Μπορεί η Τζιόρτζια Μελόνι να είχε δεσμευτεί για μείωση των μεταναστευτικών ροών, ωστόσο ο αριθμός των ανθρώπων που περνούν τη Μεσόγειο με πολύ συχνά αξιοθρήνητα σκάφη έχει διπλασιαστεί τους τελευταίους εννιά μήνες.
Επιπλέον, υποκύπτοντας στις πιέσεις από το λόμπι των επιχειρηματιών, που βρίσκεται παραδοσιακά κοντά στον δεξιό συνασπισμό της Μελόνι, η ιταλική κυβέρνηση την προηγούμενη εβδομάδα αύξησε τον αριθμό των μεταναστών που μπορούν να έρχονται νόμιμα στην Ιταλία για δουλειά, καθώς ο πληθυσμός γηράσκει με ταχείς ρυθμούς.
«Η κυβέρνηση ξεκάθαρα δεν δίνει αυτά που υποσχέθηκε, μα τα κυβερνώντα κόμματα εξακολουθούν να θεωρούνται από τους ψηφοφόρους ως πολύ πιο καθησυχαστικά από την αριστερά ως προς τη μετανάστευση, οπότε δεν νιώθουν πίεση στις δημοσκοπήσεις» είπε η Ματία Ντιλέτι, καθηγήτρια Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης.
Η μετανάστευση είναι ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά ζητήματα στην Ευρώπη και έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στην άνοδο εθνικιστικών κομμάτων ανά την ήπειρο κατά την τελευταία δεκαετία. Το ότι η Μελόνι, μια προσωπικότητα- σύμβολο της νέας δεξιάς, δεν έχει καταφέρει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της, υπογραμμίζει τον βαθμό δυσκολίας του προβλήματος.
Δεν είναι ότι δεν έγιναν προσπάθειες: Από τις αρχές του 2023 η Μελόνι προέβη σε κινήσεις που ήταν αμφιλεγόμενες, όπως περιορισμοί στις επιχειρήσεις διασωστικών σκαφών που ανήκουν σε ανθρωπιστικές οργανώσεις και αυξήσεις στις ποινές στους διακινητές μετά από ναυάγιο στα ανοιχτά της νότιας Ιταλίας με τουλάχιστον 94 νεκρούς τον Φεβρουάριο. Ακολούθως κήρυξε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης για τις ασταμάτητες αφίξεις, κυρίως Αφρικανών.
Ωστόσο από την 1η Ιανουαρίου ως τις 12 Ιουλίου, 73.414 μετανάστες έφτασαν με σκάφη στην Ιταλία, συγκριτικά με 31.333 κατά την ίδια περίοδο πέρυσι και παραπάνω από ό,τι το σύνολο του 2021, σύμφωνα με δεδομένα του υπουργείου Εσωτερικών.
«Δεν υπάρχουν θαυματουργές λύσεις για την επίλυση του φαινομένου της μετανάστευσης» αναγνώρισε ο υπουργός Εσωτερικών, Ματέο Πιαντεντόζι, αυτόν τον μήνα, επισκεπτόμενος τη Λαμπεντούζα, όπου κατέφθασαν 25 σκάφη την Τρίτη και μόνο.
Εν όψει των εκλογών του 2022, η Μελόνι είπε ότι θα επέβαλλε ναυτικό αποκλεισμό για να αποτρέψει τις αναχωρήσεις σκαφών από τη βόρεια Αφρική. Ωστόσο αναλυτές λένε ότι κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε ποτέ, για νομικούς και ηθικούς λόγους.
Αντ’αυτού η Μελόνι επιδίωξε να ενεργοποιήσει ξανά μια συμφωνία του 2017 με τη Λιβύη, που οδήγησε σε τεράστια μείωση των αφίξων, μέχρι την πανδημία Covid-19, που περιόρισε δραστικά τις μεταναστευτικές ροές.
Ωστόσο η κατάσταση στη βόρεια Αφρική έχει αλλάξει πάρα πολύ τα τελευταία έξι χρόνια, είπε ο Ματέο Βίλα, ερευνητής του think tank ISPI, καθιστώντας πολύ πολύπλοκες τις προσπάθειες συγκράτησης ανθρώπων που επιζητούν μια καλύτερη, ασφαλέστερη ζωή στην Ευρώπη.
«Οι αναχωρήσεις του 2017 ήταν υπερσυγκεντρωμένες σε μερικά μέρη δυτικά της Τρίπολης. Σήμερα δεν ισχύει αυτό. Άνθρωποι φεύγουν επίσης από την ανατολική Λιβύη. Οπότε σε ποιον μιλάς; Το 2017 οι ιταλικές υπηρεσίες πληροφοριών ήξεραν την πολιτοφυλακή, τώρα όχι» είπε σχετικά.
