Ηταν ομολογουμένως πολύ ωραία η αίσθηση του να ξαναβρίσκεσαι σε ένα χώρο πολιτισμού μετά από τόσους μήνες και να μιλάς πάλι με τους ανθρώπους του που γνωρίζεις, έστω και αν όλοι/ες βέβαια φορούσαμε μάσκες και περισσότερες από τα δύο τρίτα των θέσεων ήταν κενές όπως ορίζουν τα σχετικά μέτρα για τον κορωνοϊό. Το μόνο που ελπίζω είναι η κατάσταση να συνεχίσει να είναι υπό μερικό έστω έλεγχο και οι χώροι πολιτισμού οι οποίοι έχουν την οικονομική δυνατότητα να ανοίξουν πάλι να λειτουργούν ακόμα και με αυτόν τον τρόπο (χωρίς να χρειαστεί να κλείσουν ξανά δηλαδή) μέχρι να επιστρέψουν επιτέλους στην συνηθισμένη και ομαλή πραγματικότητα τους μαζί με κάθε άλλη έκφανση της ζωής μας.
Η εναρκτήρια παράσταση της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ για τη σεζόν ’20 – ’21 ήταν χορού. Οφείλω να πω εδώ ότι γνωρίζω πολύ λίγα για τον χορό και έτσι δεν μπορώ να πλησιάζω τις ανάλογες παραστάσεις παρά διαμέσου της μουσικής. Για εμένα δηλαδή μια παράσταση χορού είναι επιτυχημένη ή μη με βάση το αν «ανταποκρίνεται» - σύμφωνα βέβαια με την προσωπική μου γνώμη και κριτήρια – στην μουσική της χορογραφίας, είτε αυτή είναι πρωτότυπη και εδικά γραμμένη για την περίσταση είτε ήδη υπάρχουσα. Ας πω λοιπόν εξαρχής – έτσι για το...γούρι της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ! – ότι η συγκεκριμένη ήταν επιτυχημένη σε ικανοποιητικότατο βαθμό.
Οπως φαίνεται και από τον τίτλο «αντικείμενο διερεύνησης» της παράστασης ήταν η ανθρώπινη συμπεριφορά και, αν και η ανάθεση της είχε γίνει περισσότερα από δύο χρόνια πριν, οι τόσες αλλαγές που έχει επιφέρει η πανδημία στην συμπεριφορά των ανθρώπων διεθνώς την καθιστούσαν απρόσμενα επίκαιρη. Η δομή της ήταν πολύ απλή, δύο χορογράφοι προσέγγισαν το θέμα σε μουσική ισάριθμων δημιουργών με μόνη προϋπόθεση/»κανόνα» το ότι η τελευταία έπρεπε να είναι για κουαρτέτο εγχόρδων. Αυτό το αποτελούσαν ο – εκ των τριών – τεσσάρων κορυφαίων Ελλήνων σολίστ του οργάνου - Αντώνης Σουσάμογλου στο πρώτο βιολί, ο Ντέιβιντ Μπόγκοραντ στο δεύτερο βιολί, ο Θανάσης Σουργκούνης στη βιόλα και ο Γιάννης Στέφος στο βιλοντσέλο, ένα εξαίρετο σύνολο μουσικών της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης που απέδωσε πραγματικά άριστα τα δύο πολύ διαφορετικά μεταξύ τους έργα.
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ Γιώργος Κουμεντάκης χρησιμοποίησε ξανά για την παράσταση ένα παλαιότερο έργο του για κουαρτέτο εγχόρδων, το «Point Of No Return» που είχε γραφτεί για το κορυφαίο αμερικανικό σύνολο Kronos Quartet και παρουσιαστεί από το ίδιο στην Αθήνα το 2008. Ενα από το βασικά και πλέον σημαντικά στοιχεία του έργου του συνθέτη είναι ότι εμπνέεται από την παραδοσιακή μουσική της γενέτειρας του Κρήτης και πολύ συχνά χρησιμοποιεί επίσης στοιχεία της. Το «Point Of No Return» είναι από τα πλέον ενδεικτικά αυτής της μεθοδολογίας έργα του αποτίοντας σχεδόν διαρκώς φόρο τιμής στην κρητική παραδοσιακή μουσική και με τα βιολιά ειδικά σε ορισμένα σημεία να «απομιμούνται» εσκεμμένα τον ήχο της κρητικής λύρας, μια λιτή, όμορφη αλλά και ιδιαιτέρως απαιτητική για τους/τις εκτελεστές/ιες της σύνθεση. Με αυτή ως βάση ο Γιάννης Μανταφούνης, όπως λέει ο ίδιος, έκανε μια χορογραφία που με τη σειρά της αποτίει φόρο τιμής στον κλασικό χορό, την παράδοση του μπαλέτου, αναδεικνύοντας την αλλά με έναν σημερινό τρόπο.
