Η φράση αυτή για τον Ιωάννη Κωλέττη δεν είναι ένας τυχαίος χαρακτηρισμός αλλά ανήκει σε έναν ανήσυχο ερευνητή της Επανάστασης, τον ιστορικό Βασίλη Κρεμμυδά.
Πράγματι, η υστεροφημία του πρώτου εκλεγμένου πρωθυπουργού της Ελλάδος παραμένει εξόχως αρνητική: η εντύπωση που επικρατεί είναι ότι πρόκειται για έναν ραδιούργο, φιλόδοξο, δόλιο, οπαδό της αναρχίας και των στάσεων, καλπονοθευτή και φαύλο, οπαδό των πελατειακών σχέσεων, εισηγητή του μεγαλοϊδεατισμού· στο Παρίσι γραφικός, φορώντας φουστανέλα, ενίοτε ρυπαρή.
Από την άλλη, ο Αμερικανός φιλέλληνας Samuel Howe έλεγε ότι «ένας ξένος που θα τον έβλεπε μέσα στο πλήθος θα γυρνούσε να τον ξανακοιτάξει και θα παρατηρούσε πως πρόκειται για έναν ξεχωριστό άνθρωπο». Επίσης ο πρέσβης της Γαλλίας στην Ελλάδα, Th. Piscatory, έλεγε με κάπως λυρικό ύφος ότι «πρόκειται για έναν Έλληνα που έκλαιγε για την Ελλάδα κάθε φορά που ανέπνεε».
Οι παλιότερες βιογραφίες που τον εξυμνούσαν δεν κατάφεραν να αλλάξουν την αρνητική εικόνα, ακριβώς επειδή ήταν αγιογραφίες.
Συνεπώς δεν είναι τυχαίο που στη δημοσκόπηση που διενήργησε το Κέντρο Φιλελευθέρων Μελετών για τη δημοφιλία προσωπικοτήτων της Επανάστασης, ο Κωλέττης καταλαμβάνει την τελευταία θέση.
Ο Κωλέττης υπήρξε μια αντιφατική και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, όπως άλλωστε όλοι οι μεγάλοι πολιτικοί.
Ο Κάρολος Παπούλιας συνόψισε τα χαρακτηριστικά της ως εξής:
«Σύγχρονοι και μεταγενέστεροι, πολιτικοί φίλοι και αντίπαλοι, προσέδωσαν σειρά ιδιοτήτων στον Ηπειρώτη πολιτικό που, κατά παράδοξο τρόπο, ισχύουν όλες, ακόμα και οι πλέον αντίθετες: ήταν διάνοια «ολίγον χιμαιρική» αλλά και ρεαλιστής, φιλόδοξος αλλά όχι αλαζόνας, αυθόρμητος αλλά και επιφυλακτικός, ιδιαιτέρως ευφυής και συγχρόνως αθώος, ήταν τέλος ανατολίτης αλλά και Ευρωπαίος».
Στο σύντομο αυτό σημείωμα θα επιχειρήσουμε να δούμε πώς διαμορφώθηκε η εικόνα για τον Κωλέττη μέσα από την ιστορία της Επανάστασης και ποιά θεωρούμε ότι είναι η συμβολή του στο πολιτικό και το ιδεολογικό επίπεδο.
Ιστορία της Επανάστασης
Η αρνητική εικόνα που έχει δημιουργηθεί για τον Κωλέττη θεωρούμε, συνοπτικά, ότι οφείλεται σε τέσσερις λόγους.
Κατά πρώτον, οι άνθρωποι που προετοίμασαν και διεξήγαγαν την Επανάσταση δεν ήταν άγιοι· αντιθέτως, ήταν άνθρωποι με αδυναμίες, ελαττώματα και πάθη και ο Κωλέττης βεβαίως δεν αποτελεί εξαίρεση. Ωστόσο το ίδιο ισχύει και για τους αντιπάλους του Κωλέττη, οι οποίοι του προσήψαν όλους αυτούς τους χαρακτηρισμούς.
