Στο πρόσφατο παρελθόν, το Ιράκ έχει στεγάσει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Ιράν, εφόσον έχει αποτελέσει πεδίο διεξαγωγής επιθετικών ενεργειών από τις δύο αντιμαχόμενες δυνάμεις. Σήμερα, η ανάληψη της Πρωθυπουργίας από τον Μουσταφά Αλ Καντίμι συμπίπτει χρονικά με μια περίοδο βαθειάς κρίσης που γνωρίζει το κράτος, η οποία αποδίδεται, τόσο σε εσωτερικούς, όσο και σε εξωτερικού παράγοντες.
Παρά το γεγονός πως αμφότερα τα δύο αντίπαλα κράτη έχουν αναγνωρίσει την νέα ηγεσία της κυβέρνησης, η άλλοτε ανταλλαγή πυρών σε ιρακινό έδαφος σηματοδοτεί πως η πολιτική εξουσία θα αναγκαστεί να επιλέξει στρατηγική θέση ανάμεσα σε μια από τις δύο κατευθύνσεις.
Με τα εξής δεδομένα, ο καινούριος Πρωθυπουργός έχει εκδηλώσει ανοιχτά την πρόθεσή του να αναθεωρήσει τη στρατηγική συνεργασία με τις ΗΠΑ, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ενότητα και η εθνική κυριαρχία. Ωστόσο, η εσωστρεφής στάση που παρουσιάζει η Ουάσινγκτον τα τελευταία χρόνια, μέρος της οποίας είναι και η πρόθεσή της για στρατιωτική απόσυρση από την Μέση Ανατολή, προκαλεί προβληματισμούς σχετικά με το κατά πόσο το αμερικανικό κράτος θα μπορέσει να διατηρήσει την επιρροή του στο Ιράκ, σε βαθμό που θα εξάλειφε την ιρανική επέμβαση.
Η ανανεωμένη στρατηγική συνεργασία των ΗΠΑ με το Ιράκ πρόκειται να πραγματοποιηθεί σε μια εποχή που τα δύο κράτη έχουν υποστεί σοβαρό πλήγμα στο σύνολο της επικράτειάς τους, εξ’ αιτίας της κρίσης του κορονοϊού. Το Ιράκ, παρουσιάζοντας σοβαρές ελλείψεις στο σύστημα υγείας του, έχει έρθει αντιμέτωπο μια διπλή κρίση, εφόσον όχι μόνο αδυνατεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στην απειλή του ιού, αλλά ταυτόχρονα καλείται να επιλύσει και την οικονομική ύφεση που προκάλεσαν οι μειωμένες τιμές του πετρελαίου, πρόβλημα που έπληξε σε μεγάλο βαθμό και τις ΗΠΑ.
Σαφώς, η πιθανότητα της αυξημένης επιρροής του Ιράκ από τις ΗΠΑ και της μείωσης των δεσμών του με το Ιράν έρχεται σε άμεση σύγκρουση με το καθεστώς των σχέσεων που έχει αναπτύξει η Τεχεράνη με τη Βαγδάτη, μέσω της αξιοποίησης του σιιτικού στοιχείου. Η ύπαρξη αυθαίρετων πηγών εξουσίας, φίλα προσκειμένων του Ιράν, όπως είναι η δράση παραστρατιωτικών ομάδων, είναι μια πραγματικότητα που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τον προσεταιρισμό του Ιράκ από την Αμερική.
Παρά ταύτα, η εκλογή του νέου Πρωθυπουργού, ύστερα από μια περίοδο μακράς πολιτικής αναταραχής, ενδέχεται να αποτελέσει το σημείο-‘κλειδί’ για τις σχέσεις των δύο κρατών. Μάλιστα, η πρότερη ιδιότητα του Μουσταφά Αλ Καντίμι, ως επικεφαλής της εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών, προσφέρει σε εκείνον την ευελιξία της αξιοποίησης δεδομένων, για την άσκηση πολιτικής πίεσης, εφόσον θεωρηθεί εφικτό και απαραίτητο.
Ταυτόχρονα, το προηγούμενο αξίωμα του Πρωθυπουργού του Ιράκ τον φέρνει αντιμέτωπο με την κατηγορία που έχει εξαπολύσει εις βάρος του η Χεζμπολάχ, για συνεργασία με τις αμερικανικές δυνάμεις στην υπόθεση δολοφονίας του Κασέμ Σολειμανί. Ανεξαρτήτως από το αν ευσταθούν οι κατηγορίες, η αμφισβήτηση που έχει καλλιεργηθεί από τον σιιτικό κόσμο προς το πρόσωπο του Μουσταφά Αλ Καντίμι τον στρέφει αναπόφευκτα στο πλευρό των ΗΠΑ.
Ωστόσο, το αμερικανικό κράτος δεν ήταν ο μοναδικός δρών που εξέφρασε την επιδοκιμασία του προς τον νυν Πρωθυπουργό, μιας και η αποδοχή της εκλογής του προήλθε και από την αραβική πλευρά. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία έσπευσαν να καλωσορίσουν τον νέο πολιτικό αρχηγό, δηλώνοντας την υποστήριξή τους προς το πρόσωπό του. Από γεωστρατηγική σκοπιά, τα δύο αυτά κράτη μοιράζονται έναν κοινό και αμοιβαίο στόχο, ο οποίος θα ικανοποιηθεί με την εξόντωση του Ιράν στον πόλεμο της Υεμένης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια μελλοντική στρατηγική συνεργασία της αραβικής συμμαχίας με το Ιράκ, εμμέσως, θα σηματοδοτήσει την ενδυνάμωση των δεσμών με τις ΗΠΑ, για την ταχύτερη και πιο αποτελεσματική επίτευξη του εν λόγω σκοπού.
Προς το παρόν, το ιρακινό κράτος καλείται να αντιμετωπίσει μια σοβαρή ενεργειακή κρίση, η οποία και θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις συνεργασίες και τα συμφέροντά του. Η γενικότερη ύφεση που γνώρισε η χώρα συνοδεύτηκε από μια περαιτέρω όξυνση των εντάσεων με την αυτόνομη περιοχή του Βορείου Ιράκ, ύστερα από το οικονομικό πάγωμα που σημειώθηκε ανάμεσα στις δύο πλευρές, αυξάνοντας έτσι την αβεβαιότητα και τις ανησυχίες για το σύνολο της περιοχής.
Σε κάθε περίπτωση, το Ιράκ αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί κομβική τοποθεσία για τις γεωπολιτικές επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Έχοντας δοκιμάσει τις αντοχές του, σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, το κράτος θα εξακολουθήσει να εκτελεί χρέη ‘δορυφόρου’, τόσο για τις ΗΠΑ, όσο και για τον Ιράν, μέχρι οι συγκυρίες να το αναγκάσουν να ενταχθεί σε μια μοναδική σφαίρα επιρροής.