O Βρετανός Κεν Φόλετ, o συγγραφέας των 170 εκατ. αντιτύπων, επιστρέφει με το νέο μυθιστόρημά του «Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί» (εκδόσεις Bell, μετάφραση Μαρία Παπανδρέου), που από την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας στις ΗΠΑ τον Σεπτέμβριο εκτοξεύτηκε στο Νο 1 της λίστας των μπεστ σέλερ των New York Times.
Στην πρώτη θέση των πωλήσεων βρέθηκε και σε πολλές άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Γερμανία, η Νότια Αφρική κ.α. Τώρα ήρθε η σειρά των Ελλήνων αναγνωστών να ταξιδέψουν στην Αγγλία την αυγή μιας νέας εποχής: του Μεσαίωνα.
Πριν από τριάντα χρόνια γνωρίσαμε τη φανταστική πόλη του Κίνγκσμπριτζ στο -κατά γενική ομολογία δημοφιλέστερο μυθιστόρημα του Φόλετ μέχρι σήμερα- «Οι Στυλοβάτες της Γης», που διαδραματίζεται στην Αγγλία του 12ου αιώνα. Στη συνέχεια, μέσα από τα δύο επόμενα μυθιστορήματα της σειράς, «Ένας Κόσμος Χωρίς Τέλος» και «Ένας Στύλος Φωτιάς», παρακολουθήσαμε τη ζωή στο Κίνγκσμπριτζ μέσα στους αιώνες (το πρώτο διαδραματίζεται τον 14ο και το δεύτερο τον 16ο αιώνα, ενώ και τα τρία βιβλία διαβάζονται ανεξάρτητα, αφού μοναδικός «συνδετικός κρίκος» είναι το Κίνγκσμπριτζ).
Ο σπουδαίος συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων επιστρέφει για τέταρτη φορά στο Κίνγκσμπριτζ, αλλά αυτή τη φορά με ένα πρίκουελ: Το Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί είναι το προοίμιο των Στυλοβατών της Γης και μας οδηγεί σε ένα ταξίδι στο παρελθόν, που τελειώνει εκεί που αρχίζει το αριστούργημά του.
Στην αυγή του Μεσαίωνα
Βρισκόμαστε στα 997 μ.Χ., στα τέλη του Πρώιμου Μεσαίωνα. Η Αγγλία δέχεται επιθέσεις από τους Ουαλούς στα δυτικά και από τους Βίκινγκς στα ανατολικά. Η ζωή είναι σκληρή και αυτοί που έχουν την εξουσία την ασκούν βίαια, ερμηνεύοντας τη δικαιοσύνη όπως τους συμφέρει –συχνά ενάντια στη θέληση του βασιλιά. Με το βασιλικό κύρος ευάλωτο και χωρίς ξεκάθαρους νόμους, βασιλεύουν το χάος και η αιματοχυσία.
Σ’ αυτή την ταραγμένη εποχή, τρεις άνθρωποι θα δουν τις ζωές τους να διασταυρώνονται απροσδόκητα. Ένας νεαρός καραβομαραγκός χάνει τα πάντα όταν οι Βίκινγκς καταστρέφουν την πόλη που ζούσε, αναγκάζοντάς τον να ξεκινήσει τη ζωή του από την αρχή σ’ ένα μικρό χωριό όπου νιώθει παρείσακτος. Μια Νορμανδή αρχοντοπούλα παντρεύεται από έρωτα και ακολουθεί το σύζυγό της σε μια καινούργια πατρίδα με άγνωστα έθιμα, όπου διαπιστώνει ότι γύρω της μαίνεται μια αδυσώπητη μάχη για την εξουσία και συνειδητοποιεί ότι μια λάθος κίνηση μπορεί να είναι η καταστροφή της. Ένας μοναχός ονειρεύεται να μεταμορφώσει το ταπεινό αββαείο του σε κέντρο μάθησης ξακουστό σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Στην αυγή του Μεσαίωνα, οι τρεις αυτοί άνθρωποι θα συγκρουστούν επικίνδυνα με έναν αδίστακτο επίσκοπο, που θα κάνει τα πάντα για να αυξήσει τα πλούτη και τη δύναμή του.
Η HuffPost δημοσιεύει απόσπασμα του νέου μυθιστορήματος:
Πέμπτη, 17 Ιουνίου 997
Είναι δύσκολο να μείνεις ξάγρυπνος όλη νύχτα, διαπίστωσε ο Έντγκαρ, ακόμα και την πιο σημαντική νύχτα της ζωής σου.
Είχε απλώσει το μανδύα του πάνω στις καλαμιές του δαπέδου και είχε ξαπλώσει πάνω του, ντυμένος με το καφέ μάλλινο χιτώνιο ως το γόνατο που ήταν το μοναδικό ρούχο που φορούσε το καλοκαίρι, πρωί και βράδυ. Το χειμώνα τυλιγόταν με το μανδύα του και ξάπλωνε κοντά στη φωτιά. Τώρα όμως ο καιρός ήταν ζεστός: σε μια βδομάδα θα ήταν η Μέρα του Μεσοκαλόκαιρου.
Ο Έντγκαρ ήξερε πάντα τις ημερομηνίες. Οι περισσότεροι αναγκάζονταν να ρωτάνε τους ιερείς, που είχαν ημερολόγια. Ο Έρμαν, ο μεγαλύτερος αδελφός του Έντγκαρ, τον είχε ρωτήσει κάποτε, «Πώς ξέρεις πότε πέφτει το Πάσχα;» κι εκείνος είχε απαντήσει: «Γιατί είναι η πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο μετά την εικοστή πρώτη μέρα του Μαρτίου, φυσικά». Ήταν λάθος του εκείνο το «φυσικά», γιατί ο Έρμαν του είχε δώσει μια γροθιά στο στομάχι για την υπεροψία του. Αυτό είχε γίνει πολλά χρόνια πριν, όταν ο Έντγκαρ ήταν μικρός. Τώρα είχε μεγαλώσει. Θα έκλεινε τα δεκαοχτώ τρεις μέρες μετά τη Μέρα του Μεσοκαλόκαιρου. Ο αδελφός του είχε σταματήσει τις γροθιές.
