραυματική της εμπειρία μετά από 24 χρόνια, είναι προβληματικός. Αυτό το ζήτημα όμως λύνεται με παιδεία και από γενιά σε γενιά.
Θεωρώ ότι δεκαετία με δεκαετία η κοινωνία μας κάνει βήματα προς την εξάλειψη της οποιασδήποτε ανοχής του απλού πολίτη στη σεξουαλική κακοποίηση, και το πώς θα μπορούσε αυτή η διαδικασία να επιταχυνθεί είναι μια συζήτηση την οποία πρέπει άμεσα να κάνουμε. Όμως, όταν μιλάμε για επίσημη τοποθέτηση της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας, με την οποία ο πρόεδρος και τα μέλη της σχεδόν κατηγορούν την αθλήτρια για το γεγονός ότι «άργησε» να το πει και αποκαλούν έναν βιασμό ως “δυσάρεστο περιστατικό”, το πρόβλημα είναι πολύ ξεκάθαρο και η αντιμετώπιση του πολύ απλή υπόθεση. Καθαίρεση, καταδίκη και αναζήτηση του λόγου για τον οποίο τα μέλη της ομοσπονδίας υποτιμούν και υποβαθμίζουν την σημασία αυτού που κατήγγειλε η αθλήτρια.
Η σεξουαλική κακοποίηση δεν έχει ημερομηνία λήξης. Το γράφουμε και στον τίτλο. Το ότι αυτή η απαίσια πράξη συνέβη πριν από 24 χρόνια και αποκαλύφθηκε τώρα, δε μειώνει ούτε στο ελάχιστο την σημασία της, την αλήθεια της, την ανάγκη να τιμωρηθεί ο ένοχος πάραυτα. Το ότι αυτή η γυναίκα βρήκε το θάρρος να βγει και να μοιραστεί αυτό το καρκίνωμα που φώλιαζε στην ψυχή της επί 24 ολόκληρα χρόνια, είναι πράξη αξιέπαινη και χρίζει του θαυμασμού, και μόνο του θαυμασμού μας. Η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας και της πολιτείας είναι αυτονόητο ότι στηρίζει την αθλήτρια. Όμως, τι γίνεται όταν μιλάμε για την ίδια της την ομοσπονδία; Πώς είναι δυνατόν να υποστηρίζει η ομοσπονδία ότι είναι πια αργά εφόσον η αθλήτρια δεν τους είχε ενημερώσει για αυτό το «δυσάρεστο γεγονός», αλλά άντε, να της κάνουν τη χάρη να το ερευνήσουν; Συνδέεται το ύφος της ανακοίνωσης με το γεγονός ότι το πρόσωπο που κατηγόρησε εν τέλει η αθλήτρια, είναι ο νυν αντιπρόεδρος της ομοσπονδίας;
Ας μας απαντήσει κάποιος, αλλιώς ας σωπάσει για πάντα. Ας καθαιρεθεί αμέσως ολόκληρο το ΔΣ της ομοσπονδίας ή τουλάχιστον όσοι συναίνεσαν στη δημοσίευση αυτού του απαράδεκτου κειμένου. Διότι ναι, μετά από 24 χρόνια το έγκλημα έχει παραγραφεί ποινικά. Όχι όμως ηθικά. Η κοινωνία μπορεί να τοποθετήσει τους ενόχους, όποιοι και όσοι είναι αυτοί, εκεί που τους αξίζει. Στην απομόνωση και στην άμεση και αδιαπραγμάτευτη κατακραυγή. Η πολιτεία οφείλει να αποδείξει πως αυτές οι φωνές δεν έχουν καμία θέση στα υψηλά της κλιμάκια και πρέπει να τοποθετούνται στα υπόγεια, εκεί που ανήκουν και δεν τις ακούει κανένας. Η Σοφία Μπεκατώρου ας αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση για όλες τις γυναίκες που παρενοχλήθηκαν ή κακοποιήθηκαν και φοβήθηκαν να το πουν. Ποτέ δεν είναι αργά, ούτε μετά από 10, 20 ή 30 χρόνια, και η Σοφία Μπεκατώρου πρέπει να γίνει η πιο περίτρανη απόδειξη αυτής της φράσης.