Το νέο βιβλίο του Γιώργου Πίττα «Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν. Η γαστρονομία της Σκιάθου με το βλέμμα του Παπαδιαμάντη», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον Αρμό, είναι ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι γαστρονομικό αλλά και βαθύτατα ανθρωπολογικό. Ο Γιώργος Πίττας μιλώντας στη HuffPost αναφέρει ότι προσέγγισε τον Παπαδιαμάντη ελπίζοντας να βρει στα διηγήματά του τις ρίζες της σκιαθίτικης κουζίνας όμως βρήκε πολύ περισσότερα.
«Ο Παπαδιαμάντης με τον τρόπο που προσεγγίζει τη φύση, τους ανθρώπους, τη ζωή και τη γαστρονομία του νησιού του, θέτει τις αξίες του ενώπιον της σημερινής γαστρονομίας της σπατάλης και της αλαζονείας, που βρίσκεται στον αντίποδα της αθωότητας και της απλότητας του κόσμου του μεγάλου Σκιαθίτη» μας λέει.
Τελικά, όπως τονίζει, χάθηκε στη μαγεία του κόσμου του μεγάλου Σκιαθίτη, ανακαλύπτοντας για τη Σκιάθο αυτό που έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης, ότι «τὰ ἑξήντα περίπου τετραγωνικὰ χιλιόμετρα τοῦ νησιοῦ του μὲ τὶς τρεῖς χιλιάδες ψυχὲς ἔφτασαν νὰ ἀποκτήσουν τὴ σημασία ὁλόκληρης ἠπείρου».
«Την “ήπειρο” αυτή δοκίμασα να εξερευνήσω και εγώ διεξοδικότερα με τα δικά μου εργαλεία, αποκωδικοποιώντας την μέσα σε 30 θεματικές ενότητες, αντλώντας υλικό από 95 διηγήματα του Παπαδιαμάντη δημιουργώντας το «Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν».
Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο Γιώργος Πίττας μας μεταφέρει σ΄έναν κόσμο που κινδυνεύει να χαθεί αλλά η ρίζα είναι βαθειά και ανθεκτική και αυτό από μόνο του είναι μια ελπίδα.
- Πώς σας ήρθε η ιδέα να προσεγγίσετε το έργο Παπαδιαμάντη μέσα από την οπτική γωνιά της γαστρονομίας;
Πολλοί μελετητές έχουν προσεγγίσει τον Παπαδιαμάντη από διαφορετικές οπτικές γωνίες, αφού δεν θα σταματήσει ποτέ να μας εμπνέει και να γίνεται αφορμή για νέες ανακαλύψεις. Η αλήθεια είναι ότι αρχικά τον πλησίασα «χρησιμοθηρικά», ελπίζοντας να βρω στα διηγήματά του τις ρίζες της σκιαθίτικης κουζίνας, στα πλαίσιο μιας έρευνας που μου είχε αναθέσει ο Δήμαρχος Σκιάθου, Θοδωρής Τζούμας για τη διαμόρφωση της σύγχρονης γαστρονομίας του νησιού. Tελικά, το υλικό που εντόπισα ήταν εντυπωσιακό σε ποικιλία και ποσότητα περιγραφών, και ξεπερνούσε τις ανάγκες της έρευνάς μας. Χάθηκα στη μαγεία του κόσμου του μεγάλου Σκιαθίτη, ανακαλύπτοντας κι εγώ για τη Σκιάθο αυτό που έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης, ότι «τὰ ἑξήντα περίπου τετραγωνικὰ χιλιόμετρα τοῦ νησιοῦ του μὲ τὶς τρεῖς χιλιάδες ψυχὲς ἔφτασαν νὰ ἀποκτήσουν τὴ σημασία ὁλόκληρης ἠπείρου». Την “ήπειρο” αυτή δοκίμασα να εξερευνήσω και εγώ διεξοδικότερα με τα δικά μου εργαλεία, αποκωδικοποιώντας την μέσα σε 30 θεματικές ενότητες, αντλώντας υλικό από 95 διηγήματα του Παπαδιαμάντη δημιουργώντας το «Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν».
