Instagram και έφηβοι: Πώς να προστατέψουμε τα παιδιά από τοξικές επιρροές

Απλοί τρόποι που μπορούν να ακολουθήσουν γονείς και εκπαιδευτικοί.
Instafram
NurPhoto via Getty Images
Instafram

Για πολλούς γονείς, οι αποκαλύψεις αυτής της εβδομάδας από την πληροφοριοδότη (whistleblower) του Facebook, Φράνσις Χάουγκεν, που αποκάλυψε εσωτερικές έρευνες του Facebook σχετικά με τις τοξικές συνέπειες που προκαλεί το Instagram στους εφήβους, ενέτειναν τις ανησυχίες σχετικά με τη δημοφιλή εφαρμογή.

«Τα μοτίβα που δημιουργούν τα παιδιά ως έφηβοι τους ακολουθούν για την υπόλοιπη ζωή τους», λέει η Χάουγκεν στην κατάθεσή της στην Γερουσία την Τρίτη.

«Για τα παιδιά που δέχονται εκφοβισμό στο Instagram, ο εκφοβισμός τα ακολουθεί στο σπίτι», λέει η Χάουγκεν. «Και έτσι τα παιδιά μαθαίνουν ότι οι φίλοι τους, άνθρωποι για τους οποίους νοιάζονται, είναι σκληροί απέναντί τους».

Το θέμα ειναι, τί μπορούμε να κάνουμε για να προστατέψουμε τα παιδιά μας; Οι ειδικοί λένε ότι οι ανοιχτές γραμμές επικοινωνίας, τα όρια ηλικίας, εάν είναι απαραίτητο και η παρακολούθηση της δραστηριότητας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι μερικά από τα βήματα που μπορούν να ακολουθήσουν οι γονείς για να βοηθήσουν τα παιδιά να αποφύγουν τους κινδύνους των μέσων, ενώ παράλληλα θα τους επιτρέπουν να αλληλεπιδρούν με τους φίλους τους με δικούς τους όρους.

Είναι τα 17, τα νέα 13;

Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί η ηλικία των 13 είναι η μικρότερη επιτρεπτή για την είσοδο των παιδιών στο Instagram και σε άλλες εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης; Αυτό συμβαίνει λόγω του νόμου περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής των παιδιών στο Διαδίκτυο που τέθηκε σε ισχύ το 2000 - πριν καν γεννηθούν οι σημερινοί έφηβοι (και όταν ο διευθύνων σύμβουλος του Facebook, Μαρκ Ζούκερμπεργκ ήταν ο ίδιος έφηβος).

Ο στόχος ήταν να προστατευθεί η ιδιωτικότητα των παιδιών στο διαδίκτυο, απαιτώντας από ιστότοπους και διαδικτυακές υπηρεσίες να υιοθετήσουν σαφείς πολιτικές απορρήτου και να λάβουν τη συγκατάθεση των γονέων πριν από τη συλλογή προσωπικών πληροφοριών από τα παιδιά τους, μεταξύ άλλων. Γι′ αυτό, οι εταιρείες κοινωνικών μέσων έχουν γενικά απαγορεύσει σε παιδιά κάτω των 13 ετών να εγγράφονται στις υπηρεσίες τους, αν και έχει αποδειχτεί ευρέως ότι τα παιδιά εγγράφοντα ούτως ή άλλως, είτε με ή χωρίς την άδεια των γονέων τους.

Αλλά οι καιροί έχουν αλλάξει και η ιδιωτικότητα στο διαδίκτυο δεν είναι πλέον η μόνη ανησυχία όταν πρόκειται για παιδιά που είναι συνδεδεμένα στις εφαρμογές δικτύωσης. Πλέον υπάρχει εκφοβισμός, παρενόχληση και, όπως έδειξε η ίδια η έρευνα του Facebook, ο κίνδυνος εμφάνισης διατροφικών διαταραχών, ή ακόμα χειρότερα σκέψεων αυτοκτονίας.

Στην κατάθεσή της, η Χάουγκεν πρότεινε να αυξηθεί το όριο ηλικίας στα 16 ή ακόμα και τα 18. Υπήρξε, επίσης, μια ώθηση μεταξύ ορισμένων γονέων, εκπαιδευτικών και ειδικών τεχνολογίας στο να περιμένουν να δώσουν στα παιδιά τηλέφωνα - και πρόσβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης - μέχρι να μεγαλώσουν. Αλλά ούτε οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης και ενημέρωσης, ούτε η κυβέρνηση έχουν κάνει κάτι συγκεκριμένο για να αυξήσουν το όριο ηλικίας.

«Δεν υπάρχει κατάλληλη εποχή», δήλωσε η Κριστίν Ελγκέρσμα, ειδικός στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στο μη κερδοσκοπικό μέσο Common Sense Media. Αλλά, πρόσθεσε, «τα 13 δεν είναι μάλλον η καλύτερη ηλικία για να ανακαλύψουν τα παιδιά τα κοινωνικά μέσα».

