Η Ελλάδα, όπως και όλες οι δυτικές δημοκρατίες, είναι ευάλωτη σε πρακτικές υβριδικού πολέμου και θα πρέπει να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει υβριδικές απειλές, δηλώνει στη HuffPost Greece ο Ιωάννης Λ. Κωνσταντόπουλος. Επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, στο πλαίσιο του ευρύτερου αφιερώματος στον υβριδικό πόλεμο, τη φύση του και την έκταση της απειλής προς την Ελλάδα.
Όπως εκτιμά ο κ. Κωνσταντόπουλος, είναι τα ίδια τα χαρακτηριστικά των δημοκρατιών που τις καθιστούν δυνάμει τρωτές απέναντι σε κρατικούς και μη κρατικούς δρώντες, με τους τομείς που χρήζουν ιδιαίτερης μεγαλύτερης προστασίας να είναι οι εξής: Οι κρίσιμες πολιτικές (συστήματα ύδρευσης και ηλεκτροδότησης) και στρατιωτικές υποδομές, το τραπεζικό σύστημα, οι δημόσιοι θεσμοί, οι θεσμοί του συστήματος εθνικής ασφάλειας, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Όσον αφορά στην αντιμετώπιση της απειλής, ο κ. Κωνσταντόπουλος εκτιμά πως «απαιτείται μία ολιστική προσέγγιση όπου εμπλέκεται ολόκληρη η κυβέρνηση σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, ο ιδιωτικός τομέας, και ολόκληρη η κοινωνία», υπογραμμίζοντας την ανάγκη να υπάρχει «μια κεντρική ευθύνη για την άμυνα εναντίον των υβριδικών απειλών και του υβριδικού πολέμου, μία “υβριδική πολιτική ασφάλειας”, ένα δόγμα αντιμετώπισης τους και ένα κέντρο λήψης αποφάσεων».
Επικεντρώνοντας στον ρόλο των υπηρεσιών πληροφοριών στο ζήτημα, ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς τονίζει πως διαθέτουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, τη μυστικότητα: «Χρησιμοποιούν μυστικά μέσα και μεθόδους που δεν διαθέτει καμία άλλη δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία και έχουν διαμορφώσει και μία διακριτή κουλτούρα πληροφόρησης...η πρόκληση για τις υπηρεσίες πληροφοριών είναι να αναγνωρίσουν το εύρος των υβριδικών απειλών και τους παράγοντες που τις διαφοροποιούν από τις συμβατικές απειλές. Δηλαδή, στην περίπτωση των υβριδικών απειλών οι στόχοι είναι οι κοινωνίες και όχι οι στρατοί και διάφορα εργαλεία χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα και στρατηγικά, έτσι ώστε να αποφέρουν το μέγιστο αποτέλεσμα προς όφελος των δρώντων».
Ο κ. Κωνσταντόπουλος κάνει επίσης ιδιαίτερη αναφορά στη διάσταση του κυβερνοπολέμου, μαζί με τα social media και τους εικονικούς κόσμους (virtual realms), κάνοντας λόγο για «φθηνά εργαλεία επίθεσης».
Ακολουθεί η πλήρης συνέντευξη:
HuffPost Greece: Κατά πόσον είναι ευάλωτη η χώρα μας σε πρακτικές υβριδικού πολέμου; Αν ναι, ποιοι είναι οι τομείς όπου απαιτείται περισσότερη προσοχή;
Ιωάννης Κωνσταντόπουλος: Όπως όλες οι δυτικές δημοκρατίες, έτσι και η χώρα μας είναι ευάλωτη σε πρακτικές υβριδικού πολέμου και θα πρέπει να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει υβριδικές απειλές.
Τα χαρακτηριστικά των δημοκρατιών (διαφάνεια και συµµετοχή, διάκριση εξουσιών, κράτος δικαίου, σεβασµός της ιδιωτικής ζωής, αµοιβαία εµπιστοσύνη, ελευθερία λόγου και έκφρασης) εκτός από τη θετική τους χροιά, μπορεί να αποτελέσουν και μία εν δυνάμει τρωτότητα, απέναντι τόσο σε κρατικούς όσο και μη κρατικούς δρώντες.