- Θέλετε περιγράψτε μας πιο αναλυτικά τον γαστρονομικό πλούτο του έργου του Παπαδιαμάντη;
Ο Παπαδιαμάντης είναι πρωτίστως υμνητής της νησιώτικης φύσης του γενέθλιου τόπου του και της καθημερινότητας του νησιού. Μέσα από τις περιγραφές του Παπαδιαμάντη, με ακρίβεια μοναδική, ξετυλίγεται η φύση της Σκιάθου, οι καλλιέργειες, τα ψαρέματα, τα προϊόντα του νησιού, τα μαγειρέματα, προετοιμασίες γευμάτων και το συμποτικό πνεύμα, τα πανηγυράκια και κάθε είδους γιορτές, με εκπληκτικής ομορφιάς περιγραφές από τσιμπούσια και γλέντια στην ύπαιθρο, «Εἶτα ἡ συντροφιά, ἂς εἶχε γλιστρήσει καὶ τρὶς καὶ τετράκις, μὲ γέλια κ’ εὐθυμίαν, θὰ ἐστρώνετο ὑπὸ τὰ πλατάνια, σιμὰ στὴν βρύσιν ὅπου ὁ Χρῆστος ὁ Καλογιάννης θὰ ἐλιάνιζε τὸ κοκορέτσι, κι ὁ Φραγκούλης τοῦ Πάνου θὰ ἐσούβλιζε τὸ μπούτι» («Τ’ Ἀγγέλιασμα»).
Ταυτόχρονα αποτυπώνει τις συνήθειες των βασανισμένων απλών ανθρώπων που μέσα στην πενία τους, τις κακουχίες και την ανημπόρια, χαίρονταν τις λίγες στιγμές χαράς και ελπίδας διατηρώντας πάντα την αξιοπρέπεια και το αίσθημα της κοινής τύχης και της φιλοξενίας. Στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, η Σκιάθος ξετυλίγεται με όλες τις ομορφιές του τοπίου της και το μωσαϊκό των ανθρώπων της.
Στα «ρόδινα ακρογιάλια» της, τα λιμανάκια, τα βουνά και τα λαγκάδια, τις ρεματιές και τους ελαιώνες, οι ταπεινοί πρωταγωνιστές περιποιούνται τ’ αμπέλια τους για να βγάλουν το κρασί τους, μαζεύουν τις ελιές και φτιάχνουν το λάδι τους, παρασκευάζουν τυριά, ζυμώνουν ψωμιά, μαγειρεύουν, συντρώγουν και γλεντούν. Αγρότες, ψαράδες, βοσκοί, γυναίκες αγρότισσες, μανάδες και νοικοκυρές, ζουν μια λιτή ζωή με τα λίγα που τους προσφέρει ο τόπος τους και μέσα από την αθωότητα του ταπεινού «κόσμου του Παπαδιαμάντη» αναδύεται η πολύτιμη αξία του απλού και του καίριου: «Μὲ τὴν τσάπαν καὶ μὲ τοὺς πόδας τοὺς γυμνούς, μὲ τὰς χεῖρας τὰς τυλώδεις, ἐβάθυνεν, ἔφραττεν, ἄνοιγεν αὐλάκια, κατεύθυνε τὸ νερόν, κ’ ἐπότιζεν ὅλα τὰ λάχανα τοῦ κήπου του» («Μὲ τὸν πεζόβολο»).
Οι αναλυτικές περιγραφές του Παπαδιαμάντη κάνουν τον Ζήσιμο Λορεντζάτο να διατυπώσει το σχετικό σχόλιο: «Ὁ Παπαδιαμάντης στὸ τιμόνι ξέρει τὴ γλώσσα τοῦ τιμονιέρη, στὴ γέννα ξέρει τὴ γλώσσα τῆς μαμῆς, στὸ ξόδι τὴ γλώσσα τῆς μοιρολογήτρας, στὸ παιχνίδι τὴ γλώσσα τῶν παιδιῶν, ὅλες τὶς γλῶσσες αὐτὲς μιλημένες ἀπὸ πρῶτο χέρι καλύτερα ἀπὸ τὸν τι μονιέρη, τὴ μαμή, τὴ μοιρολογήτρα, τὰ παιδιά, καὶ ὅλες φορεμένες πάντα τὴ δική του ἀπαρόμοιαστη γλώσσα». Αυτή ικανότητα ανέδειξε τον μεγάλο Σκιαθίτη από παντογνώση της εντοπιότητας να κερδίσει μια ξεχωριστή θέση στο βάθρο της οικουμενικότητας.
