Η ευρύτερη δημοκρατική διαδικασία στον κόσμο θα μπορούσε να είναι και από τις πιο επιδραστικές.
Με πληθυσμό πάνω από 1,4 δισεκατομμύρια ανθρώπους και σχεδόν 970 εκατομμύρια ψηφοφόρους, οι γενικές εκλογές της Ινδίας φέρνουν αντιμέτωπους τον Πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι, έναν κατά δήλωσή του ινδουιστή και εθνικιστή, απέναντι σε μια ευρεία συμμαχία κομμάτων της αντιπολίτευσης που αγωνίζονται να καλύψουν την απόσταση από τον κυβερνητικό σχηματισμό.
Ο 73χρονος Μόντι ανέβηκε για πρώτη φορά στην εξουσία το 2014 με υποσχέσεις για οικονομική ανάπτυξη, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως ξένο ως προς το εγχώριο σύστημα εξουσίας, που καταπολεμά την διαφθορά. Έκτοτε, συνδύασε τη θρησκεία με την πολιτική, σε μια φόρμουλα που προσέλκυσε ευρεία υποστήριξη από τον ) - σε συντριπτικό ποσοστό - ινδουιστικό πληθυσμό της χώρας.
Η Ινδία υπό τον Μόντι είναι μια ανερχόμενη παγκόσμια δύναμη, αλλά η διακυβέρνησή του χαρακτηρίστηκε επίσης από αυξανόμενη ανεργία, επιθέσεις ινδουιστών εθνικιστών εναντίον μειονοτήτων, ιδιαίτερα μουσουλμάνων, ενώ τα περιθώρια για διαφωνίες και για ελεύθερα μέσα ενημέρωσης περιορίζονται.
Πως θα γίνουν οι εκλογές;
Οι γενικές εκλογές διάρκειας 6 εβδομάδων ξεκινούν στις 19 Απριλίου και τα αποτελέσματα θα ανακοινωθούν στις 4 Ιουνίου!
Οι ψηφοφόροι, που αποτελούν πάνω από το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού, θα εκλέξουν 543 μέλη για την κάτω βουλή του Κοινοβουλίου για πενταετή θητεία.
Οι κάλπες θα στηθούν σε επτά χρονικές φάσεις (ανάλογα με το γεωγραφικό διαμέρισμα) και η ψηφοφορία θα διεξαχθεί σε περισσότερα από ένα εκατομμύριο εκλογικά τμήματα.
Κάθε φάση θα διαρκέσει μία ημέρα, με πολλές εκλογικές περιφέρειες σε πολλές πολιτείες να ψηφίζουν εκείνη την ημέρα. Η κλιμακωτή ψηφοφορία επιτρέπει στην κυβέρνηση να αναπτύξει δεκάδες χιλιάδες στρατεύματα για την πρόληψη της βίας και τη μεταφορά εκλογικών αξιωματούχων και εκλογικών μηχανισμών.
Η Ινδία έχει ένα πολυκομματικό εκλογικό σύστημα, στο οποίο κερδίζει ο υποψήφιος που θα λάβει τις περισσότερες ψήφους. Για να εξασφαλίσει την πλειοψηφία, ένα κόμμα ή ένας συνασπισμός πρέπει να ξεπεράσει το όριο των 272 εδρών.
Ενώ οι ψηφοφόροι στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού χρησιμοποιούν χάρτινα ψηφοδέλτια, η Ινδία χρησιμοποιεί ηλεκτρονικές μηχανές ψηφοφορίας.
Ποιοι διεκδικούν την εξουσία;
Το Κόμμα Bharatiya Janata του Mόντι και ο κύριος ανταγωνιστής του, ο Ραούλ Γκάντι του Ινδικού Εθνικού Κογκρέσου, αντιπροσωπεύουν τις δύο μεγαλύτερες φατρίες του Κοινοβουλίου. Αρκετά άλλα σημαντικά περιφερειακά κόμματα αποτελούν μέρος του αντιπολιτευόμενου μπλοκ.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία έχουν προηγουμένως διασπαστεί, έχουν ενωθεί κάτω από ένα μέτωπο που ονομάζεται «ΙΝΔΙΑ», ή αλλιώς Ινδική Εθνική Αναπτυξιακή Συμμαχία, για να αρνηθούν στον Μόντι μια τρίτη συνεχόμενη εκλογική νίκη.
