Ο ερευνητικός χώρος της διατροφής και της ιατρικής βρίσκεται σε μια συνεχή προσπάθεια για να διαλευκάνει τις συνθήκες υπό τις οποίες εμφανίζεται η παχυσαρκία. Και μέσα σε αυτήν την προσπάθεια προτάθηκε ένα μοντέλο, το οποίο πίστευαν οι ερευνητές ότι θα μπορούσε να οδηγεί στην παχυσαρκία: Το μοντέλο των υδατανθράκων και της ινσουλίνης.
Οπως γράφει η Ιωάννα Στεργίου, διαιτολόγος, διατροφολόγος, με έδρα τη Νέα Σμύρνη:
Όμως αυτό δεν αποτελεί όλη την αλήθεια, ούτε καν τη μισή. Ας δούμε γιατί.
Τι είναι η ινσουλίνη;
Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που παράγεται από το πάγκρεας όταν καταναλώνουμε ένα γεύμα που περιέχει υδατάνθρακες. Όταν καταναλώνουμε ένα γεύμα με υδατάνθρακες, αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων γλυκόζης (σακχάρου) στο αίμα.
Κύρια δράση λοιπόν της ινσουλίνης είναι να απομακρύνει τα μόρια αυτά της γλυκόζης από το αίμα, εισάγοντας τα στα κύτταρα για ενέργεια, ώστε τα επίπεδα σακχάρου να επιστρέψουν στα φυσιολογικά.
Αυτή είναι η κύρια δράση της ινσουλίνης, όμως παράλληλα εμφανίζει και άλλες δράσεις οι οποίες είναι οι εξής:
- Ενεργοποίηση της σύνθεσης πρωτεϊνών
- Αναστολή της αποδόμησης των πρωτεϊνών
- Ενεργοποίηση της αποθήκευσης λίπους
- Ενεργοποίηση της λιπογένεσης
- Αναστολή της λιπόλυσης
Επομένως με βάση τα παραπάνω παρατηρείται ότι η ινσουλίνη οδηγεί στην αποθήκευση λίπους και μπλοκάρει τη λιπόλυση. Έτσι μειώνονται τα διαθέσιμα μόρια στο αίμα, τα οποία μπορούν να παράγουν ενέργεια, κάτι που δίνει σήμα στον οργανισμό για αναζήτηση τροφής, άρα και πείνα.
Άρα μήπως η αυξημένη ινσουλίνη ευθύνεται για την αδυναμία απώλειας του λίπους από το σώμα ή δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα;
Τι πραγματικά ισχύει για την ινσουλίνη και τις ορμόνες;
Όντως όσες δράσεις της ινσουλίνης αναφέρθηκαν παραπάνω είναι πραγματικές. Όμως, ο οργανισμός μας ευτυχώς δεν λειτουργεί με την λογική “άσπρο ή μαύρο”.
Τι εννοούμε με αυτό;
Παρά την αυξημένη παραγωγή ινσουλίνης μετά την κατανάλωση ενός γεύματος με υδατάνθρακες, δεν είναι η μόνη ορμόνη η οποία ανιχνεύεται στον οργανισμό κατά αυτήν την φάση.
Στο αίμα κυκλοφορεί πλήθος ορμονών, μερικές από τις οποίες ασκούν αντίθετες δράσεις στον οργανισμό από αυτές της ινσουλίνης, όπως για παράδειγμα η γλυκαγόνη που αυξάνει τη λιπόλυση.
Επομένως, μετά την κατανάλωση ενός γεύματος με υδατάνθρακες, αυξάνεται, μεν η έκκριση ινσουλίνης η οποία μειώνει τη λιπόλυση όμως δεν την αναστέλλει ολοκληρωτικά, απλά μειώνει το ρυθμό πραγματοποίησης της.
Σημαντικό επίσης είναι να πούμε ότι η ινσουλίνη παραμένει αυξημένη για λίγες ώρες μετά το γεύμα, όπου μετά επανέρχεται στα αρχικά της επίπεδα, κάτι που σημαίνει ότι και ο ρυθμός λιπόλυσης κατά αυτήν την φάση αυξάνεται σε σχέση με τη μεταγευματική φάση.
Πότε δημιουργείται πρόβλημα με την ινσουλίνη και την παραγωγή λίπους;
Η υπερβολική αύξηση της ινσουλίνης, η οποία συμβαίνει συχνά για κάποιο χρονικό διάστημα είναι που μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη παραγωγή λίπους και έτσι πρόσληψη βάρους.
Η υπερβολική αύξηση ινσουλίνης παρατηρείται σε συνθήκες υπερβολικής πρόσληψης τροφής, όπου εκεί η ινσουλίνη όχι μόνο θα αναστείλει τη λιπόλυση αλλά θα δημιουργήσει και επιπλέον λίπος.
Αυτό συμβαίνει διότι η πρόσληψη υδατανθράκων είναι μεγαλύτερη από αυτή που απαιτεί ο οργανισμός μας, με αποτέλεσμα η επιπλέον ποσότητα υδατανθράκων να αποθηκεύεται ως λίπος με τη δράση της ινσουλίνης.
