Τουλάχιστον όσον αφορά τις ηγεμονικές δυνάμεις, τα κράτη διαθέτουν μακροχρόνιο στρατηγικό σχεδιασμό και πλήθος αλληλένδετων εναλλακτικών αποφάσεων. Σ’ ένα πολυεπίπεδο και διαφοροποιημένο κόσμο πολλών εθνοκρατών, διαφορετικού μεγέθους, διαφορετικής ανάπτυξης, διαφορετικής ισχύος και διαφορετικών διοικητικών και θεσμικών δομών, η θεώρηση των καθημερινών γεγονότων απαιτείται να συνεκτιμά δεόντως αυτά τα σχέδια υπό το πρίσμα μακροχρόνων τάσεων, παθολογιών και προβλημάτων.
Η ανάλυση της διεθνούς πολιτικής είναι το αντίστοιχο της διάγνωσης στην ιατρική ενώ οι «θεραπείες» επηρεάζονται από σωστές ή λανθασμένες διαγνώσεις. Για να χρησιμοποιήσουμε την περί την πανδημία συντρέχουσα ιατρική ορολογία, απαιτείται να συνεκτιμώνται δεόντως οι υποκείμενες πολιτικές και στρατηγικές παθολογίες. Όπως και στον υπόλοιπο πλανήτη, στην Ευρώπη, επίσης, η πανδημία επιτάχυνε στην ανάδυση στην επιφάνεια υποκείμενων παθολογιών χωρίς την γνώση των οποίων η κατανόηση των εξελίξεων και των αποφάσεων θα είναι ανεπαρκής.
Όπως για όλες τις ανθρώπινες υποθέσεις, υπάρχει μικρή και μεγάλη εικόνα. Η μικρή εικόνα είναι οι εκ μέρους των Ευρωπαίων ηγετών αναμενόμενα προσεκτικές δηλώσεις και η επίσης αναμενόμενη διαχείριση της κρίσης με τρόπο που θα αποτρέψει μια ζημιογόνο για όλους κατάρρευση ενός ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικοοικονομικού συστήματος το οποίο κτιζόταν επί δεκαετίες δημιουργώντας αλληλεξαρτήσεις και συμφέροντα κάθε είδους.
“Τις επερχόμενες εβδομάδες και μήνες θα πρέπει λογικά να αναμένουμε μια υπεύθυνη διαχείριση και συμβιβαστικές αποφάσεις αλλά ταυτόχρονα και εξ αντικειμένου και αποφάσεις που δεν αγνοούν, που δεν παραμερίζουν και που εκπληρώνουν μακροχρόνια σχέδια.”
Η υπονοούμενη υπευθυνότητα σχετίζεται με τα ένστικτα κρατικής αυτοσυντήρησης. Μπορεί το τέλος της αποικιοκρατίας να συρρίκνωσε την ισχύ των Ευρωπαϊκών κρατών αλλά με τους τεράστιους πόρους που «αποκόμιζαν» από τον υπόλοιπο πλανήτη είχαν ήδη προλάβει να δημιουργήσουν διοικήσεις και κρατικά επιτελεία λήψης αποφάσεων που εκπληρώνουν τα στρατηγικά και άλλα συμφέροντά τους. Ήταν τόσο μεγάλη η συρρίκνωση ισχύος λόγω από-αποαποικιοποίησης και τόσο μεγάλα τα πλήγματα των δύο παγκοσμίων πολέμων ούτως ώστε εάν δεν ίσχυε αυτό θα είχαν εκμηδενιστεί ως κρατικές οντότητες.
Οι αλλαγές που πρέπει να αναμένουμε
Εκτός απροόπτου, οι περί την πανδημία τελικές βραχυχρόνιες αποφάσεις θα πρέπει να αναμένεται να είναι βασανιστικά ζυγισμένες και σταθμισμένες και αυτό βασικά βλέπουμε. Παράλληλα, κάθε κράτος εκτιμώντας πως θα εξελιχθούν τα πράγματα μέσα στις αθέατες ζώνες στρατηγικού σχεδιασμού παλεύει για δρομολόγηση αποφάσεων που εκπληρώνουν τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα εθνικά συμφέροντα.
“Η Ελλάδα μπορεί κάλλιστα να παίρνει πρωτοβουλίες ακόμη και σε αναφορά με μεγάλες μεταρρυθμίσεις χωρίς τις οποίες η επιβίωση της ΕΕ δεν είναι βεβαία.”
