«Ο Έλληνας είναι βασικά εξαιρετικά συναισθηματικός, αλλά ο πλασματικός πλούτος και η κρίση την οποία κατέληξε να βιώνει, μετέτρεψε πολλά από τα συναισθήματά του σε κάτι πλήρως επιφανειακό ή ακόμη και αρνητικό. Σήμερα, το συναίσθημα που κυριαρχεί είναι εκείνο του φόβου. Φόβος για το αύριο, για ό,τι ξένο και καινούριο, φόβος εν -τέλει για τον συνάνθρωπο. Νομίζω όμως, ότι δεν πρόκειται για κάτι το μόνιμο. Εάν αποκατασταθεί σύντομα η εμπιστοσύνη απέναντι στο πολιτικό σύστημα και την οικονομία, ο Έλληνας θα μπορεί να επιστρέψει σε αυτό που κατά βάση είναι: φιλικός, αλληλέγγυος και φιλόξενος».
Με μια συνοπτική προσέγγιση για τα συναισθηματικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου Έλληνα ο Διευθυντής του Προγράμματος Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Columbia, Ιωάννης Μυλωνόπουλος, μιλά στην Huff Post μια μέρα πριν από τη διάλεξη του, στο Ίδρυμα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, για τα Συναισθήματα και τις εκφράσεις στην αρχαία ελληνική τέχνη.
Έχοντας ήδη λίγες ώρες στην Αθήνα, ο Αναπληρωτής Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης και Αρχαιολογίας του Columbia (Classical Art and Archaeology) και Διευθυντής της ανασκαφής του αμφικτυονικού ιερού του Ποσειδώνος στην βοιωτική Ογχηστό, πρόκειται να παρουσιάσει μια πρωτότυπη θεματική αναδεικνύοντας «τους τρόπους με τους οποίους αρχαίοι Έλληνες καλλιτέχνες προσπάθησαν να αποδώσουν συναισθήματα» και επιδιώκοντας να κατανοήσει την «αντιπάθεια των εικαστικών απέναντι στο απροκάλυπτο γέλιο». Τίτλος της διάλεξης του: Δεν χρειαζόμασταν διάλογο- τότε είχαμε - πρόσωπα, και θα ξεδιπλώσει στον σύγχρονο κοινό, πτυχές του συναισθηματικού αρχαιοελληνικού κόσμου, αύριο στις 18.00 στην αίθουσα Εκθέσεων και Εκδηλώσεων του κοινωφελούς πολιτιστικού Ιδρύματος Παναγιώτη και Έφης Μιχελή - ( Βασ.Σοφίας 79, Αθήνα) - που σκοπό του έχει, τη μελέτη και προώθηση της αισθητικής και της φιλοσοφίας της τέχνης.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1971 μπήκε στη Φιλοσοφική Σχολή το 1989 με «δασκάλους και καθηγητές που είχαν τα προσόντα και την προσωπικότητα να λειτουργήσουν ως πρότυπα», όπως ο ίδιος θα πει, «ζώντας την ελληνική παιδεία σε μια εποχή που οι λύσεις δεν μας προσφέρονταν έτοιμες».
“«Η Ελλάδα δεν είναι το κέντρο του κόσμου...»”
Με ένα βότσαλο από την Κρήτη, μαζί του, το 2001 συνεχίζει τις διδακτορικές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης στην Κλασική Αρχαιολογία, ενώ το 2002 διακρίνεται με το βραβείο Margarete Häcker για την καλύτερη διατριβή στον τομέα κλασικών σπουδών στη γερμανική γλώσσα. Με πεδίο του την αρχαιολογία, ιστορία τέχνης, αρχαία ιστορία, κλασική φιλολογία και αιγυπτολογία, κάνει μια διαδρομή από το 2003 στα Πανεπιστήμια Βιέννης και Ερφούρτης, ως επισκέπτης καθηγητής στη Σορβόννη και από το 2008 στο τμήμα Ιστορίας της Τέχνης και Αρχαιολογίας στο Columbia των ΗΠΑ. Το 2014 – τιμάται με Distinguished Columbia Faculty Award, ως ένας από τους οκτώ καλύτερους Καθηγητές του Πανεπιστημίου και από το 2016 αναλαμβάνει Διευθυντής του Προγράμματος Ελληνικών Σπουδών (Director of the Program in Hellenic Studies -Department of Classics, Columbia University).