Η συμμαχία έχει παρουσιάσει έναν μόνο υποψήφιο για τις προκριματικές εκλογές στις περισσότερες εκλογικές περιφέρειες. Αλλά έχει ταλαιπωρηθεί από ιδεολογικές διαφορές και από προσωπικές συγκρούσεις και δεν έχει αποφασίσει ακόμη για τον υποψήφιο πρωθυπουργό.
Οι περισσότερες έρευνες δείχνουν ότι ο Μόντι είναι πιθανό να κερδίσει άνετα, ειδικά αφού άνοιξε έναν ινδουιστικό ναό στη βόρεια πόλη Ayodhya τον Ιανουάριο, με τον οποίο εκπλήρωσε μία μακροχρόνια ινδουιστική εθνικιστική υπόσχεση του κόμματός του.
Μια νέα νίκη θα καθιστούσε τον Μόντι ως έναν από τους πιο δημοφιλείς και σημαντικούς ηγέτες της χώρας. Θα ακολουθούσε μια τεράστια νίκη το 2019, όταν το κόμμα του (BJP) συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία συγκεντρώνοντας άνετα 303 κοινοβουλευτικές έδρες. Το κόμμα του Κογκρέσου είχε μόνο 52 έδρες.
Ποια είναι τα μεγάλα ανοιχτά θέματα;
Επί δεκαετίες, η Ινδία έχει υπηρετήσει σταθερά τις δημοκρατικές της αρχές, κυρίως λόγω των ελεύθερων εκλογών, ενός ανεξάρτητου δικαστικού συστήματος, των ισχυρών μέσων ενημέρωσης, της ισχυρής αντιπολίτευσης και της ειρηνικής μετάβασης της εξουσίας. Ορισμένα από αυτά τα «διαπιστευτήρια» έχουν υποστεί μια αργή διάβρωση υπό τη δεκαετή διακυβέρνηση του Μόντι, με τις δημοσκοπήσεις να αναδεικνύουν μία σκληρή δοκιμασία για τις δημοκρατικές αξίες της χώρας.
Πολλοί διεθνείς παρατηρητές έχουν πλέον κατηγοριοποιήσει την Ινδία ως «υβριδικό καθεστώς», που δεν είναι ούτε πλήρης δημοκρατία - ούτε πλήρης απολυταρχία.
Οι δημοσκοπήσεις θα δοκιμάσουν επίσης τα όρια του Μόντι, ενός λαϊκιστή ηγέτη του οποίου η άνοδος έχει συνοδευτεί από αυξανόμενες επιθέσεις εναντίον θρησκευτικών μειονοτήτων, κυρίως μουσουλμάνων. Οι επικριτές του τον κατηγορούν ότι χρησιμοποιεί μια ιδεολογία που προτάσσει τον Ινδουισμό, θέτοντας σε κίνδυνο τις κοσμικές ρίζες της χώρας.
Υπό τον Μόντι, τα μέσα ενημέρωσης, που κάποτε θεωρούνταν ζωντανά και σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα, έχουν γίνει πιο «ελαστικά» απέναντι στην εξουσία και οι επικριτικές φωνές έχουν φιμωθεί. Τα δικαστήρια έχουν σε μεγάλο βαθμό λυγίσει στη θέληση του Μόντι και έχουν εκδώσει ευνοϊκές ετυμηγορίες σε κρίσιμες υποθέσεις. Ο συγκεντρωτισμός της εκτελεστικής εξουσίας έχει λυγίσει τον φεντεραλισμό της Ινδίας. Και οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες έχουν συνδέσει τους κορυφαίους ηγέτες της αντιπολίτευσης με υποθέσεις διαφθοράς, τις οποίες οι ίδιοι αρνούνται.
Ένα άλλο βασικό ζήτημα είναι η μεγάλη οικονομία της Ινδίας, η οποία είναι από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες στον κόσμο. Βοήθησε την Ινδία να αναδειχθεί ως παγκόσμια δύναμη και αντίβαρο στην Κίνα. Όμως, ακόμη και καθώς η ανάπτυξη της Ινδίας εκτινάσσεται στα ύψη με ορισμένα μέτρα, η κυβέρνηση Μόντι έχει δυσκολευτεί πολύ να δημιουργήσει αρκετές θέσεις εργασίας για νέους Ινδούς και, αντί αυτού, βασίστηκε σε προγράμματα πρόνοιας, όπως δωρεάν φαγητό και στέγαση για να προσελκύσει τους ψηφοφόρους.
Η τελευταία έκθεση του ΟΗΕ για την Ανάπτυξη Ασίας-Ειρηνικού κατατάσσει την Ινδία μεταξύ των κορυφαίων χωρών με υψηλό εισόδημα και ανισότητα πλούτου.