Με διαφορετικά λόγια, τις επερχόμενες εβδομάδες και μήνες θα πρέπει λογικά να αναμένουμε μια υπεύθυνη διαχείριση και συμβιβαστικές αποφάσεις αλλά ταυτόχρονα και εξ αντικειμένου και αποφάσεις που δεν αγνοούν, που δεν παραμερίζουν και που εκπληρώνουν μακροχρόνια σχέδια.
Το γενικότερο πλαίσιο το περιέγραψαν με δηλώσεις η Γερμανίδα Καγκελάριος και ο Γάλλος Πρόεδρος.
Μακρόν: «Οι διαφωνίες για το μέγεθος και τη μορφή του πακέτου βοήθειας συνεχίζουν να υφίστανται. Το ευρωπαϊκό εγχείρημα δεν έχει μέλλον εάν οι χώρες- μέλη αποτύχουν να ανταπεξέλθουν στο «σοκ». Πρέπει να προχωρήσουμε προς μια Ευρωπαϊκή κυριαρχία και Ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία».
Μέρκελ: «Τα πράγματα μπορούν να πάνε καλά για τη Γερμανία μόνο αν πάνε καλά για την Ευρώπη» και οι αποφάσεις που υιοθετούνται εκπληρώνουν το Γερμανικό εθνικό συμφέρον.
«Ιατρικό» ιστορικό
Συντομογραφικά θα προσπαθήσουμε να αποκρυπτογραφήσουμε τα «υποκείμενα πολιτικά και στρατηγικά νοσήματα». Γιατί τα αίτια των διεθνών ήπιων η πιο σκληρών αναμετρήσεων στο κρατοκεντρικό σύστημα νοσήματα είναι (η ορολογία στην στρατηγική ανάλυση είναι «αίτια πολέμου»). Αναπόδραστα και αναμφίβολα, πάντως, οι διαπραγματεύσεις στην ΕΕ εντάσσονται σε ένα διαφορετικό πλαίσιο απ’ ότι στο παρελθόν.
Τα κράτη μικρά και μεγάλα έχουν συμφέρον να είναι ενεργοί διαπραγματευτικοί δρώντες και ιδιαίτερα όσον αφορά την Ελλάδα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να τερματιστούν οι δυσβάστακτοι όροι των μνημονίων τα οποία όπως οι ίδιοι οι τεχνοκράτες ομολογούν επιβλήθηκαν επί της Ελλάδας για να εκπληρωθούν αλλότρια συμφέροντα. Στις επικείμενες διαπραγματεύσεις, η Ελλάδα μπορεί κάλλιστα να παίρνει πρωτοβουλίες ακόμη και σε αναφορά με μεγάλες μεταρρυθμίσεις χωρίς τις οποίες η επιβίωση της ΕΕ δεν είναι βεβαία.
“Στην Ευρώπη έχουμε κράτη και εθνικά συμφέροντα και το ζητούμενο είναι εάν μπορεί η ΕΕ να μετασχηματιστεί για να τα εξυπηρετεί.”
Κατ’ αρχάς, για να χρησιμοποιήσουμε την γνωστή δήλωση του προέδρου Μακρόν πριν λίγους μήνες, οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις έχουν γνώση και επίγνωση του γεγονότος πως «εγκεφαλικά νεκρή» δεν είναι μόνο η Ατλαντική Συμμαχία αλλά και η ιστορικά άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Οι λόγοι είναι αλληλένδετοι και αφορούν, μεταξύ άλλων:
α) το πώς εισήλθαμε στην Μεταψυχροπολεμική εποχή,
β) τι στρατηγική ακολούθησαν οι ΗΠΑ και στην συνέχεια το Ηνωμένο Βασίλειο,
γ) πως εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα που επανένωσαν την Γερμανία,
δ) υπό αυτό το πρίσμα ποιο ήταν το σκεπτικό δημιουργίας της ΟΝΕ,
ε) γιατί οι ΗΠΑ δεν τερμάτισαν την Ατλαντική Συμμαχία παρά το γεγονός ότι εξέλειπαν οι λόγοι ίδρυσής της και
ζ) πως εξελίχθηκαν τα πράγματα.