Τίναξε το κεφάλι του. Οι σκόρπιες σκέψεις τού έφερναν νύστα. Προσπάθησε να ξαπλώσει πιο άβολα, πλακώνοντας το χέρι του, για να μείνει ξύπνιος.
Πόσο ακόμα έπρεπε να περιμένει;
Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε γύρω του στο φως της φωτιάς. Το σπίτι του δε διέφερε από τα περισσότερα σπίτια της πόλης του Κομπ: τοίχοι από δρύινες σανίδες, αχυροσκεπή, και χωμάτινο δάπεδο σκεπασμένο εδώ κι εκεί με καλαμιές από τις όχθες του κοντινού ποταμού. Παράθυρα δεν υπήρχαν. Στο κέντρο του ενός και μοναδικού δωματίου, ένα τετράγωνο από πέτρες περιέβαλλε την εστία. Πάνω από τη φωτιά ήταν τοποθετημένο ένα σιδερένιο τρίποδο απ’ όπου μπορούσες να κρεμάσεις μια χύτρα για μαγείρεμα, ενώ τα πόδια του έριχναν αραχνοειδείς σκιές στο μέσα μέρος της σκεπής. Σε όλους τους τοίχους ήταν καρφωμένα ξυλόκαρφα από τα οποία κρέμονταν ρούχα, μαγειρικά σκεύη και ναυπηγικά εργαλεία.
Ο Έντγκαρ δεν ήξερε πόσο προχωρημένη ήταν η ώρα, γιατί μπορεί να είχε λαγοκοιμηθεί, ίσως και πάνω από μία φορά. Νωρίτερα, είχε ακούσει τους ήχους της πόλης καθώς έπεφτε η νύχτα: το άσεμνο τραγούδι δύο μεθυσμένων, τις φαρμακερές αλληλοκατηγορίες ενός συζυγικού καβγά σ’ ένα γειτονικό σπίτι, μια πόρτα να κλείνει με δύναμη, ένα σκύλο να γαβγίζει και, όχι πολύ μακριά, το κλάμα μιας γυναίκας. Τώρα όμως ακουγόταν μόνο το απαλό νανούρισμα των κυμάτων στην απάνεμη ακρογιαλιά. Ο Έντγκαρ κοίταξε προς την πόρτα, ψάχνοντας για γραμμές φωτός στις χαραμάδες, αλλά είδε μόνο σκοτάδι. Αυτό σήμαινε είτε ότι το φεγγάρι είχε δύσει, άρα η νύχτα ήταν προχωρημένη, είτε ότι ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, πράγμα που δεν του έλεγε τίποτα.
Η υπόλοιπη οικογένειά του ήταν ξαπλωμένη ολόγυρα στο δωμάτιο, κοντά στους τοίχους που ο καπνός ήταν λιγότερος. Οι γονείς του κοιμούνταν πλάτη με πλάτη. Μερικές φορές ξυπνούσαν μέσα στη νύχτα και αγκαλιάζονταν, ψιθυρίζοντας καθώς κινούνταν συγχρονισμένοι, ώσπου αποχωρίζονταν ξέπνοοι· τώρα όμως κοιμούνταν βαθιά, ο πατέρας του ροχάλιζε. Ο Έρμαν, που ήταν είκοσι χρονών και ο μεγαλύτερος αδελφός του, ήταν ξαπλωμένος δίπλα του, ενώ ο Ίντμπολντ, ο μεσαίος, ήταν στη γωνία. Ο Έντγκαρ άκουγε τις ρυθμικές, γαλήνιες ανάσες τους.
Επιτέλους, η καμπάνα της εκκλησίας χτύπησε.
Στην άλλη άκρη της πόλης υπήρχε ένα μοναστήρι. Οι μοναχοί είχαν βρει έναν τρόπο να μετράνε τις ώρες της νύχτας: έφτιαχναν μεγάλα, διαβαθμισμένα κεριά που έλεγαν την ώρα καθώς καίγονταν. Μία ώρα πριν την αυγή χτυπούσαν την καμπάνα και σηκώνονταν για την ακολουθία του Όρθρου.
Ο Έντγκαρ έμεινε ασάλευτος λίγο ακόμα. Η καμπάνα μπορεί να είχε ανησυχήσει τη μητέρα του, που ξυπνούσε εύκολα. Ο Έντγκαρ περίμενε να την πάρει ξανά ο βαθύς ύπνος. Ύστερα, επιτέλους, σηκώθηκε όρθιος.
Μάζεψε αθόρυβα το μανδύα, τα παπούτσια του και τη ζώνη με το στιλέτο μέσα στη θήκη του. Διέσχισε ξυπόλυτος το δωμάτιο, αποφεύγοντας τα έπιπλα: ένα τραπέζι, δύο σκαμνιά και έναν πάγκο. Η πόρτα άνοιξε αθόρυβα: ο Έντγκαρ είχε λαδώσει τους ξύλινους μεντεσέδες με μπόλικο ξίγκι την προηγούμενη μέρα.
Αν ξυπνούσαν τώρα οι γονείς ή τα αδέλφια του και του μιλούσαν, ο Έντγκαρ θα έλεγε ότι έβγαινε να κατουρήσει, ελπίζοντας ότι δε θα πρόσεχαν ότι κρατούσε τα παπούτσια του.
Ο Ίντμπολντ άφησε ένα μουγκρητό. Ο Έντγκαρ πάγωσε. Είχε ξυπνήσει ο αδελφός του ή μούγκρισε στον ύπνο του; Ο Έντγκαρ δεν ήξερε. Όμως ο Ίντμπολντ ήταν ο πιο πράος από τους τρεις τους, πάντα απέφευγε τους μπελάδες, όπως ο πατέρας τους. Δε θα τον δυσκόλευε.
Ο Έντγκαρ βγήκε έξω και έκλεισε προσεκτικά την πόρτα πίσω του.