Οι υβριδικές απειλές συνήθως αναφέρονται σε μία συντονισμένη σύζευξη στρατιωτικών και μη-στρατιωτικών μέσων, [καθώς] και συγκεκαλυμμένων και «ανοικτών» μέσων, προκειμένου να επιτευχθούν συγκεκριμένοι σκοποί. Αυτή η νέα σύνθεση των μέσων είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί από το «θύμα» (ειδικά τις Δυτικές δημοκρατίες), διότι μπερδεύει της Δυτικές δυαδικές έννοιες της ειρήνης και του πολέμου, των στρατιωτικών και μη-στρατιωτικών μέσων και των συμβατικών και μη-συμβατικών προσεγγίσεων.
Οι τομείς που χρήζουν μεγαλύτερης προστασίας είναι οι ακόλουθοι: οι κρίσιμες πολιτικές (συστήματα ύδρευσης και ηλεκτροδότησης) και στρατιωτικές υποδομές, το τραπεζικό σύστημα, οι δημόσιοι θεσμοί, οι θεσμοί του συστήματος εθνικής ασφάλειας, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Είναι γεγονός ότι οι υβριδικές απειλές αυξάνουν δραματικά τους θεσμούς και τους οργανισμούς που χρήζουν προστασίας.
Πώς μπορεί να λειτουργήσει ο τομέας των υπηρεσιών πληροφοριών/ intelligence ως προς τον υβριδικό πόλεμο, τόσο επιθετικά, όσο και αμυντικά;
Στην εξειδικευμένη διεθνή βιβλιογραφία σχετικά με τον τομέα της Πληροφόρησης – που αποτελεί υπο-τομέα των Διεθνών Σχέσεων και των Στρατηγικών Σπουδών – δεν υπάρχει συναίνεση σχετικά με τον ορισμό της έννοιας της Πληροφόρησης, αντιθέτως έχει αναπτυχθεί μία μεγάλη συζήτηση. Για τις ανάγκες της παρούσας συνέντευξης θα χρησιμοποιήσουμε τον ορισμό που δίνουν οι Peter Gill και Mark Phythian:
«Η πληροφόρηση αποτελεί έναν «όρο-ομπρέλα» και αναφέρεται σε ένα εύρος δραστηριοτήτων – από το σχεδιασμό και τη συλλογή πληροφοριών μέχρι την ανάλυση και τη διανομή [τους] – οι οποίες διεξάγονται μυστικά και στοχεύουν στη διατήρηση ή την αύξηση της σχετικής ασφάλειας παρέχοντας προειδοποίηση για [πραγματικές] απειλές ή δυνητικές απειλές με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτρέπεται η έγκαιρη εφαρμογή μίας προληπτικής πολιτικής ή στρατηγικής, περιλαμβανομένων, όπου θεωρηθεί επιθυμητό, των μυστικών δραστηριοτήτων [δράσεων]».
Από την εποχή του Θουκυδίδη, του Σουν Τζου και του Ζομινί, έως τις ημέρες μας, η γνώση αποτελεί ισχύ και είναι απαραίτητη προκειμένου να γίνει ορθή χρήση της ισχύος. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, οι υπηρεσίες πληροφοριών υπάρχουν για τους ακόλουθους λόγους: πρώτον, για την αποφυγή στρατηγικού αιφνιδιασμού, δεύτερον, για την υποστήριξη της διαδικασίας λήψης αποφάσεων από τους διαμορφωτές της πολιτικής (πολιτική και στρατιωτική ηγεσία) μέσω συλλογής και ανάλυσης πληροφοριών (από μυστικές και ανοικτές πηγές) με στόχο τη βέλτιστη λήψη πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών αποφάσεων, τρίτον, για την προστασία της εθνικής ασφάλειας μέσω της εξουδετέρωσης εχθρικών ενεργειών – π.χ. τρομοκρατία, δράσεις αντίπαλων υπηρεσιών πληροφοριών – και της προστασίας ευαίσθητων πληροφοριών (αντιπληροφόρηση-counterintelligence) και τέταρτον, για την παροχή μακροπρόθεσμης γνώσης από έναν εξειδικευμένο γραφειοκρατικό μηχανισμό, ο οποίος θα παρέχει στους διαμορφωτές των αποφάσεων μία «λειτουργία βιβλιοθήκης», μία «θεσμική μνήμη» σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας.
Προκειμένου να φέρουν σε πέρας το έργο τους, οι υπηρεσίες πληροφοριών διεκπεραιώνουν τις ακόλουθες λειτουργίες: τη συλλογή πληροφοριών, την ανάλυση πληροφοριών, τη μυστική δράση και την αντιπληροφόρηση.
Πριν αναλύσουμε τη συμβολή των υπηρεσιών πληροφοριών στην αντιμετώπιση των υβριδικών απειλών και του υβριδικού πολέμου κρίνουμε απαραίτητο και σημαντικό να διακρίνουμε δύο σχολές σκέψης σχετικά με την αντιμετώπισή τους.
