Η Ελλάδα αποτελεί σημαντική δύναμη στον τουρισμό, με ουσιαστικά έσοδα, αλλά αντιμετωπίζει προκλήσεις όπως ο υπερτουρισμός, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από οικονομικότερες χώρες και η κλιματική αλλαγή. Σε αυτή τη συγκυρία, θα ήταν σκόπιμο να εξετάσουμε αν ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης ως χώρα, βασισμένο στην καινοτομία, τις νεοφυείς επιχειρήσεις και τους τεχνοβλαστούς, μπορεί να προσφέρει πιο βιώσιμες λύσεις για το μέλλον;
Η καινοτομία, ως έννοια στην Ελλάδα ακούγεται συχνά και σχεδόν αυτονόητα συνδέεται με την τεχνολογία και την επιστήμη. Όμως, είναι άραγε η καινοτομία μόνο υπόθεση των ερευνητικών εργαστηρίων και των πολυεθνικών εταιρειών; Ενδεχομένως μια διαφορετική προσέγγιση να επέτρεπε τη διάχυση της σε κάθε επίπεδο της κοινωνίας, από την εκπαίδευση μέχρι την καθημερινότητά μας, επιτυγχάνοντας κατά ένα τρόπο έναν ιδιότυπο «εκδημοκρατισμό» της.
Η καινοτομία δεν είναι απαραίτητα το αποτέλεσμα εξειδικευμένης επιστημονικής έρευνας. Μπορεί να προκύψει από την παρατήρηση της αγοράς, από τις ίδιες τις ανάγκες της κοινωνίας. Η ακούσια αφομοίωση ερεθισμάτων και η ασυνείδητη επεξεργασία τους μπορεί να οδηγήσει σε μια εφεύρεση, μια επίλυση ενός προβλήματος ή μια εξοικονόμηση. Σε πολλές περιπτώσεις καινοτομίες ερευνητικών εργαστηρίων απομονώνονται σε ακαδημαϊκά μονοπάτια και αποτυγχάνουν να επιτύχουν κοινωνικό αντίκτυπο. Ο εκδημοκρατισμός της καινοτομίας θα έδινε σε όλους τη δυνατότητα να συμμετέχουν στη δημιουργία νέων ιδεών, απελευθερώνοντας κοινωνικές δυνάμεις και εκτός ακαδημαϊκών χώρων.
Αυτό, βέβαια, θα απαιτούσε και έναν επαναπροσδιορισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, ίσως μια νέα προσέγγιση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπου η δημιουργικότητα και η σύνδεση με την οικονομία θα έπαιζαν πιο κεντρικό ρόλο, και όπου η αποτυχία θα διδάσκονταν ως ευκαιρία δημιουργίας και δε θα εκλαμβάνονταν ως καταστροφή. Παράλληλα όμως ο ρόλος των πανεπιστημίων παραμένει σημαντικός. Εκεί όπου γεννιούνται πολλές νέες ιδέες, η σύνδεση με την αγορά είναι κρίσιμη και η γνώση για επιχειρηματικότητα το εχέγγυο, ώστε σημαντικά επιτεύγματα να μπορούν να επιφέρουν άμεσο κοινωνικό αντίκτυπο. Αυτό προϋποθέτει πως τα πανεπιστήμια θα αναβαθμίσουν την αποστολή τους και δεν θα περιορίζονται μόνο σε έρευνα και διδασκαλία. Εκτός από την διδασκαλία και την έρευνα που θα πρέπει να παραμείνει ο πυρήνας τους, η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας θα τα καταστήσει κέντρα εξωστρέφειας, όπου οι ιδέες δε θα αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να παραμείνουν θεωρητικές, αλλά θα βρίσκουν εφαρμογή στην πραγματική ζωή με ταχύτερο τρόπο.
Ένα άλλο σημείο προβληματισμού είναι η σχέση μεταξύ της έρευνας και της πραγματικής οικονομίας. Συχνά, οι δύο αυτοί κόσμοι φαίνεται να ζουν παράλληλα, χωρίς να αλληλεπιδρούν ουσιαστικά. Αν, όμως, οι ερευνητές υιοθετήσουν μια κουλτούρα εμπορικής ανάπτυξης και οι επιχειρηματίες μάθουν να συνεργάζονται με τον ακαδημαϊκό κόσμο, το χάσμα αυτό μπορεί να γεφυρωθεί. Παράλληλα η εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στη χρηματοδότηση της έρευνας θα μπορούσε να φέρει νέες δυνατότητες, ιδιαίτερα αν ενισχυθούν τα κίνητρα προς αυτή την κατεύθυνση.