Το φεγγάρι είχε δύσει, αλλά ο ουρανός ήταν καθαρός και η ακρογιαλιά ήταν λουσμένη στο φως των αστεριών. Ανάμεσα στο σπίτι και στη γραμμή της πλημμυρίδας βρισκόταν ένα καρνάγιο. Ο πατέρας του Έντγκαρ ήταν καραβομαραγκός, και οι τρεις γιοι του δούλευαν μαζί του. Ήταν καλός τεχνίτης αλλά κακός έμπορος, έτσι όλα τα οικονομικά ζητήματα τα χειριζόταν η μητέρα του, ειδικά τον δύσκολο υπολογισμό της τιμής που θα χρέωναν για κάτι τόσο περίπλοκο όσο μια βάρκα ή ένα καράβι. Αν ένας πελάτης προσπαθούσε να κατεβάσει την τιμή, ο πατέρας του θα υποχωρούσε εύκολα, αλλά η μητέρα του δεν τον άφηνε.
Ο Έντγκαρ κοίταξε το καρνάγιο ενώ έδενε τα παπούτσια του και κούμπωνε τη ζώνη του. Υπήρχε μόνο ένα σκάφος υπό κατασκευή τώρα, μια μικρή βάρκα με κουπιά για το ποτάμι. Δίπλα της βρισκόταν ένας μεγάλος και πολύτιμος σωρός ξυλείας, κορμοί σκισμένοι στα δύο και στα τέσσερα, έτοιμοι να γίνουν κομμάτια ενός πλεούμενου. Περίπου μία φορά το μήνα, όλη η οικογένεια πήγαινε στο δάσος και έκοβε μια γέρικη βελανιδιά. Ξεκινούσαν ο πατέρας και ο Έντγκαρ, χτυπώντας μια ο ένας και μια ο άλλος με τσεκούρια, κόβοντας μια καλά υπολογισμένη σφήνα από τον κορμό. Έπειτα, όσο εκείνοι ξεκουράζονταν, συνέχιζαν ο Έρμαν και ο Ίντμπολντ. Όταν έπεφτε το δέντρο, του έκοβαν τα κλαδιά, έριχναν τον κορμό στο ποτάμι και το ρεύμα τον έφερνε στο Κομπ. Φυσικά, έπρεπε να πληρώσουν: το δάσος ανήκε στον Γουίγκελμ, το θάνη στον οποίο οι περισσότεροι κάτοικοι του Κομπ πλήρωναν ενοίκιο, και η τιμή ήταν δώδεκα ασημένιες πένες για κάθε δέντρο.
Εκτός από το σωρό της ξυλείας, στο καρνάγιο υπήρχαν ένα βαρέλι κατράμι, μια κουλούρα σκοινί και μια ακονόπετρα. Φύλακας όλων αυτών ήταν ένας αλυσοδεμένος μολοσσός που τον έλεγαν Γκρέντελ, μαύρος με γκρι μουσούδα, πολύ γέρικος για να είναι επικίνδυνος για τους κλέφτες αλλά ακόμα ικανός να σημάνει συναγερμό γαβγίζοντας. Ήσυχος τώρα, ο Γκρέντελ παρατηρούσε τον Έντγκαρ αδιάφορα με το κεφάλι ακουμπισμένο στα μπροστινά του πόδια. Ο Έντγκαρ γονάτισε και τον χάιδεψε. «Αντίο, γέρο», μουρμούρισε, και ο Γκρέντελ κούνησε την ουρά του χωρίς να σηκωθεί.
Στο καρνάγιο υπήρχε άλλο ένα σκάφος, ολοκληρωμένο πια, που ο Έντγκαρ το θεωρούσε δικό του. Το είχε φτιάξει μόνος του από ένα δικό του σχέδιο, βασισμένο σ’ ένα πλοίο των Βίκινγκς. Ο Έντγκαρ δεν είχε δει ποτέ του Βίκινγκς -οι επιδρομές τους στο Κομπ είχαν γίνει πριν τη γέννησή του– αλλά πριν δύο χρόνια είχε ξεβραστεί στην ακτή ένα ναυάγιο, άδειο και καψαλισμένο, με το δρακόμορφο ακρόπρωρό του μισοσπασμένο, μάλλον ύστερα από κάποια μάχη. Η ακρωτηριασμένη ομορφιά του τον είχε αφήσει άναυδο: οι γεμάτες χάρη καμπύλες, η μακριά, φιδίσια πλώρη, το λεπτοκαμωμένο κύτος. Πιο πολύ απ’ όλα όμως τον είχε εντυπωσιάσει η φαρδιά καρίνα που προεξείχε κατά μήκος του πλοίου και που -όπως συμπέρανε μετά από αρκετή σκέψη- εξασφάλιζε τη σταθερότητα που επέτρεπε στους Βίκινγκς να διασχίζουν τις θάλασσες. Το σκάφος του Έντγκαρ ήταν μια πιο απλή εκδοχή, με δύο κουπιά και ένα μικρό, τετράγωνο πανί.
Ο Έντγκαρ ήξερε ότι είχε ταλέντο. Ήταν ήδη καλύτερος καραβομαραγκός από τα μεγαλύτερα αδέλφια του, και δε θα αργούσε να ξεπεράσει και τον πατέρα του. Καταλάβαινε από διαίσθηση πώς έπρεπε να συνδυάσει τα διάφορα μέρη για να φτιάξει μια γερή κατασκευή.
Χρόνια πριν, είχε ακούσει τον πατέρα του να λέει στη μητέρα του: «Ο Έρμαν μαθαίνει αργά και ο Ίντμπολντ μαθαίνει γρήγορα, αλλά ο Έντγκαρ έχει καταλάβει πριν βγουν τα λόγια από το στόμα μου». Και πράγματι έτσι ήταν. Κάποιοι έπιαναν στα χέρια τους ένα μουσικό όργανο για πρώτη φορά, έναν αυλό ή μια λύρα, και λίγα λεπτά αργότερα μπορούσαν να παίξουν μια μελωδία. Ο Έντγκαρ είχε το ίδιο ένστικτο για τα καράβια, όπως και για τα σπίτια. Έλεγε, «Αυτό το καράβι θα γέρνει δεξιά», ή, «Αυτή η σκεπή θα στάζει», και είχε πάντα δίκιο.