Διάγνωση
Προτρέχω λέγοντας ότι αφενός «Ευρωπαϊκή κυριαρχία» στην οποία αναφέρθηκε ο πρόεδρος Μακρόν με την έννοια της Ένωσης που πολλοί έλεγαν στο παρελθόν ολοφάνερα δεν μπορεί να υπάρξει. Εξ ου και τοποθέτηση του προέδρου ενός σοβαρού κράτους όπως η Γαλλία δεν μπορεί παρά να είναι ρητορική για να εξυπηρετεί σκοπιμότητες που αφορούν επερχόμενους ελιγμούς και αποφάσεις. Δεν είναι μόνο τα άμεσα προβλήματα της πανδημίας, υπογραμμίζεται, αλλά τα μακροχρόνια ζητήματα, εξ ου και η ανάγκη η Ελλάδα να είναι υποψιασμένη για το τι ακριβώς συντρέχει.
Επιπλέον, δεν χρειάζονται υψιτενείς αναλύσεις ή δηλώσεις όπως αυτή της Μέρκελ για να περιγράψουμε αυτό που όλοι πλέον βλέπουν με γυμνό οφθαλμό, ότι δηλαδή στην Ευρώπη έχουμε κράτη και εθνικά συμφέροντα και ότι το ζητούμενο είναι εάν μπορεί η ΕΕ να μετασχηματιστεί για να τα εξυπηρετεί.
Κανείς περιγράφει την ορατή πραγματικότητα εάν υπογραμμίσει πως δεν υπάρχει Ευρωπαϊκό έθνος, ενιαία ευρωπαϊκή κοινωνία, ενιαίο ευρωπαϊκό κοινωνικοπολιτικό σύστημα, ενιαία Ευρωπαϊκή πολιτική ηθική που νομιμοποιεί την διανεμητική δικαιοσύνη και τους νόμους και ευρωπαϊκή κυβέρνηση που θα ασκεί τα καθήκοντά της πέραν και υπεράνω των εθνικών κυβερνήσεων. Εάν οι ηγέτες και η κοινωνία ενός κράτους δεν βλέπουν τόσο εξόφθαλμες πραγματικότητες, πάσχει όσον αφορά τις διαγνώσεις και κατά συνέπεια όσον αφορά τις προτεινόμενες θεραπείες.
«Κοινοτικό Κεκτημένο;»
Ως προς αυτό, υπογραμμίζεται, οι υπερεθνικοί θεσμοί της ΕΕ όπως εξελίχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες σε ύστατο και έσχατο βαθμό είναι εντολοδόχοι των κρατών-μελών. Οι όντως πολύ σημαντικές αρμοδιότητες επίβλεψης του Ευρωπαϊκού νομικού κεκτημένου δεν εντάσσονται σε μια λογική εκτελεστικής εξουσίας ίδιας με των εθνικών κυβερνήσεων. Τα Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, και αυτό είναι αναμφίβολα πρωτότυπο, αποστολή έχουν να επιβλέπουν την τήρηση των συμφωνηθέντων από τις ίδιες τις κυβερνήσεις οι οποίες στις Διακυβερνητικές Διασκέψεις και στα Συμβούλια Αρχηγών και Υπουργών είναι οι εντολείς με δυνατότητα απόφασης` αλλαγής αυτών των αρμοδιοτήτων ή και της ύπαρξης αυτού καθαυτού του υπερεθνικού θεσμού. Το ότι στην Ελλάδα ουκ ολίγοι διαφορετικά έβλεπαν τα πράγματα είναι και αυτό μια παθολογία που ερμηνεύει πολλά προβλήματα της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένων των μνημονίων που υπογράφηκαν σχεδόν απνευστί και αδιαπραγμάτευτα.
Κανείς επιπλέον απαιτείται να γνωρίζει κάτι σχετικό και πολύ σημαντικό. Το «Κοινοτικό κεκτημένο» συγκροτήθηκε επειδή συνέτρεχαν δύο προϋποθέσεις που δεν υπάρχουν πλέον.
Αφενός η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συνολικά αλλά και το νομικό και οικονομικό κεκτημένο εκκολάφθηκαν και έγιναν αναπτύχθηκαν μέσα σε ένα Αμερικανικό στρατηγικό θερμοκήπιο.
Αφετέρου, το 1966 με τον Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου ο πρόεδρος Ντε Γκολ επέβαλε τις ομόφωνες-συναινετικές αποφάσεις επί όλων των ζητημάτων ακόμη και αυτών που οι Συνθήκες πρόβλεπαν πλειοψηφικές ή σταθμισμένες αποφάσεις.
