Ερειπωμένα σπίτια που δεν θυμίζουν τίποτα από αυτό που ήταν κάποτε. Κουφάρια μιας περασμένης ζωής, που στέκονται αβοήθητα στην βουβή μοναξιά τους, περιμένοντας καρτερικά και ήσυχα τον χρόνο να ολοκληρώσει την φθορά τους.
Το μόνο που διαταράσσει αυτή την ησυχία είναι ο θόρυβος
από τα παραθυρόφυλλα που τα βροντοχτυπά στους τοίχους ο αέρας.
Σπίτια που φτιάχτηκαν με θυσίες, με μεράκι και μέσα στον χαλασμό τους δείχνουν κάτι από την παλιά τους ομορφιά.
Μια ομορφιά που η διατήρησή της ήταν ανέφικτη. Κάτι η οικονομική αδυναμία, κάτι η πολυιδιοκτησία μαζί με την μετανάστευση, έκαναν το καταστροφικό τους έργο.
Δυστυχώς οι καιροί περάσανε, όλα χάνονται στο βάθος του χρόνου. Μεγαλώσαμε, φύγαμε, γνωριστήκαμε με άλλες πολιτείες, με άλλους ανθρώπους, με άλλα σπίτια, με άλλα φεγγάρια.
Ο χρόνος περνά και φεύγει χωρίς να μας ρωτά και αφήνει πίσω του τα σημάδια και την φθορά του.
Ο κυρίαρχος χρόνος που σαν μια νομοτελειακή αρχή ο ίδιος, δεν υπακούει ούτε σε νόμους, ούτε σε βασιλιάδες, ούτε σε ανθρώπινες επιθυμίες.
Ο ίδιος χρόνος που πήγε και μας, πότε απ′ εδώ, πότε απ′ εκεί και κάποια στιγμή οδήγησε το βήμα μας πίσω.
Το παρελθόν μας έλκει. Μας δείχνει τον δρόμο της επιστροφής για εκεί που ζήσαμε κάποτε. Ξαναγυρνάμε σε αυτά τα σπίτια, σε αυτές τις γειτονιές, άλλοτε σαν επισκέπτες και άλλοτε σαν περαστικοί, με τις αναμνήσεις να βουΐζουν στο κεφάλι μας σαν μέλισσες.
Τι τα θες. Ήρθανε μέρες που την νοσταλγήσαμε κάμποσο εκείνη την ανοικονόμητη ζωή.
Πάντα με μάγευαν τα χαλάσματα. Έχω μια έλξη σε ότι μπορεί να μου διηγηθεί μια ιστορία. Και αυτά τα ετοιμόρροπα ντουβάρια τις γειτονιάς που μεγάλωσα, αν είχαν φωνή θα έλεγαν ιστορίες για ευτυχισμένες στιγμές, για επιτυχίες, αποτυχίες, αλλά και για δράματα που έμειναν ερμητικά κλεισμένα ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους.
Για χαρμόσυνους ερχομούς, αλλά και για οδυνηρές αποχωρήσεις.
Πλησιάζεις να δεις αν το μέσα τους έχει κάτι από αυτό που γνώρισες κάποτε, αλλά η πρόσβαση είναι αδύνατη. Μια ταμπέλα προειδοποιεί: «Μην πλησιάζετε κίνδυνος κατάρρευσης».
Δυστυχώς τα σπίτια γερνούν μαζί μας και η εγκατάλειψη με την συνδρομή του χρόνου επισπεύδουν την ερήμωσή τους.
Σε αυτά τα παραθύρια που φθίνουν εκτεθειμένα στην βροχή και τον αέρα, νιώθεις γνώριμες θολές μορφές να σε κοιτούν διαβαίνοντας το καλντερίμι.
Κοιτάς αυτά τα σπίτια και σκέφτεσαι ότι κάποτε αυτά τα ερείπια έσφυζαν από ζωή, από παιδικές φωνές, γέλια και κλάματα. Από ακούσματα ονομάτων που κάποια από αυτά σου θυμίζουν πρόσωπα που γνώρισες και πατώματα που έτριζαν στο κάθε βήμα.
Ηχούν στα αυτιά σου οι καθημερινές συζητήσεις των ανθρώπων γύρω από τα τζάκι η την ξυλόσομπα και οι μουσικές από το γραμμόφωνο με το μεγάλο χωνί.
Βλέπεις αυτές τις σάπιες πόρτες και θυμάσαι ότι τις είχε κτυπήσει κάποτε ο γαλατάς, ο παγοπώλης, ο γανωματής. Οι γείτονες δεν χρειάζονταν να τις χτυπήσουν γιατί ήταν πάντα ανοιχτές για αυτούς.
Τοίχοι γεμάτοι από οικογενειακές φωτογραφίες που έδειχναν το παρελθόν και προσδιόριζαν τον μέλλον.
Πριν γίνουν όλα αυτά τα έρημα σπίτια μια άμορφη μάζα, ξέρουν ότι το χρέος τους το έκαναν και με το παραπάνω. Τώρα τους αρκεί που κάποιοι άνθρωποι τα έκλεισαν στις καρδιές τους για πάντα.
ΥΓ: Στη φωτογραφία του κειμένου σπίτι στην παιδική μου γειτονιά.