Τώρα έλυσε τη βάρκα του και την έσπρωξε ως την ακτή. Ο ήχος του κύτους που έγδερνε την άμμο σκεπάστηκε από τον παφλασμό των κυμάτων που έσκαγαν στην ακρογιαλιά.
Τον ξάφνιασε ένα κοριτσίστικο γέλιο. Στο φως των αστεριών είδε μια γυμνή γυναίκα ξαπλωμένη στην άμμο, και έναν άντρα από πάνω της. Το πιθανότερο ήταν ότι τους ήξερε, αλλά τα πρόσωπά τους δε φαίνονταν καθαρά και ο Έντγκαρ τράβηξε γρήγορα το βλέμμα του, προτιμώντας να μην τους αναγνωρίσει. Μάλλον είχε διακόψει μια κρυφή συνάντηση. Η γυναίκα φαινόταν νέα και ο άντρας ίσως να ήταν παντρεμένος. Η Εκκλησία καταδίκαζε αυτού του είδους τις σχέσεις, αλλά οι άνθρωποι δεν ακολουθούσαν πάντα τους κανόνες.
Ο Έντγκαρ αγνόησε το ζευγάρι και έσπρωξε τη βάρκα στο νερό.
Στράφηκε και κοίταξε το σπίτι του, νιώθοντας ένα τσίμπημα ενοχής, κι αναρωτήθηκε αν θα το ξανάβλεπε ποτέ. Ήταν το μόνο σπίτι που θυμόταν. Ήξερε, επειδή του το είχαν πει, ότι είχε γεννηθεί σε μια άλλη πόλη, το Έξετερ, όπου ο πατέρας του δούλευε για έναν πρωτομάστορα καραβομαραγκό· αργότερα η οικογένεια είχε μετακομίσει, ενώ ο Έντγκαρ ήταν ακόμα μωρό, και είχε εγκατασταθεί στο Κομπ, όπου ο πατέρας του είχε ξεκινήσει τη δική του δουλειά με την παραγγελία μιας βάρκας με κουπιά· αλλά ο Έντγκαρ δε θυμόταν τίποτε απ’ όλα αυτά. Αυτό ήταν το μόνο σπίτι που είχε γνωρίσει, και το άφηνε για πάντα.
Ήταν τυχερός που είχε βρει να δουλέψει αλλού. Οι δουλειές είχαν κόψει από την εποχή που ξανάρχισαν οι επιθέσεις των Βίκινγκς στη νότια Αγγλία, όταν ο Έντγκαρ ήταν εννιά χρονών. Το εμπόριο και το ψάρεμα ήταν επικίνδυνα όσο υπήρχαν επιδρομείς στην περιοχή. Μόνο οι γενναίοι αγόραζαν βάρκες.
Στο φως των αστεριών, ο Έντγκαρ είδε ότι υπήρχαν τρία πλοία στο λιμάνι: δύο ψαράδικα και ένα φράγκικο εμπορικό. Τραβηγμένα στη στεριά ήταν κάποια μικρότερα σκάφη, βάρκες για το ποτάμι και τις ακτές. Είχε βοηθήσει και ο ίδιος να φτιαχτεί το ένα από τα ψαράδικα. Παλιότερα όμως, θυμόταν να υπάρχουν στο λιμάνι καμιά δεκαριά καράβια, αν όχι περισσότερα.
Ο Έντγκαρ ένιωσε ένα δροσερό αεράκι από τα νοτιοδυτικά, ήταν ο άνεμος που έπνεε συνήθως στην περιοχή. Η βάρκα του είχε ένα πανί -μικρό, γιατί τα πανιά ήταν πολύ ακριβά: ένα μεγάλο πανί ποντοπόρου πλοίου θα έπαιρνε σε μία γυναίκα τέσσερα χρόνια να το φτιάξει. Αλλά δεν άξιζε τον κόπο ν’ ανοίξει το δικό του για τη μικρή διαδρομή ως την απέναντι πλευρά του κόλπου. Άρχισε να τραβάει κουπί, κάτι που γι’ αυτόν ήταν εύκολο. Ο Έντγκαρ ήταν γεροδεμένος σαν σιδεράς. Το ίδιο και ο πατέρας και τα αδέλφια του. Όλη μέρα, έξι μέρες τη βδομάδα, χρησιμοποιούσαν τσεκούρια, σκεπάρνια και τρυπάνια για να δώσουν σχήμα στα δρύινα μαδέρια που θα αποτελούσαν το κύτος κάθε καραβιού. Ήταν σκληρή δουλειά και έβγαζε δυνατούς άντρες.
Η καρδιά του Έντγκαρ σκίρτησε. Είχε καταφέρει να φύγει. Και πήγαινε να βρει τη γυναίκα που αγαπούσε. Τα αστέρια έλαμπαν· η ακτή φεγγοβολούσε· και, όταν τα κουπιά του βυθίζονταν στην επιφάνεια του νερού, ο σγουρός αφρός ήταν σαν τα μαλλιά της που έπεφταν στους ώμους της.
Την έλεγαν Σάνγκιφου, για συντομία Σάνι, και όλα πάνω της ήταν εξαίσια.
Τα παραθαλάσσια κτίσματα φαίνονταν ακόμα, εργαστήρια ψαράδων και εμπόρων τα περισσότερα: το σιδηρουργείο ενός σιδερά που έφτιαχνε εξαρτήματα για πλοία· η μεγάλη αυλή όπου ένας σκοινοποιός έπλεκε τα σκοινιά του· και το τεράστιο καμίνι ενός κατραμοποιού όπου σιγόκαιγαν κορμοί πεύκων για να βγει το κολλώδες υγρό που χρησιμοποιούσαν οι καραβομαραγκοί για να καλαφατίζουν τα καράβια. Η πόλη φαινόταν πάντα μεγαλύτερη όταν την κοιτούσες από το νερό: είχε αρκετές εκατοντάδες κατοίκους, που οι περισσότεροι έβγαζαν το ψωμί τους, άμεσα ή έμμεσα, από τη θάλασσα.