ΟΝΕ και το «Γερμανικό Ζήτημα»
Μονολεκτικά, αναφέρουμε ότι ενώ οι συναινετικές αποφάσεις αναπτύχθηκαν ως κατά κάποιο τρόπο η «κοσμοθεωρία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που επικύρωνε τον ισότιμο χαρακτήρα συμμετοχής και τον διακρατικά δημοκρατικό τρόπο λήψης αποφάσεων, η δημιουργία της ΟΝΕ άλλαξε την εικόνα. Πολλές αποφάσεις έμμεσα ή άμεσα δόθηκαν σε κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτους τεχνοκράτες ενώ οι αναπόδραστες ανισορροπίες που επέφεραν οι αθέσπιστες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες αναμενόμενα δυνάμωσαν την Γερμανία και προκάλεσαν ανισορροπίες και αβαρίες εις βάρος της Ελλάδας και άλλα κράτη του νότου της Ευρώπης.
“...οι αντιπρόσωποι της Ελλάδας καλό είναι να έχουν κατά νου τις υποβόσκουσες σκέψεις, σχέδια, φόβους και σκοπιμότητες.”
Απαιτείται επίσης πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι οι επικείμενες αποφάσεις συναρτώνται ευθέως με το λεγόμενο «Γερμανικό ζήτημα» η Γερμανική επανένωση να ήταν συνέπεια της αποδυνάμωσης και κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης αλλά από στρατηγικής άποψης ήταν εφάμιλλης σημασίας. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι έγιναν με επίκεντρο την Γερμανία και ότι καθ’ όλη την διάρκεια των Νέων Χρόνων η ύπαρξη ενός ενιαίου και ισχυρού κράτους στο κέντρο της Ευρώπης εθεωρείτο από τις άλλες δυνάμεις γεωπολιτικός κίνδυνος. Μόνο ο επιδέξιος Μπίσμαρκ το κατόρθωσε για μερικές μόνο δεκαετίες.
Υπογραμμίζουμε αυτές τις πτυχές γιατί στις επικείμενες σκληρές διαπραγματεύσεις μπορεί να ακούσουμε ξανά χειροκροτήματα αλλά οι αντιπρόσωποι της Ελλάδας καλό είναι να έχουν κατά νου τις υποβόσκουσες σκέψεις, σχέδια, φόβους και σκοπιμότητες. Εξάλλου, οι πραγματικές παρελθούσες και παρούσες στρατηγικές σκέψεις, λόγια και πράξεις των άλλων –που πολλοί Γερμανοί τις δέχονται ως μοιραίες– είναι καταγεγραμμένες σε συγκεκριμένες αποφάσεις και Συνθήκες.
Ε.Ε., ΗΠΑ, πυρηνικά και στη μέση η Γερμανία
Αφού μετά το τέλος του τελευταίου πολέμου επί μια δεκαετία τα σχέδια ήταν η από-βιομηχανοποίηση, η αγροτικοποίηση και η διάλυση της Γερμανίας σε εκατοντάδες κρατίδια μέσα της δεκαετίας του 1950 όλοι βολεύτηκαν με την δημιουργία δύο κρατών ενταγμένων και υπό πλήρη έλεγχο στους εκατέρωθεν θεσμούς και συμμαχίες. «Αγαπώ τόσο πολύ τους Γερμανούς» είπε πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου «που θέλω να είναι δύο» ενώ ο Ντε Γκολ για την συμφωνία φιλίας, συνεργασίας κτλ δήλωσε ότι «θα τους αγκαλιάζει, θα τους σφίγγει και αν λακτίσουν θα τους πνίξει». Συχνά εξάλλου υπουργοί άμυνας της Γαλλίας υπαινίσσονταν ότι τα πυρηνικά όπλα τα έχουν προς όλα τα αζιμούθια, δηλαδή και προς την Γερμανία.
Με τις συμφωνίες της δεκαετίας του 1950 η Γερμανία δεν είχε ανεξάρτητο Γερμανικό επιτελείο Ενόπλων Δυνάμεων, στο Σύνταγμα δεσμεύτηκε να μην αποκτήσει πυρηνικά όπλα και όλοι συμπεριλαμβανομένων των Γερμανών θεωρούσαν ότι ήταν ενταγμένοι, ενσωματωμένοι και ελεγχόμενοι στους δυτικούς θεσμούς και συμμαχίες. Η Ατλαντική Συμμαχία, εξάλλου, απέτρεπε μόνο την Σοβιετική Ένωση αλλά με την δεσπόζουσα στρατηγική θέση των ΗΠΑ κατεύναζε τα διλήμματα ασφαλείας μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ιδιαίτερα μεταξύ της Γερμανίας και των υπολοίπων. Συναφώς, μια από τις πλέον γνωστές φράσεις είναι του Joseph Joffe ο οποίος έγραψε ότι «η Αμερικανική παρουσία στην Ευρώπη σώζει τους Ευρωπαίους από τους εαυτούς τους».