Ο Γιώργος Κουμεντάκης όμως είχε κάνει και μιαν «αυθαιρεσία» και δεν το εννοώ φυσικά εκ της θέσεως του στην ΕΛΣ αλλά καθαρά δημιουργικά. Είχε προσθέσει δηλαδή στο βασικό έργο του ένα ακόμα για σόλο βιολί, το «Typewriter Tune» που είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά το 2004 από την σπουδαία Κινέζα σολίστ Χε - Σαν Κανγκ. Πρόκειται για μια πολύ πιο καινοτόμα, ακόμα και πρωτοποριακή σύνθεση με την κρητική μουσική όμως να παίζει τον ίδιο σημαντικό ρόλο και εξαιρετικά δύσκολη στην εκτέλεση της. Ο Αντώνης Σουσάμογλου την απέδωσε με πραγματικά υπερβατική τελειότητα δίνοντας την ευκαιρία στον Γιάννη Μανταφούνη να ολοκληρώσει την προσέγγιση του με πιο «πυκνό» και σύντομο χρονικά τρόπο.
Το «Plan B» διαθέτει όλα τα στοιχεία όχι μόνο της γραφής αλλά και συνολικά της τεχνοτροπίας της Δήμητρας Τρυπάνη, μινιμαλιστικό μεν αλλά δίχως να απεμπολεί καθόλου το μελωδικό περιεχόμενο του, μη σταθερή, με συνεχείς εναλλαγές και σχεδόν ασύμμετρη ρυθμολογία, χρήση των σωμάτων των εκτελεστών ως «οργάνων» αλλά και της φυσικής παρουσίας τους σαν οπτικού στοιχείου και, όπως λέει η ίδια, με επίκεντρο του την έννοια του ρίσκου. Η Ερμίρα Γκόρο εμπνεύστηκε και βασίστηκε σε αυτήν για μία χορογραφία «ρευστή» και επίσης με συνεχείς εναλλαγές, πριν από όλα ανάμεσα στα σόλο και το ομαδικά μέρη των χορευτών/ιών του Μπαλέτου της ΕΛΣ.
Εν ολίγοις ο συνθέτης και ο χορογράφος και αντίστοιχα η συνθέτιδα και η χορογράφος απέδωσαν δύο από τα κυριότερα μοντέλα ανθρώπινης συμπεριφοράς στη εποχή μας.
Στην πρώτη περίπτωση ο άνθρωπος που λειτουργεί εντός της παράδοσης με όλες τις έννοιες της και πασχίζει να βρει την ισορροπία του σε έναν κόσμο ο οποίος πλέον αλλάζει με τόσο ιλιγγιώδεις ταχύτητες ώστε δεν προλαβαίνει να δημιουργήσει νέες παραδόσεις και στην δεύτερη ο ανοιχτός στις αλλαγές αλλά ακόμα και στις προκλήσεις άνθρωπος που δεν διστάζει ανά πάσα στιγμή να αναθεωρήσει τις επιλογές και τις πράξεις του περνώντας σε ένα plan b – και ένα plan c, αν αυτό δεν είναι αρκετό – προκειμένου να μην αφήσει τα γεγονότα και τα δεδομένα να τον προσπεράσουν καθώς εξελίσσονται και αναδιαμορφώνονται σχεδόν καθημερινά πια. Ενα δηλαδή από τα κυριότερα χαρακτηριστικά αλλά και προτερήματα της φυσιολογικής ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης που της επιτρέπει να προσαρμόζεται πολύ εύκολα και να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά κάθε είδους αντιξοότητες, να επιβιώνει και να προχωρεί, κάτι που έχει κάνει αναρίθμητες φορές στο παρελθόν και σίγουρα, περισσότερο ή λιγότερο σύντομα, θα κάνει και τώρα με την πανδημία.
Συνολικά και συνοπτικά μια «σφιχτοδεμένη» και πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση που, αν όλα εξελιχθούν κατά το αναμενόμενο και επαναληφθεί τον Ιανουάριο, θα πρότεινα ανεπιφύλακτα στους φίλους και τις φίλες του χορού να μην την χάσουν.