Η ιστορική ωστόσο αποτίμηση των προσώπων που έλαβαν μέρος σε καθοριστικά γεγονότα οφείλει να μη στηρίζεται σε μια ηθικολογική και μανιχαϊστική αντίληψη: καλοί και κακοί, ήρωες και προδότες, αδικημένοι και άδικοι.
Δεύτερον, για την Επανάσταση έχουμε πλήθος προσωπικών μαρτυριών, ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα. Μετά το τέλος του αγώνα, δημοσιεύθηκαν απομνημονεύματα, ιστορικές αφηγήσεις και περιγραφές, κείμενα αυθεντικά που αντανακλούν την προσωπικότητα του κάθε συγγραφέα.
Η πλειονότητα ωστόσο όσων έγραψαν μαρτυρίες, ανήκει στην κατηγορία των οπλαρχηγών.
Είναι η δική τους αντίληψη και ερμηνεία για τα γεγονότα που επέδρασαν στη διαμόρφωση της ιστοριογραφίας για την Επανάσταση, χωρίς υπερβολή μέχρι και σήμερα.
Οι πολιτικοί αντίθετα και ιδιαίτερα οι δύο πρωταγωνιστές, ο Α. Μαυροκορδάτος και ο Ι. Κωλέττης, δεν έγραψαν απομνημονεύματα.
Ο Κωλέττης ειδικότερα δεν έδινε σημασία σε όσα του καταμαρτυρούσαν και δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να τα αντικρούσει.
Δηλαδή οι πολιτικοί, που ήταν αυτοί που βγήκαν νικητές από τους εμφυλίους πολέμους, σιώπησαν ενώ οι οπλαρχηγοί που αισθάνθηκαν αδικημένοι κατέθεσαν τις μαρτυρίες τους και εν πολλοίς με βάση αυτές έχουμε διαμορφώσει άποψη για την Επανάσταση. Είναι αυτές που κυριαρχούν και σήμερα στο δημόσιο λόγο και στο ευρύ κοινό.
Τρίτον, η Επανάσταση δεν αποτέλεσε κύριο αντικείμενο έρευνας της ιστορίας στην περίοδο μετά τη μεταπολίτευση.
Πολλοί ιστορικοί έχουν επισημάνει την ακαδημαϊκή υποβάθμιση της μελέτης αυτής της περιόδου.
Ο Σ. Ασδραχάς μίλησε για «το παράδοξο μιας απουσίας» και ο Χ. Λούκος αναφέρει πως το 1821 «από κυρίαρχο αντικείμενο έρευνας και διδασκαλίας μετέπεσε στην υποβάθμιση και τη σιωπή», ενώ ο Ν. Θεοτοκάς επισημαίνει πως «το ’21 είναι μία περιπέτεια ιστοριογραφική στην οποία υπάρχουν ολόκληρες περιοχές απάτητες». Ο Π. Πιζάνιας υποστηρίζει ότι «στα ελληνικά πανεπιστήμια υπάρχουν έντεκα τμήματα ιστορίας, κάτι τι διδάσκεται για το 1821 σε ορισμένα, αλλά μόνο ένα, το Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, διαθέτει αυτοτελές γνωστικό αντικείμενο με θέμα την Ελληνική Επανάσταση».
Επιπλέον, ιστορικοί όπως ο Χ. Λούκος και ο Π. Κιτρομηλίδης, έχουν υποστηρίξει την ανάγκη ίδρυσης ενός αυτόνομου ερευνητικού κέντρου για τη συστηματική μελέτη της Ελληνικής Επανάστασης, κατά το πρότυπο της Γαλλίας ή των ΗΠΑ.
Είναι όντως παράξενο να διαθέτουμε τόσα ερευνητικά κέντρα προς τιμήν σπουδαίων ή ελάχιστα σπουδαίων ανθρώπων και όχι για την Ελληνική Επανάσταση.
