Το πολιτικό αδιέξοδο που επικρατεί τους τελευταίους 11 μήνες στο Ιράκ, έχει αφήσει τη χώρα χωρίς εκλεγμένη κυβέρνηση και προϋπολογισμό για το τρέχον έτος, καθυστερώντας παράλληλα τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και τα έργα υποδομής που χρειάζεται η Βαγδάτη.
Το Ιράκ, είναι μια χώρα όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι σιιτική, στα βόρεια υπάρχει σημαντικός πληθυσμός κούρδων ενώ την διακυβέρνηση ασκούσε για χρόνια η σουνιτική μειονότητα. Η εμφύλια κομματική σύγκρουση που επικρατεί, μεταξύ των υποστηρικτών του Μοχάμεντ Αλ-Σουντάνι και εκείνων του σίιτη κληρικού Μοκτάντα αλ-Σαντρ, έχει οδηγήσει τη χώρα σε έναν φαύλο πολιτικό κύκλο που στρέφει τη χώρα σε επικίνδυνα μονοπάτια.
Τον περασμένο μήνα και σε διάστημα τριών ημερών, οι υποστηρικτές του σίιτη κληρικού, εισέβαλαν δυο φορές στο ιρακινό κοινοβούλιο, αντιδρώντας στην ανακοίνωση της υποψηφιότητας του Μοχάμεντ Αλ-Σουντάνι για τη θέση του πρωθυπουργού, ο οποίος λαμβάνει την υποστήριξη τόσο του πρώην πρωθυπουργού, Νούρι Αλ-Μαλίκι, όσο και των φιλοϊρανικών κομμάτων της χώρας (και κατ’ επέκταση της Τεχεράνης).
Ο μεταβατικός πρωθυπουργός του Ιράκ, Μουσταφά Αλ-Καντίμι, σε μια προσπάθεια να μην κλιμακωθούν οι κινητοποιήσεις που οδηγούν τη χώρα σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση, ζήτησε από το πλήθος να αποσυρθεί και να επικρατήσει η αυτοσυγκράτηση απ’ όλα τα μέρη. Ωστόσο, η πολιτική οκνηρία του τελευταίου μήνα, οδήγησε τον Μοκτάντα αλ Σαντρ στην απόφαση να αποχωρήσει οριστικά από την πολιτική (29 Αυγούστου), κάτι που πυροδότησε τις νέες σφοδρές συγκρούσεις στην Πράσινη Ζώνη, μεταξύ των υποστηρικτών του σιίτη ιερωμένου και των αντιπάλων του, με τουλάχιστον 20 νεκρούς και 300 τραυματίες.
Στα νέα αυτά σκηνικά πολέμου, ο Μοκτάντα αλ Σαντρ έδωσε διορία στους υποστηρικτές του να αποσυρθούν, όπως και πράττουν τις τελευταίες ώρες, ενώ παράλληλα «ζήτησε συγνώμη από τον ιρακινό λαό, τον μόνο που επηρεάστηκε από τα γεγονότα».
Φαίνεται πως οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που ξεκίνησαν το 2019 με αίτημα την αλλαγή του πολιτικού συστήματος, που εγκαθιδρύθηκε το 2003 και θεσμοθέτησε τον κοινοτισμό -κάτι που ενίσχυσε τους εθνικούς και θρησκευτικούς ανταγωνισμούς-, δεν σταμάτησαν να υφίστανται μέχρι σήμερα.
Τον περασμένο Ιούνιο, ο Μοκτάντα αλ-Σαντρ, αποσύρθηκε από την πολιτική διαδικασία καθώς δεν κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση και να εκλέξει πρόεδρο στη χώρα, παρά το γεγονός ότι διέθετε τις περισσότερες βουλευτικές έδρες μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2021, ενώ είχε καλέσει τότε τους διαδηλωτές να συνεχίσουν την ειρηνική κατάληψη, ζητώντας παράλληλα τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών.