- Ο Παπαδιαμάντης έζησε έναν βίο λιτό, λέγεται μάλιστα ότι τις σπάνιες φορές που ήταν καλεσμένος σε γεύματα, έπαιρνε μαζί του παξιμάδια και ελιές και δεν ακουμπούσε τα φαγητά που του πρόσφεραν. Πως συνδέεται αυτό με τις περιγραφές των πληθωρικών γευμάτων στων Σκιαθιτών στα διηγήματά του;
Ο Παπαδιαμάντης, αν και λιτοδίαιτος ο ίδιος και τηρητής των νηστειών σύμφωνα με την κολλυβαδική παράδοση, παρουσιάζει τους πρωταγωνιστές του να είναι, και κάνει περιγραφές προετοιμασίας λιμπιστικών γευμάτων, που ομοιάζουν με τα τσιμπούσια και τα γλέντια των αρχαίων ομηρικών ηρώων. Σε μια κοινωνία όπου η φτώχεια, η ανέχεια, οι στερήσεις και οι αρρώστιες ήταν συνηθισμένες και αναπότρεπτες καταστάσεις, οι συχνές αναφορές των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη σε πανηγύρια, σε λαχταριστά τσιμπούσια με οινοποσίες, αλλά αρκετές φορές και σε μεθύσια και σε υπερβολές, έδιναν ένα μήνυμα αισιοδοξίας, χαράς, πρόσκλησης για απόλαυση και παραμερισμό του φόβου. Αυτή η κυριαρχία του σωματικού είναι ίσως το τελευταίο παγανιστικό στοιχείο που επιβίωσε στη χριστιανική ορθοδοξία από την εποχή της Αρχαιότητας και του Διόνυσου. Δεν είναι τυχαίο ότι τα γεύματα αυτά εμπεριέχουν χαρά και γέλιο, γιατί διαχρονικά η πράξη του φαγητού και ο αγώνας για την ικανοποίηση της πείνας παραπέμπει πάλι συμβολικά στον θρίαμβο της ζωής επί του θανάτου.
- Ποια είναι η μεγαλύτερη επιρροή που έχετε δεχτεί από τα έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είτε αφορά τις γαστρονομικές σας γνώσεις είτε γενικότερα ;
Ο Παπαδιαμάντης με τον τρόπο που προσεγγίζει τη φύση, τους ανθρώπους, τη ζωή και τη γαστρονομία του νησιού του, θέτει τις αξίες του ενώπιον της σημερινής γαστρονομίας της σπατάλης και της αλαζονείας, που βρίσκεται στον αντίποδα της αθωότητας και της απλότητας του κόσμου του μεγάλου Σκιαθίτη. Και ευρύτερα, πέρα από τη γαστρονομική διάσταση, τα διηγήματά του μας προσφέρουν την παρηγοριά ότι μπορείς να ευτυχήσεις και μες στη λιτότητα και την ταπεινότητα, και λειτουργώντας έτσι ως αντίβαρο στη διαρκή ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου για περισσότερα αγαθά, περισσότερη ισχύ, δόξα και θεαθήναι.