“«Το να είσαι Έλληνας δεν είναι μόνο πηγή υπερηφάνειας, αλλά και μεγάλη ευθύνη»”
Τα επιστημονικά ενδιαφέροντα του εστιάζουν στη μελέτη των αρχαίων ελληνικών ιερών της ελληνικής θρησκείας, στην απεικόνιση της βίας στην ελληνική τέχνη, στην οπτικοποίηση του θεΐου στην αρχαία Ελλάδα, στους ελληνικούς μύθους και την όπερα του 17ου και 18ου αιώνα. Ο δρ Ιωάννης Μυλωνόπουλος οργάνωσε στο Columbia το 2009 την έκθεση «Το νέο μουσείο Ακροπόλεως» και συνεπιμελήθηκε το 2017 την έκθεση «Ένας κόσμος συναισθημάτων» στο Ωνάσειο Νέας Υόρκης και κατόπιν στην Αθήνα στο Μουσείο Ακροπόλεως. Με μονογραφίες, άρθρα και διαλέξεις σε συνέδρια στη Γερμανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αγγλία, ένα πρόσφατο άρθρο του για την απεικόνιση νυχτερινής βίας στην ελληνική τέχνη ενέπνευσε το επικείμενο συνέδριο στο Κολλέγιο Bryn Mawr για τη νύχτα (Irresistible Night, Ageless Dark: The Nocturnal in Image, Text, and Material Culture, τον Νοέμβριο του 2019, στο οποίο θα παρουσιάσει επίσης την keynote διάλεξή του. Η διεθνής εμπειρία του, ωστόσο, τον έκανε να καταλάβει ότι «η Ελλάδα δεν είναι το κέντρο του κόσμου, και το να είσαι Έλληνας δεν είναι μόνο πηγή υπερηφάνειας, αλλά και μεγάλη ευθύνη».
Για εκείνον - η Ελλάδα του αύριο είναι το αίτημα της ακόλουθης αξιοκρατικής και πράσινης Ελλάδας – να μην μείνει όμως μια ρομαντική ουτοπία.
“Στην Ελλάδα του αύριο οι πολίτες θα ψηφίζουν όχι εκείνους που τους υποσχέθηκαν “θεσούλες” στο δημόσιο, αλλά εκείνους που σκέφτονται πρώτα το σύνολο και μετά το άτομο.»”
«Η Ελλάδα του αύριο θα στηριχθεί σε αξιοκρατία, γηγενή οικονομική ανάπτυξη, ευφυή επενδυτική πολιτική, αξιοποίηση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού χωρίς αρχαιολατρία και προώθηση του σύγχρονου με υπερηφάνεια. Η Ελλάδα του αύριο θα αποτελέσει και πάλι κινητήρια δύναμη για την προώθηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου αντιμετωπίζοντας τους πρόσφυγες ως ανθρώπους και όχι ως πρόβλημα.
Θα έχει πολίτες που θα γνωρίζουν την ιστορία του τόπου τους, χωρίς εθνικιστικές υστερίες, θα αντιμετωπίζουν τη δημόσια περιουσία ως κοινό αγαθό και όχι ως ευκαιρία για πλιάτσικο, θα προστατεύουν το περιβάλλον πάντα και όχι μόνον μετά από φυσικές καταστροφές, θα σέβονται την ελληνική γλώσσα αντί να την κατακρεουργούν καθημερινώς, θα ψηφίζουν όχι εκείνους που τους υποσχέθηκαν “θεσούλες” στο δημόσιο, αλλά εκείνους που σκέφτονται πρώτα το σύνολο και μετά το άτομο, θα εκτιμούν την αριστεία και θα προσπαθούν να την μιμηθούν αντί να την εξορκίζουν και θα πείθονται περισσότερο από έργα και λιγότερο από λόγια.