Ίσως φέτος που γιορτάζουμε την επέτειο των 200 χρόνων να ήταν ευκαιρία για την ίδρυση ενός τέτοιου κέντρου αλλά κάτι τέτοιο δεν ακούγεται μέχρι στιγμής.
Τέλος, ας αναφέρουμε ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει προσπάθειες να ανανεωθεί η ιστοριογραφία και να αποτιμηθεί η συμβολή των προσώπων πέρα από το σχήμα καλών – κακών. Ειδικά για τον Κωλέττη, ο Κρεμμυδάς αφιέρωσε τρεις μελέτες («Ο Πολιτικός Ιωάννης Κωλέτης: Τα Χρόνια στο Παρίσι 1835-1843, 2000», «Ο Ιωάννης Κωλέτης του Σπυρομίλιου: Ένας Ανέκδοτος Λίβελος, 2005» και «Ιωάννης Κωλέττης, 2010) προσκομίζοντας μία καινούρια ανάγνωση των πηγών και των τεκμηρίων.
Όπως όμως μας πληροφορεί ο Χάγκεν Φλάισερ «για να ενσωματωθούν τα εκάστοτε νέα πορίσματα της ιστορικής έρευνας στη δημοσίως αναγνωρισμένη πραγματικότητα, χρειάζεται είτε η σχετική πρόσληψη από τα μεγάλα ΜΜΕ είτε η ένταξή τους στην εκπαιδευτική ύλη – γεγονός που απαιτεί συχνά την παρέλευση δεκαετιών, και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα».
Κάτι αντίστοιχο ισχύει και στην περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και ειδικότερα με τον Κωλέττη, σε αντίθεση με την εικόνα του άλλου πολιτικού, του Μαυροκορδάτου, η υστεροφημία του οποίου έχει βελτιωθεί, ίσως επειδή επικράτησε στην Ελλάδα η αγγλόφιλη παράταξη μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο.
Πολιτικό επίπεδο
Ο Κωλέττης πρωταγωνίστησε σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης, κυρίως ως πολιτικός και λιγότερο ως στρατιωτικός.
Επιπλέον πρωταγωνίστησε στην πολιτική σκηνή και στις δύο πρώτες δεκαετίες του ελληνικού κράτους.
Το κύριο χαρακτηριστικό της Ελληνικής Επανάστασης, που τη διαφοροποίησε από προηγούμενες εξεγέρσεις και άλλα κινήματα στη Βαλκανική, είναι ότι δημιούργησε πολιτικούς θεσμούς, από το πρώτο κιόλας έτος της έναρξής της.
Σε αντίθεση με τις άλλες δύο νεωτερικές επαναστάσεις που προηγήθηκαν, την Αμερικανική και τη Γαλλική, οι υφιστάμενοι θεσμοί πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης στην Ελλάδα ήταν υποτυπώδεις ή ανύπαρκτοι.
Είναι αξιοθαύμαστη η ταχύτητα και εντυπωσιακή η αποτελεσματικότητα με την οποία η πολιτική ηγεσία της Επανάστασης, συγκρότησε κρατικούς θεσμούς.
Η συμβολή του Κωλέττη στην εγκαθίδρυση και τη στερέωση αυτών των θεσμών υπήρξε καθοριστική και αποτελεί τη μεγαλύτερη συνεισφορά του στην Επανάσταση.
Βεβαίως η δημιουργία πολιτικών θεσμών κατέστη δυνατή διότι στηρίχθηκε στις στρατιωτικές επιτυχίες των δύο πρώτων ετών της Επανάστασης. Παρά ταύτα ο Αγώνας για την Ανεξαρτησία ήταν πόλεμος και στον πόλεμο το σπαθί πρέπει να το κρατούν δύο χέρια: το πολιτικό και το στρατιωτικό.
Οι στρατιωτικές νίκες είναι πιο απτές και οι οπλαρχηγοί απέκτησαν αίγλη και θεωρήθηκαν ως αυθεντικοί εκφραστές των λαϊκών δυνάμεων.