Άρα τελικά καταλαβαίνουμε και εδώ ότι το πρόβλημα δεν είναι η ινσουλίνη αυτή καθ’ αυτή, αλλά η αυξημένη πρόσληψη τροφής.
Μία περίπτωση που το πρόβλημα με την αυξημένη έκκριση ινσουλίνης είναι ακόμα πιο εμφανές είναι αυτή της ινσουλινοαντίστασης. Αυτή εμφανίζεται κυρίως σε παχύσαρκα άτομα και υποδεικνύει μια αδυναμία δράσης της ινσουλίνης, με αποτέλεσμα ο οργανισμός να παράγει μεγαλύτερη ποσότητα από την συνήθη, ώστε να μπορέσουν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα να παραμείνουν χαμηλά.
Η διαταραχή αυτήν υποδεικνύει έναν αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση ΣΔτ2.
Στην ινσουλινοαντίσταση, η υπερβολική αύξηση της ινσουλίνης, εκτός του ότι μπορεί να κρατήσει αρκετή ώρα μετά το γεύμα, εμφανίζεται και υπό φυσιολογική πρόσληψη τροφής ή ακόμη και στην περίπτωση του περιορισμού της τροφής κατά την προσπάθεια απώλειας βάρους, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η απώλεια λίπους, λόγω της αυξημένης λιπογένεσης που παρατηρείται.
Σε αυτή την περίπτωση, ένα σωστά δομημένο πρόγραμμα διατροφής, με συγκεκριμένη ποσότητα σύνθετων υδατανθράκων (προϊόντα ολικής άλεσης κ.α.) και σωστή κατανομή τους μέσα στη μέρα, θα βοηθήσει για την επιθυμητή απώλεια λίπους.
Κετογονική δίαιτα: Δουλεύει η δίαιτα που κρατά σε χαμηλά επίπεδα την ινσουλίνη;
Όταν το μοντέλο της ινσουλίνης-υδατανθράκων άρχισε να ενοχοποιείται για την εμφάνιση της παχυσαρκίας, βάση αυτού δημιουργήθηκε και ένα πρότυπο διατροφής, η γνωστή κετογονική διατροφή. Θεωρητικά, αποτελεί την αποτελεσματικότερη μέθοδο για να διατηρηθεί σε χαμηλά επίπεδα η ινσουλίνη.
Η κετογονική δίαιτα αποτελεί ένα πρότυπο διατροφής με πολύ χαμηλή ποσότητα υδατανθράκων (συγκεκριμένα επιτρέπονται έως 50 γρ. υδατανθράκων τη μέρα), υψηλή σε λίπος και πρωτεΐνη. Με αυτόν τον τρόπο όταν καταναλώνεται ένα γεύμα τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα αυξάνονται πολύ λίγο και αντίστοιχα παράγεται πολύ μικρή ποσότητα ινσουλίνης.
Κατά αυτόν τον τρόπο, υποστηρίζεται ότι ενεργοποιείται η καύση λίπους, καθώς δεν υπάρχει αρκετή ινσουλίνη για να την μπλοκάρει σε κάποιον βαθμό. Αντίστοιχα όμως παρατηρείται και αυξημένη απώλεια μυϊκής μάζας, καθώς οι πρωτεΐνες χρησιμοποιούνται και αυτές για παραγωγή ενέργειας, ενώ παράλληλα δεν υπάρχει το ερέθισμα της ινσουλίνης που θα ενεργοποιήσει τη σύνθεση πρωτεϊνών.
Έχει όμως αποτελέσματα η κετογονική διατροφή στην απώλεια λίπους; Η αλήθεια είναι πως τα άτομα που ακολουθούν αυτή τη διατροφή φαίνεται να χάνουν λίπος.
Όμως η απώλεια λίπους είναι παρόμοια με αυτή που παρατηρείται σε μια ισορροπημένη διατροφή, με μέση πρόσληψη υδατανθράκων, συγκεκριμένα 50% της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης, παρά τη παρατηρούμενη μείωση της παραγωγής ινσουλίνης στην περίπτωση της κετογονικής διατροφής.
Επομένως, από ότι φαίνεται η διατήρηση των επιπέδων ινσουλίνης σε χαμηλά επίπεδα δεν είναι η λύση στην απώλεια βάρους.
Τι έχει τελικά περισσότερη σημασία στην απώλεια λίπους;
Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία στην απώλεια λίπους είναι η υιοθέτηση μιας ισορροπημένης διατροφής, αλλάζοντας τις λανθασμένες και μη λειτουργικές διατροφικές συμπεριφορές, όπως είναι η συχνή κατανάλωση γλυκών, γευμάτων απ’ έξω, τηγανητών, σφολιατοειδών και αναψυκτικών, η μειωμένη κατανάλωση φρούτων και λαχανικών κ.α.
Η αλλαγή αυτών των συνηθειών σε συνδυασμό με την αύξηση της φυσικής δραστηριότητας, θα οδηγήσουν στην επιθυμητή απώλεια λίπους.
ΠΗΓΗ: fmh.gr