Όπως έχει υποστηρίξει η Καθηγήτρια κ. Βιβή Κεφαλά στο βιβλίο της, ο σίιτης κληρικός ακολουθεί την δική του πολιτική, διατηρώντας αποστάσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες ζητώντας παράλληλα την άμεση αποχώρηση της αμερικανικής παρουσίας στο Ιράκ και διαφοροποιώντας τις προτεραιότητες του από αυτές του Ιράν («Διεθνής Πολιτική στη Μέση Ανατολή και ανεπίλυτες συγκρούσεις: Παλαιστίνη, Λίβανος, Συρία, Ιράκ», εκδόσεις Σιδέρης).
Στην αντίπερα όχθη, το Ιράν αποτελεί μεγάλο περιφερειακό παίκτη που δεν μπορεί να διαμορφώσει τις περιφερειακές εξελίξεις, αλλά σίγουρα τις επηρεάζει (βλέπε Συρία, Παλαιστίνη, Λίβανο, Υεμένη). Η αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών τον Αύγουστο του 2021 από το Αφγανιστάν και συνάμα η αποστασιοποίηση τους από την ευρύτερη περιοχή (παραμονή 2.500 αμερικανών στρατιωτών στο Ιράκ που έχουν συμβουλευτικό και βοηθητικό ρόλο), έχει ενισχύσει την θέληση για να καλύψουν το κενό, τόσο από παγκόσμιους δρώντες, όπως της Ρωσίας και της Κίνας όσο και από περιφερειακά κράτη, όπως της Τουρκίας, του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας.
Με το βλέμμα της Διεθνούς Κοινότητας στραμμένο τόσο στον πόλεμο της Ουκρανίας με τη Ρωσία όσο και στην αυξημένη ένταση των τελευταίων ημερών στην Ταιβάν, μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών, η νέα αυτή ανοιχτή «πληγή» στο κέντρο των εξελίξεων της Μέσης Ανατολής, δεν θα πρέπει να προσπεραστεί δίχως τη δέουσα προσοχή.
Το κενό εξουσίας που επικρατεί τον τελευταίο χρόνο στο Ιράκ, αποσταθεροποιεί την ήδη ταλαιπωρημένη χώρα, πυροδοτώντας ταυτόχρονα μια πληθώρα συνεπειών και προβλημάτων. Ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους αποτελεί η ισλαμική τρομοκρατία, η οποία παραμένει παρ’ όλο που έχασε τα εδάφη στο Ιράκ και τη Συρία (το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και της Συρίας – ΙΚΙΣ).
Επιπρόσθετα, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο μετά το αμερικανικό χτύπημα στον πυρήνα της τρομοκρατικής οργάνωσης Αλ-Κάιντα, που προκάλεσε τον θάνατο του Αϊμάν Αλ Ζαουάχρι, κάτι που μπορεί να οδηγήσει τον διάδοχο του στην αναστύλωση της τρομοκρατικής οργάνωσης και στην ανασύσταση του λεγόμενο Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της Συρίας (ISIS), ενόσω τα δυο κράτη βρίσκονται σε εσωτερική αποδιοργάνωση.
Ωστόσο, η ίδια η φύση της απειλής της ισλαμικής τρομοκρατίας και η διασπορά της στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, τον Αραβο-περσικό Κόλπο και τη Βόρεια Αφρική, σε συνδυασμό με τις λοιπές περιφερειακές κρίσεις και τα συσσωρευμένα εσωτερικά (κοινωνικά και οικονομικά) προβλήματα των χωρών, δείχνουν ότι ο δρόμος είναι μακρύς μέχρι τον περιορισμό και την οριστική ήττα της τρομοκρατίας.
Καταλήγοντας, το Ιράκ παραμένει σε έκρυθμη κατάσταση, η οποία επηρεάζει όλα τα συνορεύοντα κράτη μαζί του και αφήνει ανοιχτή την «πύλη» στην ισλαμική τρομοκρατία.
Για να μπορέσει η Βαγδάτη να αντιμετώπισει την εξωτερική κατάσταση, θα πρέπει πρώτα να διευθετήσει την εσωτερική σταθερότητα, η οποία για να εμπεδωθεί θα πρέπει να υπάρξει ειλικρινής διάλογος μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και των θρησκευτικών-εθνικών ομάδων (σουνίτες, σίιτες, κούρδοι), ο οποίος όμως δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί με τις παρούσες συνθήκες όπου ο ακήρυκτος εμφύλιος πόλεμος στέκεται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από το Ιράκ.