Ο Έντγκαρ έστρεψε το βλέμμα στον προορισμό του στην απέναντι πλευρά του κόλπου. Δε θα μπορούσε να διακρίνει τη Σάνι στο σκοτάδι ακόμα κι αν ήταν ήδη εκεί, που δεν ήταν, αφού είχαν συμφωνήσει να συναντηθούν την αυγή. Ο Έντγκαρ όμως δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από το σημείο όπου σε λίγο θα πήγαινε εκείνη.
Η Σάνι ήταν είκοσι ενός, πάνω από τρία χρόνια μεγαλύτερή του. Είχε τραβήξει την προσοχή του μια μέρα που εκείνος καθόταν στην ακτή και παρατηρούσε το ναυάγιο των Βίκινγκς. Την ήξερε εξ όψεως, φυσικά -όπως ήξερε τους πάντες στη μικρή πόλη- αλλά δεν την είχε προσέξει ποτέ πριν, ούτε θυμόταν τίποτα σχετικά με την οικογένειά της. «Ναυάγησες κι εσύ με το καράβι;» τον είχε ρωτήσει. «Καθόσουν τόσο ακίνητος που νόμισα ότι σε ξέβρασε η θάλασσα». Προφανώς η κοπέλα είχε ζωηρή φαντασία, ο Έντγκαρ το κατάλαβε αμέσως, για να πει κάτι τέτοιο χωρίς καν να το σκεφτεί· της εξήγησε τι ήταν αυτό που τον γοήτευε στις γραμμές του πλοίου, μαντεύοντας ότι εκείνη θα καταλάβαινε. Πέρασαν μια ώρα συζητώντας και ο Έντγκαρ την ερωτεύτηκε.
Του είπε ότι ήταν παντρεμένη, αλλά ήταν ήδη αργά.
Ο Σίνερικ, ο άντρας της, ήταν τριάντα χρονών. Η Σάνι ήταν δεκατεσσάρων όταν τον παντρεύτηκε. Ο Σίνερικ είχε αγελάδες και η Σάνι είχε αναλάβει το γαλατάδικο. Ήταν έξυπνη και έβγαζε πολλά λεφτά για τον άντρα της. Δεν είχαν παιδιά.
Ο Έντγκαρ δεν άργησε να μάθει ότι η Σάνι μισούσε τον Σίνερικ. Κάθε βράδυ, μετά το απογευματινό άρμεγμα, ο Σίνερικ πήγαινε σε μια ταβέρνα που λεγόταν Οι Ναύτες και γινόταν σκνίπα στο μεθύσι. Τότε η Σάνι πήγαινε ανενόχλητη στο δάσος και συναντούσε τον Έντγκαρ.
Από δω και πέρα όμως δε θα κρύβονταν πια. Σήμερα θα έφευγαν μαζί· και πιο συγκεκριμένα θα έφευγαν με τη βάρκα του Έντγκαρ. Του είχαν προσφέρει δουλειά και σπίτι σ’ ένα ψαροχώρι κάπου πενήντα μίλια μακριά. Ήταν τυχερός που είχε βρει έναν καραβομαραγκό που έψαχνε βοηθό. Ο Έντγκαρ δεν είχε λεφτά -ποτέ του δεν είχε λεφτά, η μητέρα του έλεγε ότι δεν τα χρειαζόταν- αλλά τα εργαλεία του ήταν σ’ ένα μικρό ερμάρι της βάρκας. Εκείνος και η Σάνι θα ξεκινούσαν μια νέα ζωή.
Όταν θα γινόταν αντιληπτή η φυγή τους, ο Σίνερικ θα ήταν ελεύθερος να ξαναπαντρευτεί. Όταν μια σύζυγος έφευγε μ’ έναν άλλον άντρα, ήταν σαν να χώριζε: η Εκκλησία μπορεί να μη συμφωνούσε, αλλά αυτό ήταν το έθιμο. Λίγες βδομάδες αργότερα, είχε πει η Σάνι, ο Σίνερικ θα πήγαινε σε κάποιο χωριό και θα έβρισκε μια πάμφτωχη οικογένεια με μια όμορφη δεκατετράχρονη κόρη. Ο Έντγκαρ δεν καταλάβαινε γιατί ο Σίνερικ ήθελε σώνει και καλά να έχει σύζυγο: το σεξ δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα, σύμφωνα με τη Σάνι. «Θέλει να έχει μια γυναίκα να διατάζει», του είχε εξηγήσει η Σάνι. «Το πρόβλημα είναι ότι εγώ μεγάλωσα και άρχισα να τον περιφρονώ».
Ο Σίνερικ δε θα τους κυνηγούσε, ακόμα κι αν μάθαινε πού είχαν πάει, πράγμα που μάλλον θ’ αργούσε να συμβεί. «Κι αν τελικά ο Σίνερικ έρθει να μας βρει, θα τον σαπίσω στο ξύλο», είχε πει ο Έντγκαρ. Το ύφος της Σάνι του είχε δείξει ότι ήταν ανοησία του να κοκορεύεται, και το κατάλαβε και ο ίδιος. Έτσι, βιάστηκε να προσθέσει: «Αλλά δε νομίζω να χρειαστεί».
Έφτασε στην άκρη του κόλπου, τράβηξε τη βάρκα στη στεριά και την έδεσε σ’ ένα βράχο.
Άκουσε τις ψαλμωδίες και τις προσευχές των μοναχών. Το μοναστήρι ήταν εκεί κοντά, και το σπίτι του Σίνερικ και της Σάνι βρισκόταν λίγο πιο πέρα.