“«Η Ελλάδα του αύριο θα προσφέρει εκπαίδευση που θα επιτρέπει σε κάθε παιδί να αναπτύξει τα ταλέντα του και να διαπρέψει.»”
Θα έχει ηγέτες που θα θεωρούν την πολιτική ευθιξία, την ανάληψη ευθυνών και την παραίτηση όχι ως όρους προς αναζήτηση στο λεξικό του Μπαμπινιώτη, αλλά ως τρόπο ζωής και πολιτικής ύπαρξης, θα έχουν ένα πνευματικό επίπεδο αντίστοιχο του ρόλου που τους έχουν εμπιστευθεί οι πολίτες της χώρας, θα σέβονται αδιαμαρτύρητα την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, θα σταματήσουν να “βολεύουν” συγγενείς και συντρόφους - θα βασίζουν τις αποφάσεις τους σε πολιτικά και όχι κομματικά επιχειρήματα και θα μπορούν ίσως να επικοινωνήσουν σε μια ξένη γλώσσα ή έστω και μόνον στην ελληνική, χωρίς να φέρνουν την χώρα που εκπροσωπούν σε δύσκολη θέση.
Η Ελλάδα του αύριο θα έχει Υπουργούς Πολιτισμού και Παιδείας που θα μπορούν να αντεπεξέλθουν στην εθνικής σημασίας βαρύτητα των αντίστοιχων Υπουργείων, θα έχει Πανεπιστήμια στα όποια θα παράγεται και δεν θα αναμασάται γνώση, θα έχει Μουσεία που θα μπορούν να συναγωνισθούν τα πιο σημαντικά του κόσμου και θα προσφέρει εκπαίδευση που θα επιτρέπει σε κάθε παιδί να αναπτύξει τα ταλέντα του και να διαπρέψει.
Θα έχει πράσινες πόλεις που θα σέβονται το παρελθόν τους και θα προσβλέπουν στο μέλλον τους. Στην Ελλάδα του αύριο πόλεις σαν τα Τρίκαλα που μας κάνουν υπερήφανους διεθνώς, δεν θα είναι η εξαίρεση αλλά θα αποτελούν τον κανόνα και κέντρα πολιτισμού, όπως το ΚΠΙΣΝ, θα κοσμούν όχι μόνον την πρωτεύουσα, αλλά όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας.
“Ας επιτραπεί, επιτέλους, και στους Έλληνες του Εξωτερικού να συμβάλουν στο μέλλον αυτό, όχι μόνον οικονομικά αλλά και με την ψήφο τους»”
Θα έχει μια πρωτεύουσα που θα έχει ξεφύγει από το βάλτο της γκρίζας καθημερινότητας, θα μπορεί να προσφέρει και πάλι στους κατοίκους της ασφάλεια, θα αποτελεί πόλο έλξης, όχι μόνον για τουρίστες αλλά και για επενδυτές, θα έχει εξαφανίσει τα παράνομα τραπεζάκια από τους πεζοδρόμους της και τα παρανόμως παρκαρισμένα αυτοκίνητα από τους δρόμους της, θα σταματήσει να ανέχεται την ύπαρξη γκετοποιημένων περιοχών, όπου υποτίθεται ότι ο έξαλλος πολίτης μπορεί να εκφρασθεί ελεύθερα, αδιαφορώντας για την ελευθερία και τα δικαιώματα των άλλων, θα γίνει εν τέλει μια πόλη με απόλυτο σεβασμό προς τους κατοίκους της και παντελή έλλειψη ανοχής οποιασδήποτε παρανομίας.
Η Ελλάδα του αύριο θα παραμείνει όμως η ρομαντική ουτοπία ενός Έλληνα του Εξωτερικού, αν δεν μπουν σήμερα οι σωστές βάσεις για ένα καλύτερο μέλλον. Ας επιτραπεί, επιτέλους, και στους Έλληνες του Εξωτερικού να συμβάλλουν στο μέλλον αυτό, όχι μόνον οικονομικά αλλά και με την ψήφο τους».