- Πιστεύετε ότι η γαστρονομία της Σκιάθου σήμερα διατηρεί την αυθεντικότητά της ή έχει αλλάξει σημαντικά και πώς βλέπετε τη γαστρονομία της Σκιάθου να εξελίσσεται στο μέλλον; Υπάρχουν στοιχεία που πιστεύετε ότι θα διατηρηθούν όπως ήταν στην εποχή του Παπαδιαμάντη;
Η γαστρονομία της Σκιάθου μέχρι τη δεκαετία του ’60 δεν βρίσκονταν, μακριά από τις διατροφικές συνήθειες της εποχής του Παπαδιαμάντη, που βασίζονταν στις πρώτες ύλες του νησιού (λάδι, ζαρζαβατικά, οίνος, κρεατικά, ψάρια, θαλασσινά), στην παραδοσιακή κουζίνα και στην κλειστή κοινωνία του νησιού. Η έλευση του ηλεκτρικού ρεύματος (ψυγεία, ηλ. φούρνοι), το άνοιγμα της κοινωνίας, η ανάπτυξη του τουρισμού της πρώτης γενιάς και η καθιέρωση των στερεότυπων ελληνικών τουριστικών εδεσμάτων (μουσακάς, γεμιστά, χωριάτικη σαλάτα, τζατζίκι, ντολμαδάκια κ.τ.λ.), αλλά και η συνεχής άφιξη διάφορων ξένων γευστικών προτύπων, έθεσαν την κουζίνα της Σκιάθου- όπως τις τοπικές κουζίνες της ελληνικής επικράτειας- στο περιθώριο.
Το αποτέλεσμα ήταν η Ελληνική κουζίνα να επισκιάσει τις τοπικές κουζίνες των ελληνικών προορισμών. Μόλις τα τελευταία 20 χρόνια η γαστρονομία στην Ελλάδα άρχισε να κτίζει την ταυτότητα της σε τοπικό επίπεδο. Σ’ αυτό συνέβαλε και η αλλαγή του ενδιαφερόντων των επισκεπτών της χώρας που πλέον θέλουν να μπουν στη αυθεντική ζωή της τοπικής κοινωνίας και να αντιληφθούν πιο έντονα την καθημερινότητα του τόπου που επισκέπτονται, και να γνωρίσουν τα τοπικά προϊόντα και τα τοπικά εδέσματα.
Ταυτόχρονα, έγινε κοινή συνείδηση ότι η τοπική γαστρονομία κάθε περιοχής δεν αποτελεί μόνο στοιχείο πολιτισμού, αλλά μπορεί να αποτελέσει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα και μια σημαντική πηγή πόρων για τον τουρισμό και την τοπική οικονομία γενικότερα. Στο πλαίσιο αυτό με πρωτοβουλία του δημάρχου της Σκιάθου έγινε μια προσπάθεια για την ανάδειξη της γαστρονομικής ταυτότητας και την προβολή των χαρακτηριστικών εδεσμάτων του νησιού -κύριο χαρακτηριστικό το πάντρεμα των ψαριών και θαλασσινών με τα λαχανικά- , που βασίζονται στη φρεσκάδα, εποχικότητα και την εντοπιότητα των υλικών, τη νοσταλγία του χωριάτικου φαγητού με γεύσεις που, παραπέμπουν συμβολικά στον κόσμο της παράδοσης, της χαμένης ξεγνοιασιάς και της.
Ακριβώς αυτά που παρέχει πλουσιοπάροχα ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα διηγήματά του με την παραμικρή λεπτομέρεια: «Ἁπόλαυσις ἦτο νὰ βλέπῃ τις τὸν Γεώργην νὰ ἑτοιμάζῃ τὴν ἀνθρακιάν, νὰ σουβλίζῃ τὰ κρέατα, νὰ ἐμπήγῃ τοὺς πάλους, νὰ περιστρέφῃ τὰς δύο σούβλας εἰς τὸ πῦρ. Ἁπόλαυσις ἦτο νὰ βλέπῃ τὴν μικρὰν Φουλιὼ ν’ ἀνοίγῃ ἐπὶ τοῦ χαμηλοῦ σοφρᾶ τὰ φύλλα τοῦ ζυμαριοῦ μὲ τὸν πλάστρην, νὰ γεμίζῃ τὶς τυρόπιττες, νὰ τὰς συμπτύσση, νὰ τὰς πλάθῃ· ἀπόλαυσις νὰ βλέπῃ τὴν ἁπλοϊκὴν Μαρίαν νὰ κολλᾷ τὸν φοῦρνον, νὰ συνδαυλίζῃ, νὰ πανίζῃ, νὰ ραντίζῃ τὴν φλέγουσαν κάμινον, νὰ φουρνίζῃ τὶς πίττες».