Του Γιώργου Ατσαλάκη, Αναπληρωτή Καθηγητή Πολυτεχνείου Κρήτης - Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αύξησε πρόσφατα στο 0,5% το επιτόκιο. Η Κεντρική Τράπεζα του Ηνωμένου Βασιλείου στο 1,25% και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ στο 2,5%. Παρόλο που ΕΚΤ θέτει ως στόχο την μείωση του πληθωρισμού στο 2%, δεν είναι ξεκάθαρο πως και πότε θα επιτευχθεί. Υπάρχουν μια σειρά από αστοχίες που πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη από την ΕΚΤ για να σχεδιαστούν οι σωστές στρατηγικές αντιμετώπισης του πληθωρισμού ζήτησης και του πληθωρισμού κόστους παραγωγής.
Α) Αστοχία ανάλυσης των πραγματικών δεδομένων
Στο παρελθόν οι «εκτυπώσεις» χρήματος αλλά και τα δάνεια, παρόλο που γινόταν σε υπερβολή, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους δεν εισερχόταν στην πραγματική οικονομία αλλά διοχετευόταν σε διάφορες μορφές επενδύσεων (μετοχές, ακίνητα, κρυπτονομίσματα κλπ), με αποτέλεσμα να μην δημιουργούν άμεσα πληθωρισμό στα αγαθά ευρείας κατανάλωσης, αλλά αύξαναν μόνο τις τιμές των επενδύσεων.
Σε όλο τον κόσμο, στην περίοδο της πανδημίας, οι κεντρικές τράπεζες «εκτύπωσαν» πάνω από $8 τρις τα οποία σε αντίθεση με το παρελθόν, χρηματοδότησαν τα κρατικά ελλείματα, τα οποία εκτοξεύτηκαν σε αδικαιολόγητα ύψη. Επίσης εκτόξευσαν το δημόσιο χρέος των χωρών για πρώτη φορά στο 75% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Τα χρήματα αυτά όμως εισήλθαν στην πραγματική οικονομία μέσω επιδοτήσεων κλπ., και δημιούργησαν πληθωρισμό ζήτησης σε ευρείας κατανάλωσης αγαθά πολύ πριν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η άνοδος των τιμών στην ενέργεια επήλθε από το 2021 από την τεράστια ζήτηση φυσικού αερίου εξ αιτίας του ελλιπούς σχεδιασμού στην μετάβαση προς την πράσινη ενέργεια, καθώς οι ποσότητες ενέργειας που αποσύρθηκαν δεν καλύφθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος, από τις ανανεώσιμες πηγές αλλά από το φυσικό αέριο. Παράλληλα, συνυπάρχει ο πληθωρισμός κόστους παραγωγής ο οποίος δημιουργήθηκε κυρίως εξ αιτίας των υψηλών τιμών της ενέργειας και της έλλειψής επενδύσεων στην παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου που θα μπορούσαν να αυξήσουν την παραγωγή.
Η ΕΚΤ τράπεζα δεν έχει ακόμα καταλάβει ότι η αύξηση της προσφοράς παίζει σήμερα σημαντικό ρόλο για να μειωθούν οι τιμές.
Όσο τα πραγματικά δεδομένα δεν λαμβάνονται υπόψη, τόσο οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη θα αστοχούν. Έτσι ο πληθωρισμός συνεχίζει να αυξάνεται και να εκπλήσσει δυσάρεστα τις αγορές καθώς φαίνεται ότι θα εδραιωθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα όπως συνέβη τις δεκαετίες του ’70 και ’80.
Β) Αστοχία στις προβλέψεις
Οι αρχικές προβλέψεις ότι ο πληθωρισμός οφείλεται στην πανδημία, και θα αποκατασταθεί με την επαναλειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας, διαψεύστηκαν. Τέτοιες προβλέψεις απορρίφθηκαν γρήγορα και σωστά ως μη ρεαλιστικές από ένα ευρύ φάσμα οικονομολόγων, αναλυτών της αγοράς. Μεγαλύτερη σημασία έχουν οι αστοχίες στις προβλέψεις για την ανάπτυξη, όπου πολλές οικονομίες δείχνουν σημάδια επιβράδυνσης, και ίσως σύντομα θα φλερτάρουν με την ύφεση.
Γ) Αστοχία στην απόκριση
Η έλλειψη μηχανισμού δράσης εκ των προτέρων καθυστερεί την κατάλληλη και έγκαιρη απόκριση για την αποσόβηση των συνεπειών των κρίσεων. Η ΕΕ μας έχει συνηθίσει να κάνει μεταρρυθμίσεις μόνο μετά την εμφάνιση μιας κρίσης και αφού «νιώσουμε» τις δυσμενείς επιπτώσεις της. Η εκ των υστέρων παρέμβαση δημιουργεί αντιευρωπαϊκά συναισθήματα, υποσκάπτει την συνοχή των κρατών αλλά και το διεθνή ρόλο της Ε.Ε.