Ο πόλεμος ωστόσο δεν είναι ένα άθροισμα μαχών και απαιτεί πολιτική κατεύθυνση και στρατηγική που να ενοποιεί τις μάχες και να οδηγεί στην επίτευξη του πολιτικού σκοπού.
Άλλωστε ο διαχωρισμός σε «πολιτικούς» και «στρατιωτικούς» στην εποχή της Επανάστασης δεν είναι σαφής: Ο Μαυροκορδάτος και ο Κωλέττης προσπάθησαν να ηγηθούν στρατιωτικών επιχειρήσεων· ο Κολοκοτρώνης και ο Ανδρούτσος διέθεταν και πολιτική εξουσία στις περιφέρειές τους.
Η εγκαθίδρυση πολιτικών θεσμών δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς συγκρούσεις.
Οι αποφασιστικές ενέργειες του Κωλέττη στον δεύτερο εμφύλιο σταθεροποίησαν την κυβερνητική εξουσία και επέβαλαν τη θέλησή της.
Μολονότι οι ιστορικές αναλογίες είναι παρακινδυνευμένες, ο Κωλέττης ανέλαβε ένα ρόλο Ροβεσπιέρου εκείνη την περίοδο.
Στερούμενη τακτικού στρατού η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τους Ρουμελιώτες εναντίον των Μοραϊτών, γεγονός που επέτεινε τις τοπικιστικές διαφορές.
Ο Κωλέττης είναι ο πρώτος που δημιούργησε μια ισχυρή πολιτική παράταξη στην Ελλάδα, το «Εθνικόν» ή «Γαλλικό» κόμμα, το μόνο που κατά τον Κρεμμυδά θα μπορούσε να αντέξει αυτή την ονομασία εκείνη την εποχή.
Στην περιγραφή δε των κομμάτων, ο ίδιος ο Κωλέττης δεν περιορίζεται σε γενικούς κοινωνικούς προσδιορισμούς αλλά προβαίνει και σε σαφείς ταξικές αναφορές:
«Εις την δευτέραν περίοδον της ελληνικής κυβερνήσεως εφύτρωσε το εθνικό κόμμα, ήγουν το κόμμα της μεσαίας τάξεως, του οποίου αρχηγοί εφάνημεν σύ, εγώ και πολλοί άλλοι, εφύτρωσε το σύστημα το δημοτικόν εναντίον του κοτζαμπασισμού.
Τότε ο Μαυροκορδάτος ηκολούθει τους κοτζαμπάσηδες και ημείς τους προκρίτους της δευτέρας τάξεως και του λαού. Οι κοτζαμπάσηδες έπεσαν, το εθνικόν κόμμα εθριάμβευσε.
Επί διοικήσεως Καποδιστρίου η εθνική διοίκησις έλαβεν άλλη μορφήν: εις κυβερνητικόν κόμμα και εις συνταγματικόν ή καλύτερα να είπω, εις κόμμα δεσποτικόν και εις κόμμα φιλελεύθερον, τα οποία ακολούθως έλαβον την επωνυμίαν κόμμα ρωσικόν και κόμμα αγγλικόν».
Σε ένα αχρονολόγητο Υπόμνημα ο Κωλέττης έκανε μια ευρεία γεωπολιτική ανάλυση όπου συνόψισε την άποψή του για τη διεθνή θέση του ελληνικού κράτους:
«Εκ λεχθέντων αποδεικνύεται τρανότατα ότι τα συμφέροντα του ρωσσικού και αγγλικού κράτους δεν δύνανται ποτέ ή δυσκόλως θέλει δυνηθώσι να συμβιβασθώσι μετά των συμφερόντων του έθνους, το οποίον αναγεννάται εκ της στάκτης του και το οποίον είναι τοποθετημένον εις θέσιν να θεωρήται με βάσκανον όμμα από τας δύο ταύτας δυνάμεις, από την μεν δια την οποίαν έχει επιθυμίαν να διατηρήση την εν τη Μεσογείω κυριαρχίαν της, από την δε δια τον οποίον έχει σκοπόν να κατακτήση το Βυζάντιον και πάσαν την ευρωπαϊκήν Τουρκίαν».