Την περίοδο 1989-92 πολλά συνέβησαν που στην συνέχεια κυλούσαν μέσα στο ποτάμι της διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής ενώ όλοι γνώριζαν πως οι δομές και οι πολιτικές ήταν μεταβατικές εντός ενός Μεταψυχροπολεμικού διεθνούς συστήματος σε μετάβαση. Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να καταδειχθεί η μετατόπιση κέντρου βάρους της Αμερικανικής στρατηγικής σε άλλες περιοχές ή ότι την δεκαετία του 1990 οι Ευρωπαίοι είναι αυτοί που ζητούσαν να διαιωνιστεί το ΝΑΤΟ.
Τελικά η συμφωνία του 1996 σήμαινε:
Πρώτον, οι Ευρωπαίοι στα θέματα άμυνας και ασφάλειας θα αποφασίζονταν πρώτα στο Συμβούλιο της Ατλαντικής Συμμαχίας (κάτι που κατ’ ουσία αναιρούσε την αυτόνομη Ευρωπαϊκή άμυνα για την οποία πολλοί μιλούσαν) και
δεύτερον, ότι στις «εκτός περιοχής δράσεις» του ΝΑΤΟ που μέχρι τότε οι Ευρωπαίοι αρνούνταν θα συνεπικουρούσαν τις «ανθρωπιστικές» επεμβάσεις των ΗΠΑ.
Μια συμπληρωματική εικόνα αφορά την ΟΝΕ. Αφού υπενθυμίσουμε για όποιον δεν το έχει υπόψη ότι:
α) οι Γερμανοί πολίτες έκαναν την επανένωση ντε φάκτο ρίχνοντας το τείχος του Βερολίνου,
β) οι άλλοι έκαναν ακόμη και συζητήσεις για στρατιωτική συνεργασία για να αντιμετωπιστεί η τελική ένωση των δύο Γερμανικών κρατών και
γ) όλοι οι υπόλοιποι την απέρριπταν. Η Γαλλία όντας σε αδιέξοδο και σε πολύ δύσκολη θέση προχώρησε στην επιβολή! επί της Γερμανίας της ΟΝΕ. Λέμε επιβολή γιατί το αίτημα των Γάλλων επί δεκαετίες για ένα κεντρικό νομισματικό θεσμό που θα ήλεγχε την Κεντρική Γερμανική Τράπεζα το απέρριπταν.
Πολλοί Γάλλοι υποστήριζαν ότι με την ΟΝΕ η αποδοχή της επανένωσης θα σήμαινε ότι «η Γερμανία θα δεθεί με νομισματικά δεσμά» ενώ κάποιοι ποιο ενθουσιώδεις ότι οι νομισματικές αποφάσεις θα έφερναν την πολιτική ένωση. Εξ ου και η αλλαγή του ονόματος από ΕΟΚ σε ΕΕ. Εν μέσω μεγάλων και αντιθετικών συζητήσεων η θέση του Μιττεράν ήταν ότι θα υπάρξουν μεγάλα προβλήματα και «θα αντιμετωπίζονταν όπως θα επέρχονται».
Ταυτόχρονα, επαναλήφθηκαν οι προαναφερθείσες δεσμεύσεις του 1954-5 με νέα συμφωνία. Συντομεύοντας λέμε ότι:
Πρώτον, αναμενόμενα επειδή η Ένωση και μάλιστα σε μια δεκαετία δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο με μαγικό ραβδί το αποτέλεσμα είναι ότι αφενός οι διανεμητικές λειτουργίες των νομισματικών αποφάσεων ήταν και συνεχίζουν να είναι κοινωνικοπολιτικά αθέσπιστες και αφετέρου ήταν λογικό υπό τέτοιες συνθήκες να υπερισχύσει οικονομικά η Γερμανία.