Αυτό που αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση είναι ο μηχανισμός με τον οποίο κοινωνίες υποδέχονται την καινοτομία και παραμένουν σε επαφή με τις εξελίξεις. Στην πραγματικότητα, ζούμε σε μια εποχή όπου η συνεχής αλλαγή είναι η μόνη σταθερά. Επαγγέλματα που δεν υπάρχουν σήμερα, θα είναι κοινά στο άμεσο μέλλον. Άρα, το ερώτημα είναι πώς προετοιμαζόμαστε συνολικά για αυτό. Απαραίτητη είναι η συνεχής επιμόρφωση και η εκπαίδευση με έμφαση στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Μια κοινωνία σε σύνδεση και επαφή με τις καινοτομικές εξελίξεις αντιλαμβάνεται καλύτερα την επίδραση της τεχνολογίας, από την οικονομία και την κοινωνία μέχρι την ίδια τη δημοκρατία και θωρακίζεται από κινδύνους.
Η τεχνολογία που αλλάζει τον κόσμο είναι αυτή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από όλους, χωρίς την ανάγκη εξειδικευμένων γνώσεων. Αλλά έχουν όλοι πρόσβαση σε αυτήν; Η διαφορά στο μορφωτικό επίπεδο δημιουργεί ανισότητες στην ταχύτητα και την ποιότητα πρόσβασης. Παράλληλα, η τεχνητή νοημοσύνη φέρνει νέες προκλήσεις για τη δημοκρατία, από τη διαχείριση των προσωπικών δεδομένων μέχρι την παραπληροφόρηση. Σε αυτό το σημείο η σημασία της εκπαίδευσης και της ισότιμης πρόσβασης στις νέες τεχνολογίες, προκειμένου να αποφευχθούν κίνδυνοι χειραγώγησης της κοινής γνώμης και περιορισμού της ελευθερίας του ατόμου, παίρνουν ακόμα πιο κρίσιμο χαρακτήρα.
Όλα αυτά, όμως, δεν είναι θεωρητικά ζητήματα και δεν αποτελούν γενικές συζητήσεις για μελλοντικό προβληματισμό. Έχουν άμεσο αντίκτυπο στην οικονομία και την ευημερία των πολιτών. Στα αρνητικά, λαοί χειραγωγούνται και εκλογικά αποτελέσματα αλλοιώνονται από τη διάχυση ψευδών πληροφοριών μέσω σύγχρονων μέσων κοινωνικής δικτύωσης και αλγορίθμων. Από την άλλη όμως, η αύξηση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, για παράδειγμα, μπορεί να ενισχύσει σημαντικά το ΑΕΠ, ενώ πρακτικές όπως η τηλε-ιατρική, η τηλε-υγεία και τηλε-φροντίδα μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής, προσφέροντας ίσες ευκαιρίες υγειονομικής περίθαλψης σε απομακρυσμένες περιοχές, αποσυμφορίζοντας τα νοσοκομεία, μειώνοντας παράλληλα τα κόστη και τα βάρη στον τομέα της υγείας με τους εξαιρετικά περιορισμένους πόρους.
Συμπερασματικά, η καινοτομία έχει τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσει όχι μόνο την οικονομία, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν και αντιμετωπίζουν σύγχρονές προκλήσεις οι κοινωνίες συνολικά. Η εκδημοκρατισμένη πρόσβαση στην τεχνολογία και η σύνδεση της έρευνας με την αγορά αποτελούν βασικά στοιχεία για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης και αντιμετώπισης σοβαρών κινδύνων όπως οι πανδημίες ή η κλιματική αλλαγή.
Ωστόσο, η επιτυχία αυτής της προσπάθειας εξαρτάται από την προσαρμοστικότητα της εκπαίδευσης και τη διασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους. Ταυτόχρονα, οι προκλήσεις που σχετίζονται με την τεχνολογία, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η παραπληροφόρηση, απαιτούν προσεκτική διαχείριση για να διασφαλιστεί ότι η καινοτομία λειτουργεί υπέρ της κοινωνίας, αντί να τη διχάζει. Η απελευθέρωση δυνάμεων που καινοτομούν από κάθε πτυχή της αγοράς, και διαφορετικές κοινωνικές ομάδες μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο προόδου και ευημερίας για όλους.