Ο Έντγκαρ κάθισε στην άμμο, αγναντεύοντας τη σκοτεινή θάλασσα και τον νυχτερινό ουρανό, με τη σκέψη του στη Σάνι. Θα τα κατάφερνε άραγε να ξεγλιστρήσει τόσο εύκολα όσο εκείνος; Κι αν ξυπνούσε ο Σίνερικ και δεν την άφηνε να φύγει; Μπορεί να ξεσπούσε καβγάς· μπορεί ο Σίνερικ να την έδερνε. Ξαφνικά ο Έντγκαρ μπήκε στον πειρασμό ν’ αλλάξει το σχέδιο, να φύγει από την ακτή και να πάει σπίτι της να την πάρει.
Έπνιξε την παρόρμηση με δυσκολία. Η Σάνι θα τα κατάφερνε μια χαρά μόνη της. Ο Σίνερικ θα κοιμόταν μεθυσμένος κι εκείνη θα έφευγε ακροπατώντας σαν γάτα. Σχεδίαζε να πέσει για ύπνο φορώντας στο λαιμό της το μοναδικό κόσμημα που διέθετε, έναν περίτεχνα σκαλισμένο ασημένιο κρίκο που κρεμόταν από ένα δερμάτινο κορδόνι. Στη θήκη της ζώνης της θα είχε βελόνα και κλωστή, και τον λινό κεντητό κεφαλόδεσμο που φορούσε σε ειδικές περιπτώσεις. Όπως και ο Έντγκαρ, ήταν ικανή να φύγει από το σπίτι μέσα σε λίγα αθόρυβα δευτερόλεπτα.
Σε λίγο θα ήταν εκεί, τα μάτια της θα έλαμπαν από έξαψη, το λυγερό κορμί της θα λαχταρούσε το δικό του. Θα αγκαλιάζονταν ορμητικά, θα φιλιούνταν με πάθος· η Σάνι θα έμπαινε στη βάρκα και θα έφευγαν προς τη θάλασσα και την ελευθερία. Ο Έντγκαρ θα απομακρυνόταν λίγο τραβώντας κουπί, και θα την ξαναφιλούσε, σκέφτηκε. Πόσο σύντομα θα μπορούσαν να κάνουν έρωτα; Θα ήταν εξίσου ανυπόμονη μ’ εκείνον. Ο Έντγκαρ θα περνούσε το ακρωτήρι, θα έριχνε το σκοινί με τη βαριά πέτρα που χρησιμοποιούσε για άγκυρα, και μετά θα ξάπλωναν οι δυο τους στη βάρκα, κάτω από τη σέλμα· θα ήταν λίγο άβολα, αλλά τι πείραζε; Η βάρκα θα λικνιζόταν στο κύμα και οι πρώτες αχτίδες του ήλιου θα ζέσταιναν το γυμνό τους δέρμα.
Ίσως όμως να ήταν καλύτερα ν’ ανοίξουν το πανί και να απομακρυνθούν περισσότερο από την πόλη πριν ρισκάρουν να σταματήσουν. Ο Έντγκαρ ήθελε να έχουν φύγει για τα καλά πριν το μεσημέρι. Θα ήταν δύσκολο να αντισταθεί στον πειρασμό με τη Σάνι δίπλα του, να τον κοιτάζει και να του χαμογελάει ευτυχισμένη. Αλλά ήταν πιο σημαντικό να σιγουρέψουν το μέλλον τους.
Όταν θα έφταναν στην καινούργια τους πατρίδα θα έλεγαν ότι ήταν ήδη παντρεμένοι, είχαν αποφασίσει. Μέχρι τώρα δεν είχαν περάσει ποτέ μια ολόκληρη νύχτα στο κρεβάτι. Από σήμερα θα έτρωγαν μαζί κάθε βράδυ, θα κοιμούνταν αγκαλιασμένοι όλη νύχτα, και θα χαμογελούσαν με νόημα ο ένας στον άλλο το πρωί.
Ο Έντγκαρ είδε μια αχτίδα φωτός στον ορίζοντα. Σε λίγο θα ξημέρωνε. Η Σάνι θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή.
Μόνο στη σκέψη της οικογένειάς του ένιωσε θλίψη. Θα ζούσε εύκολα χωρίς τα αδέλφια του, που εξακολουθούσαν να τον αντιμετωπίζουν σαν μικρό παιδί και που έκαναν ότι δεν έβλεπαν πως ήταν πιο έξυπνος κι από τους δυο τους. Αλλά θα του έλειπε ο πατέρας του, που όλη του τη ζωή του έλεγε πράγματα που δε θα ξεχνούσε ποτέ, όπως: «Όσο καλά κι αν θηλυκώσεις δύο σανίδες, η ένωση θα είναι πάντα το πιο αδύνατο σημείο». Κι όταν σκέφτηκε ότι θα αποχωριζόταν τη μητέρα του, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Ήταν δυνατή γυναίκα. Όταν τύχαινε μια αναποδιά, αντί να χάνει χρόνο κλαίγοντας τη μοίρα της, έπαιρνε την κατάσταση στα χέρια της και τη διόρθωνε. Πριν τρία χρόνια που ο πατέρας του αρρώστησε με πυρετό και κόντεψε να πεθάνει, η μητέρα του ανέλαβε το καρνάγιο –έστρωσε τα τρία αγόρια στη δουλειά, μάζεψε όλα τα χρωστούμενα, έπεισε τους πελάτες να μην ακυρώσουν τις παραγγελίες τους– ώσπου ο πατέρας του έγινε καλά. Η μητέρα του ήταν αρχηγός, και όχι μόνο της οικογένειας. Μπορεί ο πατέρας του να ήταν ένας από τους δώδεκα γέροντες του Κομπ, αλλά η μητέρα του ήταν αυτή που είχε ξεσηκώσει τους κατοίκους της πόλης όταν ο Γουίγκελμ, ο θάνης, είχε επιχειρήσει να αυξήσει τα ενοίκια.
Θα του ήταν αβάσταχτο να φύγει αν δεν είχε τη χαρούμενη προοπτική της ζωής με τη Σάνι.