Ο ίδιος έκλινε προς τη Γαλλία, το έθνος του πολιτισμού και το κράτος του Μεγάλου Ναπολέοντα, επειδή ήταν η λιγότερο ισχυρή από τις Μεγάλες Δυνάμεις και θεωρούσε ότι δεν θίγονταν τα συμφέροντά της από μια ισχυρή Ελλάδα.
Ο Κωλέττης θα κατέτασσε στους οπαδούς του, όσους ζητούν σήμερα την προμήθεια γαλλικών αεροσκαφών και φρεγατών και την υπογραφή Συμφώνου με τη Γαλλία με ρήτρα Αμυντικής Συνδρομής.
Ο Κωλέττης δεν καθοδήγησε το κόμμα του σε μια τακτική απόλυτης υποταγής στα γαλλικά συμφέροντα.
Πολύ σπάνια διαφώνησε ή αμφισβήτησε ανοικτά μια επίσημη ελληνική θέση, αλλά μάλλον υπέτασσε τις προσωπικές φιλοδοξίες του στο καλό της πατρίδας.
Οπαδός της συνταγματικής μοναρχίας, στήριξε δίχως αντίρρηση τόσο την πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια όσο και αυτήν του βασιλιά Όθωνα.
Άλλωστε, αποδέχθηκε αναντίρρητα το διορισμό του ως πρεσβευτή της χώρας στο Παρίσι, παρότι αυτό αποτελούσε πολιτική εξορία διάρκειας οκτώ ετών.
Επιπλέον, εργάστηκε με ζήλο για να βελτιώσει την εικόνα της χώρας στην πολιτική και οικονομική σκηνή της Γαλλίας και κατάφερε να πείσει μια απρόθυμη γαλλική κυβέρνηση να παραχωρήσει ένα σημαντικό δάνειο στην Ελλάδα, όταν αυτό τού ζητήθηκε από τον βασιλιά Όθωνα.
Ο Κωλέττης δημιούργησε την πρώτη σταθερή κυβέρνηση (1844-47) του νέου ελληνικού κράτους, κερδίζοντας δύο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
Θεωρείται ότι εισήγαγε μία πρωτόλεια μορφή κοινοβουλευτισμού στην πολιτική μας ζωή, βασιζόμενος στην αρχή που έφερε μαζί του από τη Γαλλία, το «διαρκείν εστί κυβερνάν» (durer c’est gouverner).
Ο Κωλέττης πίστευε πως η γνώση των συσχετισμών και η ικανότητα προσαρμογής στις περιστάσεις ήταν ο καταλληλότερος δρόμος και για τη διασφάλιση του εθνικού συμφέροντος «Ότι ηδυνήθην να κάμω εδώ υπέρ σου και υπέρ των πραγμάτων το έκαμα, αλλά κατά την ζύμην οπού εύρον τοιούτο ψωμί σ’ έκαμα».
Ορισμένοι επικρίνουν τον Κωλέττη επειδή δεν έκανε μεταρρυθμίσεις στο διάστημα της πρωθυπουργίας του.
Οι μεταρρυθμίσεις ωστόσο αποτελούν ζητούμενο στο ελληνικό κράτος από την εποχή της αντιβασιλείας του Όθωνα το 1832 μέχρι την περίοδο της τρόικας κατά την πρόσφατη οικονομική κρίση αλλά και μέχρι σήμερα. Κατά τον Ν. Διαμαντούρο η πολιτική του Κωλέττη ήταν η μόνη βιώσιμη πολιτική που είχε επιβληθεί από τα πράγματα, ως αποτέλεσμα της κοινωνικοπολιτικής καταστάσεως.