Η πρώτη σχολή που ονομάζεται «απαισιόδοξη» υποστηρίζει ότι η επιτυχία του υβριδικού πολέμου και των υβριδικών απειλών είναι αναπόφευκτη και το θύμα δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να τον/τις αντιμετωπίσει. Ο επιτιθέμενος έχει την πρωτοβουλία και το στρατηγικό πλεονέκτημα και ο αμυνόμενος βρίσκεται σε δομικό μειονέκτημα. Αντίθετα, η δεύτερη σχολή σκέψης, η «αισιόδοξη», παραθέτει το επιχείρημα ότι η αντιμετώπιση του υβριδικού πολέμου και των υβριδικών απειλών είναι εφικτή εάν το θύμα καταφέρει να διαμορφώσει αντίληψη της απειλής, αξιόπιστη έγκαιρη προειδοποίηση και να αντιδράσει αποτελεσματικά.
Ποια είναι η καλύτερη άμυνα απέναντι σε πρακτικές υβριδικού πολέμου;
Για την αντιμετώπιση του υβριδικού πολέμου και των υβριδικών απειλών απαιτείται μία ολιστική προσέγγιση όπου εμπλέκεται ολόκληρη η κυβέρνηση σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, ο ιδιωτικός τομέας, και ολόκληρη η κοινωνία. Αλλά αυτές οι συνέργειες είναι δύσκολο να επιτευχθούν στην πράξη και χρειάζονται χρόνο. Εάν δεν υπάρχει μία κεντρική ευθύνη για την άμυνα εναντίον των υβριδικών απειλών και του υβριδικού πολέμου, μία «υβριδική πολιτική ασφάλειας», ένα δόγμα αντιμετώπισης τους και ένα κέντρο λήψης αποφάσεων, οι πιθανότητες επιτυχούς αντιμετώπισής τους μειώνονται αισθητά. Όλα αυτά είναι απαραίτητα ώστε να αντιμετωπιστούν με επιτυχία οι αντίπαλοι που χρησιμοποιούν υβριδικά εργαλεία στη «μη-στρατιωτική αρένα» και να αποφευχθεί η κλιμάκωση προς τη χρήση ανοικτής στρατιωτικής βίας.
Λαμβάνοντας υπόψη την ολιστική αυτήν προσέγγιση, η Πληροφόρηση αποτελεί πραγματικά ένα κρίσιμο και σημαντικό εργαλείο για την αντιμετώπιση του υβριδικού πολέμου και των υβριδικών απειλών, καθώς και οι τέσσερις λειτουργίες της (συλλογή, ανάλυση, αντιπληροφόρηση, μυστική δράση) είναι κατάλληλες για το σκοπό αυτόν. Για ποιο λόγο, όμως, συμβαίνει αυτό; Γιατί οι υπηρεσίες πληροφοριών είναι οι καταλληλότερες σε σύγκριση με τις υπόλοιπες υπηρεσίες του δημόσιου τομέα, και εκείνες του ιδιωτικού; Επειδή διαθέτουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, τη μυστικότητα, η οποία αποτελεί το κυριότερο χαρακτηριστικό τους. Δηλαδή, χρησιμοποιούν μυστικά μέσα και μεθόδους που δεν διαθέτει καμία άλλη δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία και έχουν διαμορφώσει και μία διακριτή κουλτούρα πληροφόρησης.
Ο ρόλος των υπηρεσιών πληροφοριών στην αντιμετώπιση των υβριδικών απειλών και του υβριδικού πολέμου είναι πολυδιάστατος. Πρώτον, οι υπηρεσίες πληροφοριών, εκτός από την πρωταρχική τους λειτουργία – τη μείωση της αβεβαιότητας – διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στον εντοπισμό τρωτών σημείων στους οργανισμούς και τις κοινωνίες που καλούνται να προστατεύσουν, έτσι ώστε να ενδυναμωθεί η απαραίτητη ανθεκτικότητα της κοινωνίας. Για το σκοπό αυτό απαιτείται σημαντική επένδυση στον τομέα της Πληροφόρησης, γενικότερα και ειδικότερα στην ανάλυση πληροφοριών και την πρόβλεψη.
Δεύτερον, οι υπηρεσίες πληροφοριών χρησιμεύουν και στο επόμενο στάδιο αντιμετώπισης των υβριδικών απειλών και του υβριδικού πολέμου, υποστηρίζοντας τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, διοργανώνοντας πολιτικές και στρατιωτικές ασκήσεις, καθιστώντας ασφαλή ζωτικά σημεία πρόσβασης που συνδέουν μία χώρα με ζωτικά αγαθά (π.χ. ενέργεια, τρόφιμα).