Στο αχνό φως ο Έντγκαρ είδε κάτι παράξενο στα ανοιχτά. Είχε καλή όραση, και ήταν μαθημένος να διακρίνει τα πλοία από μακριά, μπορούσε να ξεχωρίσει ένα κύτος από ένα ψηλό κύμα ή ένα χαμηλό σύννεφο, αλλά τώρα δεν ήξερε τι ήταν αυτό που έβλεπε. Πάσχισε ν’ αφουγκραστεί κάποιον απόμακρο ήχο, αλλά το μόνο που άκουγε ήταν ο θόρυβος των κυμάτων που έσκαγαν στην ακρογιαλιά μπροστά του.
Λίγες στιγμές αργότερα είδε κάτι που έμοιαζε με κεφάλι τέρατος, και πάγωσε από το φόβο του. Κόντρα στο αχνό φέγγος του ουρανού, του φάνηκε πως είδε μυτερά αυτιά, ανοιχτά σαγόνια και έναν μακρύ λαιμό.
Ένα λεπτό αργότερα συνειδητοποίησε ότι κοιτούσε κάτι πολύ χειρότερο από τέρας: ήταν ένα πλοίο των Βίκινγκς, που η μακριά, καμπυλωτή πλώρη του κατέληγε σ’ ένα κεφάλι δράκου.
Ένα δεύτερο πλοίο μπήκε στο οπτικό του πεδίο, και μετά ένα τρίτο, ένα τέταρτο. Τα πανιά φούσκωναν στον γρήγορο νοτιοδυτικό άνεμο και τα ελαφριά σκάφη έσκιζαν τα κύματα. Ο Έντγκαρ πετάχτηκε όρθιος.
Οι Βίκινγκς ήταν ληστές, βιαστές, φονιάδες. Έκαναν επιδρομές σε ακτές και σε ποτάμια. Έκαιγαν πόλεις, έκλεβαν ό,τι μπορούσαν να μεταφέρουν και σκότωναν τους πάντες, εκτός από τους νέους, άντρες και γυναίκες, που τους έπιαναν αιχμάλωτους και τους πουλούσαν για σκλάβους.
Ο Έντγκαρ δίστασε άλλο ένα λεπτό.
Τώρα έβλεπε δέκα πλοία. Αυτό σήμαινε τουλάχιστον πεντακόσιους Βίκινγκς.
Ήταν σίγουρα πλοία των Βίκινγκς, όμως; Κι άλλοι καραβομαραγκοί είχαν υιοθετήσει τις καινοτομίες τους και είχαν αντιγράψει τα σχέδιά τους, όπως είχε κάνει ο Έντγκαρ. Όμως η διαφορά ήταν φανερή: τα σκανδιναβικά σκάφη είχαν κάτι απειλητικό που οι μιμητές τους δεν είχαν καταφέρει ν’ αντιγράψουν.
Άλλωστε, ποιοι άλλοι θα έρχονταν πριν ξημερώσει, και μάλιστα τόσο πολλοί; Όχι, δεν υπήρχε αμφιβολία.
Η κόλαση ερχόταν στο Κομπ.
Έπρεπε να ειδοποιήσει τη Σάνι. Αν προλάβαινε να το κάνει, μπορεί και να γλίτωναν.
Γεμάτος τύψεις συνειδητοποίησε ότι η πρώτη του σκέψη ήταν εκείνη και όχι η οικογένειά του. Έπρεπε να το πει και σ’ αυτούς, αλλά ζούσαν στην άλλη άκρη της πόλης. Πρώτα θα πήγαινε στη Σάνι.
Έκανε μεταβολή και άρχισε να τρέχει στην ακτή, προσέχοντας μήπως υπήρχαν μισοκρυμμένα εμπόδια στο δρόμο του. Μετά από ένα λεπτό, σταμάτησε και κοίταξε προς τον κόλπο. Διαπίστωσε έντρομος ότι οι Βίκινγκς ήταν ταχύτατοι. Ήδη πλησίαζαν αναμμένοι δαυλοί, άλλοι καθρεφτίζονταν στην ταραγμένη θάλασσα κι άλλοι διέσχιζαν την άμμο. Είχαν βγει ήδη στη στεριά!
Όμως ήταν αθόρυβοι. Ο Έντγκαρ άκουγε ακόμα τους μοναχούς να προσεύχονται, αγνοώντας τι τους περίμενε. Έπρεπε να τους ειδοποιήσει κι αυτούς. Αλλά δεν μπορούσε να τους ειδοποιήσει όλους!
Ίσως και να μπορούσε όμως. Βλέποντας το κωδωνοστάσιο της εκκλησίας των μοναχών να διαγράφεται στον μισοφωτισμένο ουρανό, είδε τον τρόπο να ειδοποιήσει τη Σάνι, την οικογένειά του, τους μοναχούς και την πόλη ολόκληρη.
Έστριψε προς το μοναστήρι. Ένας χαμηλός φράχτης ορθώθηκε μπροστά του μέσα από το σκοτάδι και ο Έντγκαρ τον πήδηξε χωρίς να κόψει ταχύτητα. Προσγειώθηκε στην άλλη μεριά, παραπάτησε, βρήκε την ισορροπία του και συνέχισε να τρέχει.
Έφτασε στην πόρτα της εκκλησίας και γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Το μοναστήρι ήταν σε ύψωμα και έβλεπε όλη την πόλη και τον κόλπο. Εκατοντάδες Βίκινγκς τσαλαβουτούσαν στα ρηχά, έβγαιναν στην ακτή και κατευθύνονταν προς την πόλη. Ο Έντγκαρ είδε μια σκεπή από άχυρα, κατάξερα μέσα στο καλοκαίρι, να πιάνει φωτιά· μετά μια άλλη, και μια άλλη. Ήξερε όλα τα σπίτια της πόλης και σε ποιους ανήκαν αλλά, στο αμυδρό φως, δεν έβλεπε ποιο ήταν ποιο, και αναρωτήθηκε με φρίκη αν καιγόταν και το δικό του.
Έσπρωξε με δύναμη την πόρτα της εκκλησίας. Το κλίτος φωτιζόταν από τρεμάμενες φλόγες κεριών. Κάποιοι μοναχοί σταμάτησαν να ψέλνουν βλέποντάς τον να τρέχει στη βάση του κωδωνοστασίου. Ο Έντγκαρ είδε το σκοινί που κρεμόταν, το άρπαξε και το τράβηξε αλλά, προς μεγάλη του απογοήτευση, η καμπάνα έμεινε σιωπηλή.
