Παρά τις αποκαλύψεις των τελευταίων εβδομάδων, η συζήτηση για τις διαστάσεις της παιδικής κακοποίησης αλλά και της αποτυχίας του κράτους να προστατεύσει τα θύματα δεν περιορίζεται στην Ελλάδα.
Πριν από περίπου δυο εβδομάδες, επικοινώνησαν μαζί μου εκπρόσωποι του Ιρλανδικού Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών με αφορμή τη δημοσίευση της ανεξάρτητης έκθεσης 2.865 σελίδων για την ιστορική και θεσμική κακοποίηση βρεφών και μητέρων σε ιρλανδικά ιδρύματα «προστασίας».
Με τους κοινωνικούς λειτουργούς της Ιρλανδίας διατηρώ τακτική επαφή, έπειτα από την παρουσίαση σε παγκόσμιο συνέδριο του Δουβλίνο το 2018, συγκριτικής μου μελέτης για τη θεσμική αποτυχία συστημάτων παιδικής προστασίας να ανιχνεύσουν ή να αντιμετωπίσουν την ενδο-ιδρυματική κακοποίηση.
Στην πρόσφατη συνάντησή μας, συζητήσαμε εκτενώς ποια θα έπρεπε να είναι η αντίδραση του συνδέσμου απέναντι στις συγκλονιστικές αποκαλύψεις για την βαρβαρότητα και βιαιότητα που βίωσαν ευάλωτες μητέρες και τα παιδιά τους στο πλαίσιο του Ιρλανδικού συστήματος κοινωνικής «προστασίας».
Εκτιμάται πως από το 1922 μέχρι το 1998 πάνω από 56.000 μητέρες (πολλές ανήλικες οι ίδιες) και τα παιδιά τους γνώρισαν τη φρίκη και τη βιαιότητα των τιμωρητικών αυτών ιδρυμάτων, ενώ περίπου 9.000 βρέφη πέθαναν πρόωρα σε συνθήκες θεσμικής παραμέλησης.
Το κράτος, το πλέγμα κοινωνικής προστασίας και αναπόφευκτα οι επαγγελματίες υγείας και πρόνοιας, είχαν αποτύχει με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο να προστατεύσουν τους ευάλωτους συμπολίτες τους.
“Ήδη οι Ιρλανδοί κοινωνικοί λειτουργοί έχουν πάρει την απόφαση να αναγνωρίσουν δημόσια τις ιστορικές ανεπάρκειες του συστήματος πρόνοιας”
Η θέση που μοιράστηκα με τους εκπροσώπους των κοινωνικών λειτουργών της Ιρλανδίας ήταν πως θα έπρεπε ο σύνδεσμος να πρωτοστατήσει στην προσπάθεια περαιτέρω διερεύνησης το θεμάτων που αναδείχτηκαν και, σε συνεργασία με τις ομάδες επιβιωσάντων, να διεκδικήσει την υλική και ηθική δικαίωσή τους.
Εκτός από εμένα, οι Ιρλανδοί κοινωνικοί λειτουργοί απευθύνθηκαν σε νομικό σύμβουλο αλλά και σε γραφείο δημοσίων σχέσεων. Μόνο το γραφείο δημοσίων σχέσεων έδειξε να διατηρεί επιφύλαξη με τις προτάσεις δίνοντας προτεραιότητα στην διαφύλαξη της δημοσίας εικόνας του επαγγέλματος.
Ευτυχώς αυτή η άποψη δεν εισακούστηκε και ήδη οι Ιρλανδοί κοινωνικοί λειτουργοί έχουν πάρει την απόφαση να αναγνωρίσουν δημόσια τις ιστορικές ανεπάρκειες του συστήματος πρόνοιας, να αναπτύξουν δράσεις υποστήριξης των θυμάτων και από κοινού με τις οργανώσεις επιβιωσάντων να ασκήσουν πολιτική πίεση προς την κατεύθυνση της υλικής, ψυχολογικής και κοινωνικής αποκατάστασης τους.
Να σημειώσουμε εδώ, πως η Ιρλανδική κυβέρνηση έχει ήδη ζητήσει δημόσια συγνώμη και έχει συμβολικά αναλάβει την ευθύνη για τις συνθήκες φρίκης που βίωσαν χιλιάδες ευάλωτοι πολίτες.
Το ζητούμενο είναι να μετακινηθούμε από τη σφαίρα του συμβολικού στη σφαίρα του ουσιαστικού.
Περίπου την ίδια περίοδο, στο άλλο γεωγραφικά άκρο της Ευρώπης, την Ελλάδα, άρχισαν να ενδυναμώνονται οι φωνές θυμάτων σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης σε χώρους άθλησης, ψυχαγωγίας και εργασίας.
Σχεδόν όλες οι καταγγελίες αφορούν περιπτώσεις όπου οι δράστες εκμεταλλεύτηκαν τη θέση εξουσίας και ισχύος που διέθεταν ώστε να προσβάλλουν, παρενοχλήσουν και βιάσουν τα θύματά τους.