Κανείς δεν θέλει διοικητικούς μηχανισμούς που δεν αντιδρούν έγκαιρα και σοφά. Η καθυστερημένη άνοδο των επιτοκίων σε σχέση με τις άλλες οικονομίες εγκυμονεί τον κίνδυνο να είναι πλέον αργά να τιθασευτεί, τουλάχιστον, ο πληθωρισμός που οφείλεται στην ζήτηση λόγω υπερβάλλουσας ποσότητας χρήματος. Από την στιγμή που εγκαταλείφθηκε η θέση ότι πληθωρισμός θα μειωθεί μετά την πανδημία θα έπρεπε να υπάρξει πιο δυναμική δράση.
Δ) Αστοχία στην επικοινωνία
Η ΕΚΤ πρέπει να είναι πιο απλή και κατανοητή στην επικοινωνία της, διαγράφοντας ξεκάθαρα την πορεία που θα ακολουθήσει για να τιθασεύσει τόσο τον πληθωρισμό ζήτησης όσο και τον πληθωρισμό κόστους παραγωγής. Πρέπει να είναι ξεκάθαρη για την μελλοντική πορεία των επιτοκίων και ότι θα εξακολουθήσει να βασίζεται σε πραγματικά στοιχεία για να βοηθήσει στην εκπλήρωση του στόχου για πληθωρισμό 2% μεσοπρόθεσμα. Στο πλαίσιο του σχεδιασμού της πολιτικής της, θα πρέπει να αξιολογήσει διάφορες επιλογές για την απόσυρση της πλεονάζουσας ρευστότητας που διακρατείται χωρίς να οδηγήσει τις οικονομίες της σε σημαντική επιβράδυνση ή ύφεση.
Η μη αντιμετώπιση των παραπάνω αστοχιών θα στερεί από την ΕΚΤ την αξιοπιστία που απαιτείται ώστε να λειτουργεί σαν θεσμός που μπορεί να αντιμετωπίσει την ανάκαμψη από την πανδημία, την μείωση των ανισοτήτων, την αποτροπή στις πιέσεις των ομολόγων των υπερχρεωμένων χωρών, συμπεριλαμβανομένης και τις χώρας μας.
Η έλλειψη μέτρων για την αύξηση της παραγωγής, κυρίως στην ενέργεια, για να τιθασευτεί και ο πληθωρισμός κόστους παραγωγής θα οδηγήσει στον στασιμοπληθωρισμό, το 2024, ο οποίος θα εξασθενεί την αγοραστική δύναμη των πολιτών, θα εξασθενεί την ζήτηση, θα δημιουργεί ανεργία, θα βλάπτει την κερδοφορία των επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να μην προβαίνουν σε νέες επενδύσεις την στιγμή που χρειάζεται αύξηση της παραγωγής μέσω της αύξησης των επενδύσεων.
Ο Στασιμοπληθωρισμός σημαίνει ότι οι τιμές αυξάνονται, αλλά η ζήτηση αποδυναμώνεται και η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνεται, συρρικνώνεται ή γίνεται αρνητική και εμφανίζεται ανεργία. Οι λιγότερες προσφερόμενες ποσότητες αγαθών θα διατίθενται σε ακριβότερες τιμές τόσο στην ενέργεια όσο και στα τρόφιμα. Τα κοινωνικά στρώματα με περιορισμένο εισόδημα θα πλήττονται περισσότερο και θα αντιδράσουν πρώτα, διότι ο πληθωρισμός αναδιανέμει τα εισοδήματα σε βάρος των φτωχότερων στρωμάτων.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο πληθωρισμός υποτιμήθηκε και δεν ελέγχθηκε εγκαίρως από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ. Η κατάσταση έγινε πιο δύσκολη το 1973, μετά το αραβικό εμπάργκο πετρελαίου που οδήγησε σε δραστική άνοδο των τιμών ενέργειας και του συνολικού πληθωρισμού. Ακόμη κι όταν αύξησε τα επιτόκια, ωθώντας την οικονομία σε σοβαρή ύφεση το 1974-75, ο πληθωρισμός και η ανεργία δεν υποχώρησαν στα επίπεδα της προηγούμενης δεκαετίας. Ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του 1970 τελείωσε με καταστροφικό τρόπο, οδηγώντας τα επιτόκια στο 20%, το 1981, προκαλώντας ύφεση και διψήφια ανεργία.