Ο ίδιος ο Κωλέττης, πάντοτε πραγματιστής και σε αντιδιαστολή με τη θέση του Μαυροκορδάτου, προβαίνει σε μια σωστή περιγραφή των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών της εποχής του, σε μια συνομιλία του με τον Ν. Δραγούμη:
«Εκ της τελευταίας διαγωγής του προκατόχου μου συμπεραίνω ότι, διατρίψαντες και οι δύο τόσα έτη εις την Ευρώπην, αυτός μεν ελησμόνησε την Ελλάδα, εγώ δε εδιδάχθην να εννοώ αυτή κάλλιον ή πρότερον.
Ο Μαυροκορδάτος εξέλαβε την Ελλάδα Ευρώπην και απόδειξις η σύνταξις του υπουργείου της 30 Μαρτίου. Είδες πώς συνέταξεν αυτό.
Έστρεψε το βλέμμα περί την αίθουσαν αυτού και, ιδών ανθρώπους φορούντας βελάδας, ομιλούντας αγγλικά και γαλλικά, είπεν· «Ιδού το ελληνικόν έθνος και κατ’ αυτό γεννηθήτω το υπουργείον μου».
Πλην, αγαπητέ, το ελληνικόν έθνος δεν είναι το συνερχόμενον εις την αίθουσαν του Μαυροκορδάτου, αλλά το συνερχόμενον εις την του Κωλέττου· το ελληνικόν έθνος ούτε βελάδας φορεί ούτε γαλλικά ή αγγλικά ομιλεί· φορεί φουστανέλας, ομιλεί ενίοτε και αλβανικά και κουτσοβλάχικα και σώζει τα ήθη της τυραννίας, τα οποία δεν θα εξαλειφθώσι δια μιας· διότι, όσον και αν φωνάζωσιν οι λογιώτατοι, τα έθνη δεν αυτοσχεδιάζονται».
Ιδεολογικό επίπεδο
Ο Κωλέττης, όπως και οι περισσότεροι σύγχρονοί του, επηρεάστηκε από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης αλλά και το κήρυγμα του Ρήγα Φεραίου. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Ιταλία ο Ναπολέων βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του ενώ ο Ρήγας Φεραίος είχε θανατωθεί μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα. Ο Κωλέττης υπήρξε τέκνο του Διαφωτισμού και έχει συνδεθεί με δύο σημαντικά ιδεολογικά ζητήματα καθοριστικά για τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα: ένα προεπαναστατικό, το βιβλίο Ελληνική Νομαρχία και ένα μετεπαναστατικό, τη Μεγάλη Ιδέα.
Η Ελληνική Νομαρχία εκδόθηκε στην Ιταλία το 1806 και παρότι ο συγγραφέας της παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστος, ορισμένοι ερευνητές έχουν αποδώσει τη συγγραφή του επαναστατικού αυτού βιβλίου στον Κωλέττη.
Η Ελληνική Νομαρχία, που είναι αφιερωμένη στο Ρήγα, εξυμνεί τα ηρωικά κατορθώματα των προγόνων και διεκτραγωδεί την οικτρή κατάσταση του υπόδουλου ελληνισμού.
Το κείμενο εξαίρει την ελευθερία και καταφέρεται με βιαιότητα τόσο εναντίον του Τούρκου κατακτητή όσο και των Ελλήνων που υπηρετούν το δυνάστη, τον ανώτερο κλήρο και τους προεστούς.
Για να εξαχθεί κάποιο ασφαλές συμπέρασμα που να συνδέει τον Κωλέττη με την Ελληνική Νομαρχία, χρειάζεται σύγκριση μεταξύ του βιβλίου και άλλων σύγχρονων κειμένων του Κωλέττη. Τέτοια κείμενα ωστόσο απουσιάζουν, διαθέτουμε κείμενα πολύ μεταγενέστερα, μετά το 1830.