Είναι ακόμα περίπλοκο. Δεν υπάρχει αξιόπιστος τρόπος για να επαληθεύσει κανείς την ηλικία ενός ατόμου όταν εγγράγεται σε εφαρμογές και διαδικτυακές υπηρεσίες. Και οι εφαρμογές που είναι δημοφιλείς στους εφήβους σήμερα, δημιουργήθηκαν πρώτα για ενήλικες.

«Οι προγραμματιστές πρέπει να ξεκινήσουν να δημιουργούν εφαρμογές έχοντας υπόψη τα παιδιά», λέει. Και όχι, δεν εννοεί το Instagram Kids, το πρότζεκτ που διέκοψε το Facebook την περασμένη εβδομάδα εν μέσω εκτεταμένων αντιδράσεων. «Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε μια εταιρεία που δεν ξεκίνησε με τα συμφέροντα των παιδιών ως γνώμονα», λέει.

Μιλάμε με τα παιδιά

Ας ξεκινήσουμε νωρίς, νωρίτερα από όσο νομίζουμε. Η Ελγκέρσμα προτείνει στους γονείς να περιηγηθούν στα δικά τους μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τα παιδιά τους πριν μεγαλώσουν για να είναι στο διαδίκτυο και να έχουν ανοιχτές συζητήσεις για το τι βλέπουν.

Τα μεγαλύτερα παιδιά, καλό είναι να τα προσεγγίσουε με περιέργεια και ενδιαφέρον.

Καλό θα ήταν να μην πούμε φράσεις, όπως «απενεργοποίησέ το» αν το παιδί μας περνάει πολλές ώρες σε κάποια εφαρμογή λέει ο Τζιν Ρότζερς, διευθυντής του Fairplay, ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού που θεωρεί ότι τα παιδιά πρέπει να περνούν λιγότερο χρόνο σε ψηφιακές συσκευές.

Αντ ’αυτού, ο Ρότζερς προτείνει να τους κάνουμε ερωτήσεις σχετικά με το τι κάνουν στο τηλέφωνό και να δούμε τι είναι πρόθυμο να μοιραστεί το παιδί μας.

Τα παιδιά είναι επίσης πιθανό να είναι αρνητικά απέναντι σε γονείς και εκπαιδευτικούς για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα ύπουλα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι εταιρείες για τους κρατούν απορροφημένους, λέει η Ελγκέρσμα. Αν θέλουμε να καταλάβουμε λίγο παραπάνω για τον τρόπο που λειτουργούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπορούμε να δούμε το «The Social Dilemma». Ένα ντοκιμαντέρ που εξερευνά αλγόριθμους, σκοτεινά μοτίβα και κύκλους ανατροφοδότησης ντοπαμίνης στα κοινωνικά μέσα.

Θέτοντας όρια

Οι περισσότεροι γονείς ακολουθούν την πρακτική να παίρνουν τα τηλέφωνα των παιδιών τους από τη μια μέρα στην άλλη για να περιορίσουν τον χρόνο που περνούν σε αυτά και έχει επιτυχία. Περιστασιακά τα παιδιά μπορεί να προσπαθήσουν να κλέψουν το τηλέφωνο, αλλά είναι μια στρατηγική που τείνει να λειτουργεί γιατί τα παιδιά χρειάζονται διάλειμμα από την οθόνη.

Οι γονείς μπορεί να χρειάζονται τα δικά τους όρια στη χρήση του τηλεφώνου. Ο Ρότζερς λέει ότι είναι χρήσιμο να εξηγούμε τι κάνουμε όταν έχουμε ένα τηλέφωνο στο χέρι μας γύρω από το παιδί μας, ώστε να καταλάβει ότι δεν περιηγούμαστε άσκοπα σε ιστότοπους όπως το Instagram. Ας πούμε στο παιδί μας ότι ελέγχουμε το email εργασίας, αναζητούμε συνταγές για δείπνο ή πληρώνουμε λογαριασμούς, ώστε να καταλάβει ότι δεν είμαστε εκεί μόνο για πλάκα. Στη συνέχεια, ας τους πούμε πότε σκοπεύουμε να αφήσετε το τηλέφωνο κάτω.

Δεν μπορούμε να το κάνουμε μόνοι

Οι γονείς πρέπει επίσης να συνειδητοποιήσουν ότι δεν είναι ένας δίκαιος αγώνας. Οι εφαρμογές κοινωνικών μέσων όπως το Instagram έχουν σχεδιαστεί για να προκαλούν εθισμό, λέει η Ροξάνα Μαράτσι, καθηγήτρια εκπαίδευσης στο κρατικό πανεπιστήμιο του Σαν Χοσέ που μελετά βλάβες δεδομένων. Χωρίς νέους νόμους που ρυθμίζουν τον τρόπο με τον οποίο οι εταιρείες τεχνολογίας χρησιμοποιούν τα δεδομένα και τους αλγόριθμούς μας για να ωθήσουν τους χρήστες προς το επιβλαβές περιεχόμενο, δεν υπάρχουν πολλά που μπορούν να κάνουν οι γονείς.

«Οι εταιρείες δεν ενδιαφέρονται για την ευημερία των παιδιών, τους ενδιαφέρουν τα μάτια στην οθόνη και η μεγιστοποίηση του αριθμού των κλικ». προσθέτει η Μαράτσι.