Η Ινδία και το Πακιστάν αποτελούν ακόμη ένα παράδειγμα χωρών των οποίων οι σχέσεις είναι τεταμένες λόγω της, αμφισβητούμενης, περιοχής του Κασμίρ που βρίσκεται ανάμεσά τους. Από την επίτευξη της ανεξαρτησίας τους ακόμη το 1947 οι δύο χώρες ερίζουν για την συγκεκριμένη περιοχή και ο ανταγωνισμός αυτός έχει δημιουργήσει σημαντικό αριθμό συγκρούσεων. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά των συγκρούσεων αυτών, είναι ότι όλες συνάδουν με την εποχή τους και ουσιαστικά αποτελούν καθρέφτη των παγκόσμιων προβλημάτων. Από την επίτευξη της ανεξαρτησίας τους μέχρι και σήμερα, μπορούμε να διακρίνουμε τις αλλαγές τόσο στην πραγμάτωση των επιχειρήσεων, όσο και στα μέσα τα οποία χρησιμοποιούν οι εμπόλεμοι. Αλλαγές οι οποίες οφείλονται όχι μόνο στην προφανή και αναμενόμενη τεχνολογική πρόοδο, αλλά σε αλλαγές στη στρατηγική κουλτούρα των χωρών.
Η πρώτη σύγκρουση ανάμεσα στις δύο χώρες, έλαβε χώρα με την ανεξαρτητοποίησή τους από τη Μεγάλη Βρετανία το 1947-48. Η στρατηγικά σημαντική θέση του Κασμίρ, σε συνδυασμό με την κοινωνική διαστρωμάτωση της περιοχής1, ώθησε τις πρώην βρετανικές αποικίες της Ινδίας και του Πακιστάν να συγκρουστούν για τον έλεγχό του. Η σύγκρουση αυτή, αποτέλεσε μία από τις πρώτες αποδείξεις του ανασχηματισμού του παγκόσμιου χάρτη και την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων στην παγκόσμια πολιτική σκηνή. Μαζί με τον πρώτο πόλεμο μεταξύ Αράβων και Ισραηλιτών (ο οποίος επίσης ξεκίνησε με την απομάκρυνση των Βρετανικών δυνάμεων από την Παλαιστίνη), την κρίση του Σουέζ και τον πόλεμο της Κορέας, έγινε φανερό ότι οι παραδοσιακές Μεγάλες Δυνάμεις του παλαιού κόσμου (Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο), θα έκαναν στην άκρη λόγω των αναδυόμενων γιγάντων (ΗΠΑ, Σοβιετική Ένωση). Η ελλιπής οργάνωση από πλευράς των αποικιοκρατικών δυνάμεων (ειδικά της Βρετανίας) σχετικά με την διάδοχη κατάσταση στις περιοχές που εγκατέλειψαν, οδήγησε σε συγκρούσεις μεταξύ τοπικών πληθυσμών, όπως έγινε και στην περίπτωση του πρώτου πολέμου μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν το 1947-48. Επιπλέον, η έλλειψη της σε βάθος γνώσης περί των ειδικών συνθηκών που υφίστανται στις αποικίες που εγκατέλειπαν, καθιστούσε τα σχέδια της μετέπειτα κατάστασης μη λειτουργικά.
Η δεύτερη σύγκρουση, αυτή του 1965 υπήρξε και πάλι εναρμονισμένη με τις διεθνείς εξελίξεις. Σε μία περίοδο κατά την οποία ο Ψυχρός Πόλεμος ανάμεσα στις υπερδυνάμεις εκτυλισσόταν σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, η ανάσχεση της κομμουνιστικής επέκτασης οδήγησε τις ΗΠΑ στο να «επενδύσουν» σημαντικούς πόρους στις ένοπλες δυνάμεις τόσο της Ινδίας, όσο και του Πακιστάν. Παρόλο που ο στόχος ήταν η δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου ενάντια στον «κομμουνιστικό κίνδυνο» οι διμερείς σχέσεις ανάμεσα στην υπερδύναμη και στις εν λόγω χώρες εμπεριείχαν σημαντικές ποιοτικές διαφορές.