Τα μετεπαναστατικά κείμενα του Κωλέττη (επιστολές, αγορεύσεις, υπομνήματα), περιέχουν τις ίδιες ιδεολογικές αφετηρίες με τη Νομαρχία, δηλαδή αρχαίους προγόνους, Γαλλική Επανάσταση, Ναπολέοντα και Ρήγα (λιγότερο).
Παρά ταύτα, είναι κείμενα ενός ώριμου πολιτικού πλέον και όχι ενός επαναστάτη.
Δεν υπάρχουν πλέον οι σκληροί χαρακτηρισμοί για τον ανώτερο κλήρο και τους προεστούς διότι οι πολιτικές συνθήκες είναι διαφορετικές μετά το 1830: το οθωμανικό σύστημα διοίκησης καταλύθηκε με την Επανάσταση και έχουμε τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους. Υπό αυτή την έννοια επομένως, θα μπορούσε να αποδοθεί η συγγραφή της Νομαρχίας στον Κωλέττη.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά στη Μεγάλη Ιδέα.
Ο Κωλέττης υπήρξε ο γεννήτορας της ιδέας που αποτέλεσε το όραμα και την ιδεολογική βάση του νέου ελληνισμού αλλά και την πολιτική βάση πάνω στην οποία κινήθηκε το ελληνικό κράτος για έναν αιώνα.
Ενδεχομένως σήμερα οι λέξεις «έθνος» και «εθνικισμός» να μην είναι της μόδας, εν τούτοις η Μεγάλη Ιδέα λειτούργησε ως η κινητήριος δύναμη με την οποία εκπληρώθηκε η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας.
Η διατύπωσή της έγινε στη συζήτηση της Βουλής στις 14 Ιανουαρίου 1844 περί αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, κατά την οποία ο Κωλέττης απέρριψε κάθε διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο αυτές ομάδες, υποστηρίζοντας ότι η Επανάσταση δεν είχε ολοκληρωθεί και ήταν σε συνεχή εξέλιξη.
Την αγόρευση περιγράφει με λυρικό τρόπο ο Επαμεινώνδας Κυριακίδης:
«Ομολογουμένως κατάπληξιν επήνεγκεν ο λόγος αυτού. Επί μίαν και πλέον ώραν άπαντες οι πληρεξούσιοι, διετέλεσαν υπό την δύναμιν της στωμυλίας, υπό το κράτος αγορεύσεως πατριωτικής, υπό το γόητρον φωνής μεταλλικής αντηχούσης μέχρι των εγκάτων της καρδίας.
Εν προς εν κατέπιπτον τα επιχειρήματα των αντιθέτων· κατέρρεον αλληλοδιαδόχως οι φραγμοί των τοπικών επαρχιακών διαιρέσεων και ενώπιον της Εθνοσυνελεύσεως ηνήγετο εις εν ευρύ πανόραμα ολόκληρος η Ελλάς, η Ελλάς της Κωνσταντινουπόλεως, η Ελλάς της Τραπεζούντος, η Ελλάς της Κρήτης και της Σάμου, η Ελλάς της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης, της Μικράς Ασίας.
Μετά σθένους απαραμίλλου έσχε την γενναιότητα να αντεπεξέλθη και επί θυσία της δημοτικότητος αυτού κατά του ρεύματος του αυτοχθονισμού».
Διάφοροι ερευνητές αποπειράθηκαν να ερμηνεύσουν την αγόρευση του Κωλέττη για το αν εννοούσε την επέκταση της Ελλάδος ή κάτι άλλο. Ωστόσο, όπως τόνισε ο Κ. Δημαράς, δεν προέχει το τι είπε ή τυχόν ήθελε να πει αλλά ότι πρόκειται για μια έννοια βασική για την νεοελληνική συνείδηση και το σύνθημα του το υιοθέτησε το ακροατήριό του, οι σύγχρονοί του και οι επόμενες γενιές. Με το όραμα αυτό, ο Κωλέττης κατάφερε περιφανή πολιτική νίκη και δικαίωσε την πολύχρονη πολιτική του σταδιοδρομία και την αγάπη του για την πατρίδα.