Τρίτον, μία σημαντική συνεισφορά των υπηρεσιών πληροφοριών εντοπίζεται στην έγκαιρη προειδοποίηση και την παραγωγή μίας εκτίμησης της κατάστασης που είναι συμβατή και κατάλληλη για τη συγκεκριμένη μορφή πολέμου.
Λαμβάνοντας υπόψη τη συνεχή ενασχόληση των υπηρεσιών με την παροχή έγκαιρης προειδοποίησης στους διαμορφωτές των αποφάσεων (πολιτική και στρατιωτική ηγεσία) κρίνεται ότι αποτελούν την ιδανική γραφειοκρατία για το σκοπό αυτό. Η πρόκληση για τις υπηρεσίες πληροφοριών είναι να αναγνωρίσουν το εύρος των υβριδικών απειλών και τους παράγοντες που τις διαφοροποιούν από τις συμβατικές απειλές. Δηλαδή, στην περίπτωση των υβριδικών απειλών οι στόχοι είναι οι κοινωνίες και όχι οι στρατοί και διάφορα εργαλεία χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα και στρατηγικά, έτσι ώστε να αποφέρουν το μέγιστο αποτέλεσμα προς όφελος των δρώντων που καταφεύγουν στις υβριδικές απειλές και στον υβριδικό πόλεμο. Επίσης, η διάσταση του κυβερνοπολέμου μαζί με τα κοινωνικά μέσα (social media) και την εικονική πραγματικότητα (virtual realms), προσφέρουν φθηνά εργαλεία επίθεσης. Το εναρκτήριο σημείο αντιμετώπισης των υβριδικών απειλών είναι να εντοπιστούν όσο το δυνατόν νωρίτερα τα σήματα που δείχνουν την προετοιμασία ή την διεξαγωγή εχθρικών υβριδικών δράσεων.
Τέταρτον, μετά τα στάδια του εντοπισμού των απειλών και της εφαρμογής αντίμετρων, απαιτείται η παρακολούθηση της αποτελεσματικότητάς τους και η εκτίμηση της σωστής εφαρμογής τους προκειμένου να καταστεί εφικτή η έγκαιρη απάντηση στην απειλή και να ληφθούν όλα τα διορθωτικά μέτρα ώστε να εξουδετερωθεί η απειλή.
Πέμπτον, οι υπηρεσίες πληροφοριών καλούνται να διαδραματίσουν ένα διακριτό ρόλο στην αντιμετώπιση των υβριδικών απειλών τη στιγμή που εκείνες λαμβάνουν χώρα, αποτρέποντας δολιοφθορές (sabotage) ή τη διείσδυση «μικρών πράσινων ανθρώπων» και χρησιμοποιώντας επιθετικές κυβερνοι-κανότητες (cyber-capabilities) προκειμένου να εμποδίσουν επιθέσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη. Έκτον, οι υπηρεσίες πληροφοριών μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις λειτουργίες της επιθετικής αντιπληροφόρησης και της μυστικής δράσης, προκειμένου είτε να αποτρέψουν την υλοποίηση των υβριδικών απειλών του αντιπάλου, είτε ακόμη και να περάσουν στην επίθεση εναντίον του χρησιμοποιώντας παρόμοια μέσα.
Η καλύτερη άμυνα απέναντι σε πρακτικές υβριδικού πολέμου αποτελεί, πρώτον, η διαμόρφωση της αντίληψης της απειλής και η κατανόηση του υβριδικού πολέμου και των υβριδικών απειλών, δεύτερον, η προσπάθεια ενδυνάμωσης της ανθεκτικότητας μίας κοινωνίας, έτσι ώστε σε περίπτωση που δεχθεί ένα υβριδικό χτύπημα να μπορέσει σύντομα να αναδιοργανωθεί και να αντιδράσει, ενώ θα έχει ελαχιστοποιήσει όσο είναι δυνατόν τις ζημιές, τρίτον, η δημιουργία και η συνεχιζόμενη ανάπτυξη των μέσων αντίδρασης και τέταρτον, η δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου συνεργασίας μεταξύ των διάφορων κρατικών υπηρεσιών (πολιτικών και στρατιωτικών), καθώς και του ιδιωτικού τομέα, που θα πρέπει να συνεργάζονται προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι υβριδικές απειλές.