Δεύτερον, χωρίς να επεκταθούμε επειδή το αναλύσαμε αλλού, αναφέρεται ότι το Brexit που τόσο ενθάρρυναν οι ΗΠΑ συμβολίζει το γεγονός ότι στρατηγικά μιλώντας εξαντλείται η Μεταψυχροπολεμική μετάβαση. Το πολυπολικό σύστημα ωριμάζει, οι ΗΠΑ επανεξετάζουν ριζικά τις συμμαχίες τους ιδιαίτερα στις περιφέρειες και το μείζον ζήτημα για αυτούς είναι το πώς στο ρευστό στρατηγικό περιβάλλον τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες θα επιτευχθεί ένα νέο ευνοϊκό για τους Αμερικανούς σύστημα ισορροπιών. Στο νέο περιβάλλον και αφού λάβουμε υπόψη ότι η Γερμανία είναι η μόνη που δεν κατέχει πυρηνικά όπλα το ευρωστρατηγικό περιβάλλον έχει τέσσερεις κύριους πόλους, το Λονδίνο, το Παρίσι, την Μόσχα και το Βερολίνο.
Το παιχνίδι αλλάζει. Ας το λάβει υπόψη της η Ελλάδα
Λέμε απλά ότι η ΕΕ είναι εξαρτημένη μεταβλητή αυτών των στρατηγικών εξελίξεων τις οποίες αναμφίβολα η πανδημία επιτάχυνε.
Ότι και να ακούμε καθημερινά τους επόμενους μήνες λογικό είναι για ένα κράτος όπως η Ελλάδα να συνεκτιμηθούν τα εξής:
Πρώτον, όσον αφορά τα κράτη δεν είναι μόνο το γεγονός πως λειτουργούν και σκέπτονται με όρους εθνικών συμφερόντων αλλά επίσης το γεγονός ότι όσα εξ αυτών διαθέτουν επιτελεία και σχέδια θα επιχειρούν το βέλτιστο βραχυχρόνια έχοντας πάντα κατά νου τα μεσοπρόθεσμα και μακροχρόνια συμφέροντα όπως το κάθε ένα τα εκτιμά και υπολογίζει.
Δεύτερον, τα κράτη-μέλη της ΕΕ συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας ενώ πλέον μιλούν πιο ρητά για το εθνικό τους συμφέρον οι καθημερινές τους δηλώσεις θα εμπεριέχουν σκοπιμότητες που θα τους εξυπηρετούν στα επόμενα βήματα. Επί αυτού και με γνώμονα παρελθούσες θέσεις και συχνά αμφιλεγόμενα σχέδια οι θέσεις του Μακρόν ενδέχεται έχοντας στο μυαλό εναλλακτικές στρατηγικές, να υπάρχουν και υπονοούμενα για εξελίξεις όπως διευθυντήρια, πολλές ταχύτητες και διαφοροποιημένες συμμετοχές.
Τρίτον, αν και αυτό φαίνεται παράδοξο η Γερμανία ίσως και να βρίσκεται στην δυσκολότερη θέση εξ ου και η πιθανότητα ιστορικά γνωστών σπασμωδικών και ανορθολογικών αποφάσεων. Όπως έχουμε εξηγήσει ξανά εδώ, πολλοί Γερμανοί κινούνται και σκέπτονται ορθολογικά βλέποντας στον ύπνο τους όπως και ο Μπίσμαρκ «εφιάλτες αντί-Γερμανικών συσπειρώσεων» ενώ άλλοι είτε όπως συμβαίνει και σε άλλα κράτη κινούνται ανορθολογικά.
Υπάρχει όμως και κάτι πολύ πιο σοβαρό που ενδέχεται να επηρεάσει όχι μόνο τους Γερμανούς αλλά και όλους τους άλλους. Το πώς δηλαδή θα εξελιχθούν οι στρατηγικές σχέσεις πλανητικά επηρεάζοντας όπως πάντα συμβαίνει και τις στρατηγικές εξελίξεις και τα στρατηγικά παίγνια στις περιφέρειες. Ως προς τούτο η πανδημία προκάλεσε εισροή παραγόντων και κριτηρίων που καθιστούν τις στρατηγικές σχέσεις και ιδιαίτερα τα ευρωστρατηγικά ζητήματα πιο ρευστά και δύσκολο να σταθμιστούν και εκτιμηθούν. Όπως κινείται και όπως αποφασίζει η Ελλάδα σταθμίζει και εκτιμά δεόντως τις στρατηγικές εξελίξεις; Κυρίως λαμβάνει υπόψη ότι στις στρατηγικές υποθέσεις ενός κράτους το πολυτιμότερο αγαθό είναι η κοινωνική και πολιτική συνοχή! Και ότι κατά συνέπεια στα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα δεν πρέπει να εισβάλει ξανά κάποιος Δαρβίνος τεχνοκράτης ή άλλος που είναι φορέας οικονομικίστικων ιδεολογημάτων που θα διαλύσει τον κοινωνικό ιστό και τις δυνατότητες ανάκαμψης!