Επιπλέον, η Τυνησία έχει γίνει και αυτή μεγάλο σημείο εκκίνησης για μετανάστες, με κάτι παραπάνω από το ήμισυ όλων των νέων αφίξεων στην Ιταλία φέτος να σαλπάρουν από εκεί, ενώ το 2017 ήταν 5%, παρά τους εκατοντάδες νεκρούς κατά τη διαδικασία.
Η Μελόνι επισκέφθηκε την Τυνησία δύο φορές τον προηγούμενο μήνα, επιδιώκοντας πρόοδο στο ξεμπλοκάρισμα δανείων για τα οποία λέει πως χρειάζονται για την αποφυγή μιας οικονομικής κρίσης που θα μπορούσε να προκαλέσει «τσουνάμι» αναχωρήσεων.
Η ίδια συνοδευόταν στο δεύτερο ταξίδι της από την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, και τον Ολλανδό πρωθυπουργό Μαρκ Ρούτε, υπογραμμίζοντας τον πανευρωπαϊκό προβληματισμό για την κατάσταση στην Τυνησία και την αύξηση των αφίξεων μεταναστών.
Σκληρή επικρίτρια των Βρυξελλών πριν αναλάβει την εξουσία, η Μελόνι έχει ακολουθήσει μια πολύ πιο ρεαλιστική προσέγγιση από τότε που έγινε πρωθυπουργός, συνεργαζόμενη ενεργά με την Κομισιόν για την αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίο οι μετανάστες μετεγκαθίστανται ανά την ήπειρο.
Το σύμφωνο αναμένεται να τεθεί σε ισχύ αυτό το έτος, παρά την αντίθεση των δεξιών συμμάχων της Ρώμης στην Πολωνία και την Ουγγαρία. Ωστόσο μια εξέταση των μεταναστευτικών ροών ανά την Ευρώπη την τελευταία δεκαετία δείχνει πως η Ιταλία ίσως δεν επωφεληθεί με τον τρόπο που ελπίζει η Μελόνι.
Επί της παρούσης πολλοί από αυτούς που καταφθάουν στην Ιταλία κατευθύνονται αμέσως προς την πλουσιότερη βόρεια Ευρώπη, κάτι που σημαίνει ότι η Ρώμη πρέπει να επεξεργάζεται λιγότερους αιτούντες άσυλο από πολλούς εταίρους στην ΕΕ- 0,16% του συνολικού πληθυσμού της τους τελευταίους 12 μήνες συγκριτικά με έναν μέσο όρο 0,22% της ΕΕ, σύμφωνα με το ISPI.
«Μεταξύ του 2012 και του 2021 ένα εκατομμύριο άνθρωποι αποβιβάστηκαν στην Ιταλία. Υπολογίζουμε ότι 700.000 προχώρησαν παραπέρα» είπε ο Βίλα.
Πολλές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να είχαν αξιοποιήσει αυτό το εργατικό δυναμικό- και αυτό το μήνυμα περνά και στην κυβέρνηση. Την περασμένη εβδομάδα είπε ότι θα έβγαζε 452.000 νέες βίζες εργασίας για μη υπήκοους της ΕΕ από το 2023 ως το 2025, αυξάνοντας τον αριθμό των αδειών που είναι διαθέσιμες κάθε χρόνο, πιάνοντας τις 165.000 το 2025. Το 2019, πριν έρθει η Covid-19, η Ιταλία εξέδωσε μόλις 30.850 βίζες.
Επιδιώκοντας να εξευμενίζει τους αντιμεταναστευτικών αντιλήψεων υποστηρικτές της, η κυβέρνηση υπέδειξε πως ενεργεί με συγκράτηση, λέγοντας πως εταιρείες και σωματεία είχαν ζητήσει 833.000 άδειες την περίοδο 2023- 2025.
Οι ηγέτες του επιχειρηματικού κόσμου καλωσόρισαν την αρχική αύξηση, μα λένε ότι θα χρειαστούν περισσότερα για την αντιμετώπιση της δημογραφικής κάμψης.
«Όλοι γνωρίζουν ως τώρα πως έχουμε έλλειψη εξειδικευμένου και ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού» είπε ο Μικελάντζελο Αγκρούστι, επιεφαλής επιχειρηματικής ομοσπονδίας (Confindustria) στη βορειοανατολική Ιταλία.
Με πληροφορίες από Reuters