Από τη μία πλευρά, οι σχέσεις Ινδίας- ΗΠΑ δοκιμάζονταν συνεχώς, ενώ οι σχέσεις της μιας από τις δύο υπερδυνάμεις με το Πακιστάν απολάμβαναν μια σταθερή εξέλιξη. Η εμπιστοσύνη που απέκτησε το Πακιστάν, λόγω των στενών επαφών με τις ΗΠΑ, για αμερικανική βοήθεια σε ενδεχόμενη σύγκρουση με την Ινδία, αλλά και η αυτοπεποίθηση αναφορικά με τις στρατιωτικές του δυνατότητες οδήγησαν την χώρα σε νέα σύγκρουση με την Ινδία για την περιοχή του Κασμίρ. Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν διαφορετικά σε σχέση με ότι περίμενε η ηγεσία του Πακιστάν. Η σύγκρουση οδήγησε σε νίκη της Ινδίας και η σύγκρουση ολοκληρώθηκε με τη διακήρυξη της Τεργέστης τον Ιανουάριο του 1966 η οποία επανέφερε τα σύνορα στις πρίν τον πόλεμο θέσεις τους. Ο πόλεμος αυτός, αποτέλεσε την αρχή της συνεχιζόμενης υποβάθμισης των σχέσεων ανάμεσα σε Πακιστάν και ΗΠΑ, καθώς η ασιατική χώρα θεώρησε ότι προδόθηκε από το σύμμαχό της λόγω, της μη εμπλοκής των ΗΠΑ στον πόλεμο, αλλά και λόγω του παγώματος προμηθειών στρατιωτικού υλικό (παρόλο που η προμήθειες σταμάτησαν και προς την Ινδία.
Η επόμενη σύρραξη ανάμεσα στις δύο χώρες ξεκίνησε το 1971 και ήταν η τελευταία κατά την οποία καμία από τις δύο χώρες δεν είχε στην κατοχή της πυρηνικό οπλοστάσιο (η Ινδία ήταν η πρώτη που απέκτησε πυρηνικά όπλα το 1974). Επίσης ο συγκεκριμένος πόλεμος ήταν ο πρώτος που δεν έγινε για να επιτευχθεί κυριαρχία στην περιοχή του Κασμίρ αλλά η αιτία ήταν η θέληση του ανατολικού Πακιστάν να ανεξαρτητοποιηθεί. Ο πόλεμος αυτός οδήγησε στην δημιουργία του κράτους του Μπαγκλαντές το 1972.
Η περίοδος μέχρι την επόμενη αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο χώρες (η οποία έλαβε χώρα το 1999) αποτέλεσε μια περίοδο σχετικής ηρεμίας, καθοριστικό ρόλο στην οποία έπαιξε και η δημιουργία πυρηνικού οπλοστασίου από την Ινδία. Όμως, κατά τη δεκαετία του 1990, οι δύο χώρες επιδόθηκαν σε μια κούρσα εξοπλισμών, που οδήγησε και στην απόκτηση πυρηνικών όπλων από το Πακιστάν, αλλά και στη σύγκρουση του 1999. Στον 21ο αιώνα, οι σχέσεις των δύο χωρών συνέχισαν να είναι τεταμένες στη συνοριακή γραμμή των δύο χωρών, με συχνά θερμά επεισόδια. Τα τελευταία χρόνια και με πιο πρόσφατο παράδειγμα την κατάρριψη του Ινδικού μαχητικού από την Πακιστανική αεροπορία αλλά και την τρομοκρατική επίθεση που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο περισσότερων από 40 Ινδών και τον τραυματισμό τουλάχιστον 70. Τα τελευταία χρόνια, οι τρομοκρατικές επιθέσεις έχουν αναλάβει κυρίαρχο λόγο στις διαμάχες ανάμεσα στις δύο χώρες. Με τη μορφή επιθέσεων παραστρατιωτικών οργανώσεων, η ένταση μπορεί να αυξομειώνεται κατά το δοκούν, και τέτοιες ενέργειες ενώ είναι σχετικά ανέξοδες, είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές τόσο σε τακτικό, όσο και σε στρατηγικό επίπεδο.
Εν κατακλείδι, η τελευταία κρίση τις σχέσεις Ινδίας- Πακιστάν, καταδεικνύει την εξέλιξη του πολέμου και την δυσκολία της διεξαγωγής επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας με στρατό ξηράς ανάμεσα σε δύο κράτη, ειδικά αν αυτά διαθέτουν και πυρηνικές δυνατότητες. Αντ’ αυτού, η χρήση παραστρατιωτικών ομάδων σε επιχειρήσεις μικρής κλίμακας μπορεί να αποδώσει σημαντικά αποτελέσματα σε επικοινωνιακό και πολιτικό επίπεδο. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι στην εποχή της πληροφορίας, είναι εύκολο για τον καθένα να προωθήσει την άποψη του και να δημιουργήσει εντυπώσεις. Τέτοιου είδους επιθέσεις παίζουν και αυτόν το ρόλο.
1 Τα 2/3 του πληθυσμού αποτελούνταν από Ισλαμιστές, αλλά ο κυβερνήτης ήταν Ινδουιστής.