Ένας από τους μοναχούς άφησε τους υπόλοιπους και ήρθε προς το μέρος του. Η ξυρισμένη κορφή του κεφαλιού του ήταν στεφανωμένη από λευκές μπούκλες, και ο Έντγκαρ αναγνώρισε τον ηγούμενο Ούλφρικ. «Φύγε από δω, ανόητε», είπε θυμωμένος ο ηγούμενος.
Ο Έντγκαρ δεν είχε καιρό για εξηγήσεις. «Πρέπει να χτυπήσω την καμπάνα!» φώναξε. «Γιατί δε χτυπάει;»
Η ακολουθία είχε σταματήσει και τώρα όλοι οι μοναχοί τον κοιτούσαν. Ένας δεύτερος άντρας πλησίασε: ο επιστάτης του μαγειρείου, ο Μέργουιν, νεότερος στα χρόνια και όχι αντιπαθητικός σαν τον Ούλφρικ. «Τι συμβαίνει, Έντγκαρ;» ρώτησε.
«Ήρθαν οι Βίκινγκς!» φώναξε ο Έντγκαρ και τράβηξε πάλι το σκοινί. Ήταν η πρώτη φορά που προσπαθούσε να χτυπήσει καμπάνα εκκλησίας, και το βάρος της τον ξάφνιασε.
«Αλίμονο!» φώναξε ο ηγούμενος Ούλφρικ. Το επικριτικό ύφος του έγινε τρομαγμένο. «Ο Θεός να μας λυπηθεί!»
«Είσαι σίγουρος, Έντγκαρ;» ρώτησε ο Μέργουιν.
«Τους είδα στην ακτή!»
Ο Μέργουιν έτρεξε στην πόρτα και κοίταξε έξω. Γύρισε πίσω κάτωχρος. «Αλήθεια είναι», είπε.
«Τρέξτε να σωθείτε!» ούρλιαξε ο Ούλφρικ.
«Σταθείτε!» είπε ο Μέργουιν. «Έντγκαρ, συνέχισε να τραβάς το σκοινί. Πρέπει να το κάνεις αρκετές φορές για να γίνει η δουλειά. Κρεμάσου από πάνω του. Όσο για μας, έχουμε λίγα λεπτά καιρό ώσπου να φτάσουν εδώ. Πάρτε ό,τι μπορείτε και φύγετε: πρώτα τις οστεοθήκες με τα ιερά λείψανα, μετά τα πολύτιμα σκεύη και τα βιβλία –και τρέξτε να κρυφτείτε στο δάσος».
Κρατώντας σφιχτά το σκοινί, ο Έντγκαρ ανασηκώθηκε από το δάπεδο, κρεμάστηκε με όλο του το βάρος, και την επόμενη στιγμή άκουσε τη μεγάλη καμπάνα να χτυπάει.
Ο Ούλφρικ άρπαξε έναν ασημένιο σταυρό και όρμησε έξω, ενώ οι υπόλοιποι μοναχοί τον ακολούθησαν, άλλοι ψύχραιμοι παίρνοντας μαζί τους πολύτιμα αντικείμενα και άλλοι ουρλιάζοντας πανικόβλητοι.
Τώρα η καμπάνα κουνιόταν πέρα-δώθε και χτυπούσε αδιάκοπα. Ο Έντγκαρ είχε κρεμαστεί από το σκοινί και το τραβούσε με μανία. Έπρεπε να καταλάβουν όλοι ότι η καμπάνα δε χτυπούσε απλώς για να ξυπνήσει τους μοναχούς, αλλά για να ξεσηκώσει την πόλη.
Ύστερα από λίγο θεώρησε ότι είχε κάνει αρκετά. Άφησε το σκοινί να κρέμεται και έτρεξε έξω.
Η αψιά μυρωδιά του καμένου άχυρου χώθηκε στα ρουθούνια του: σπρωγμένες από τον δυνατό νοτιοδυτικό άνεμο, οι φλόγες εξαπλώνονταν με τρομακτική ταχύτητα. Ταυτόχρονα, το φως του ήλιου δυνάμωνε. Κάτω στην πόλη, οι άνθρωποι άφηναν αλλόφρονες τα σπίτια τους κρατώντας μωρά, παιδιά και ό,τι άλλο ήταν πολύτιμο για τον καθένα, εργαλεία, κότες, και πουγκιά με νομίσματα. Οι πιο γρήγοροι διέσχιζαν ήδη τους αγρούς προς το δάσος. Κάποιοι θα γλίτωναν, σκέφτηκε ο Έντγκαρ, χάρη στους χτύπους της καμπάνας.
Ο Έντγκαρ έτρεξε κόντρα στο ρεύμα, πέφτοντας πάνω σε φίλους και γείτονες, τραβώντας για το σπίτι της Σάνι. Είδε το φούρναρη, που κανονικά θα είχε ανάψει ήδη το φούρνο του: τώρα έφευγε τρέχοντας από το σπίτι του μ’ ένα σακί αλεύρι στην πλάτη. Η ταβέρνα ήταν ακόμα ήσυχη, οι θαμώνες αργούσαν να ξυπνήσουν παρά το συναγερμό. Τον προσπέρασε ο Γουίν ο κοσμηματοποιός καβάλα στο άλογό του, μ’ ένα σεντούκι δεμένο στην πλάτη του· το άλογο έτρεχε τρομαγμένο και ο Γουίν το είχε αγκαλιάσει από το λαιμό, προσπαθώντας απεγνωσμένα να κρατηθεί. Ένας σκλάβος που λεγόταν Γκριφ κουβαλούσε μια ηλικιωμένη γυναίκα, την κυρία του. Ο Έντγκαρ κοιτούσε με αγωνία όποιον περνούσε από μπροστά του μήπως και έβλεπε τη Σάνι, αλλά μάταια.
Τότε συνάντησε τους Βίκινγκς.