“Το σύστημα παιδικής προστασίας όχι μόνο συγκροτήθηκε σε μια ιστορικά και επιστημονικά αμφιλεγόμενη βάση αλλά ακόμα και όταν πιο πρόσφατα οι ιστορικές ανεπάρκειες αποκαταστάθηκαν μερικώς, οι επαγγελματίες πρόνοιας βίωσαν συνθήκες οικονομικού στραγγαλισμού των υπηρεσιών τους”
Ένα σημαντικότατο μέρος των περιστατικών αφορά επιθέσεις σε ανήλικες και ανήλικους, ενώ δημοσιεύθηκαν στον τύπο καταγγελίες για πιθανή κακοποίηση παιδιών προσφύγων που διέμεναν σε δομές φιλοξενίας.
Η διεθνής εμπειρία αναδεικνύει πως οι συνθήκες κακοποίησης παιδιών, την ακεραιότητα και ασφάλεια των οποίων θα έπρεπε να εγγυάται η κοινωνία και το κράτος, ευνοούνται από τα παρακάτω:
ελλειμματικές υπηρεσίες παιδικής προστασίας
έμμεση ή άμεση ιδιωτικοποίηση δομών του κράτους πρόνοιας
αδιαφάνεια
ανεπάρκειά μηχανισμών λογοδοσίας και
κουλτούρα συγκάλυψης.
Δυστυχώς στην Ελλάδα φαίνεται να ενυπάρχει ολόκληρο το μείγμα των στοιχείων αυτών που ευνοούν τη διάπραξη και συγκάλυψη κακοποιητικών, προς ευάλωτα άτομα και ομάδες, συμπεριφορών.
Το σύστημα παιδικής προστασίας όχι μόνο συγκροτήθηκε σε μια ιστορικά και επιστημονικά αμφιλεγόμενη βάση (βλ παράνομες υιοθεσίες, στιγματισμός ανύπαντρων μητέρων, «παιδοφύλαγμα» κλπ) αλλά ακόμα και όταν πιο πρόσφατα οι ιστορικές ανεπάρκειες αποκαταστάθηκαν μερικώς, οι επαγγελματίες πρόνοιας βίωσαν συνθήκες οικονομικού στραγγαλισμού των υπηρεσιών τους.
Ένα μεγάλο τμήμα ευθύνης του κράτους μεταφέρθηκε με συνοπτικές και όχι πάντα διαφανείς διαδικασίες, σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς.
“Η δικαιοσύνη όμως παρεμβαίνει αφού η καταστροφή έχει ήδη συντελεστεί. Το σύστημα δικαιοσύνης λειτουργεί με διαδικασίες χρονοβόρες και απρόσωπες, που σε μεγάλο βαθμό ενέχουν και το ρίσκο επανατραυματισμού του θύματος.”
Οι οργανισμοί αυτοί αντί να ασκούν έλεγχο στην εκτελεστική εξουσία, ως εκπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών, βρέθηκαν οι ίδιοι να υποκαθιστούν το κράτος με όρους μεγαλοεργοδότη. Αυτό συντέλεσε, ηθελημένα ή άθελα, και στην καλλιέργεια μιας κουλτούρας αδιαφάνειας και έλλειψης λογοδοσίας.
Σύμφωνα με τις τρέχουσες στατιστικές, σε αρκετές περιφέρειες της χώρας αντιστοιχεί μια κοινωνική λειτουργός για πάνω από τριάντα χιλιάδες κατοίκους.
Επομένως η δυνατότητα συστηματικής πρόληψης της κακοποίησης είναι συντριπτικά υπονομευμένη από το ίδιο το κράτος.
Ελλείψει συστήματος πρόνοιας και παιδικής προστασίας, αυτό που απομένει ως τελικό εργαλείο είναι η παρέμβαση της δικαιοσύνης.
Η δικαιοσύνη όμως παρεμβαίνει αφού η καταστροφή έχει ήδη συντελεστεί. Το σύστημα δικαιοσύνης, απαραίτητο και σημαντικότατο καθώς είναι, λειτουργεί δυστυχώς με διαδικασίες χρονοβόρες και απρόσωπες, που σε μεγάλο βαθμό ενέχουν και το ρίσκο επανατραυματισμού του θύματος.
Είναι ακριβώς για αυτό το λόγο που η παραίνεση «όποιος έχει στοιχεία να πάει στον εισαγγελέα» μπορεί να ηχεί ως απειλή στα αυτιά των θυμάτων.
“Οφείλει η κυβέρνηση να αποδεχθεί τη διεξαγωγή μιας ανεξάρτητης, διαφανούς, εκτεταμένης και οργανωμένης έρευνας...Οι στόχοι αυτής της ανεξάρτητης έρευνας θα είναι να γίνει κατανοητή η λειτουργία και οι δυναμικές της κουλτούρας συγκάλυψης..”
Παράλληλα η παραγραφή αδικημάτων μετά από την παρέλευση ορισμένου χρόνου, σημαίνει πως πολλά από τα καταγγελλόμενα περιστατικά δεν μπορούν να διερευνηθούν ούτε στο πλαίσιο του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας αλλά ούτε και αυτού της δικαιοσύνης.
Το πιο καταστροφικό σενάριο από αυτά που ανοίγονται μπροστά μας είναι το εξής: Η δημόσια συζήτηση μετατοπίζεται αποκλειστικά στη σκανδαλοθηρία, η έμφαση δίδεται σε μεμονωμένα «διαταραγμένα» και επικίνδυνα άτομα υψηλού προφίλ, το κράτος υποκρίνεται πως όλα είναι καλώς καμωμένα και δεν υπάρχει πολιτική ευθύνη, τέλος δεν αποδίδεται καμία έμφαση στις ιστορικές και σύγχρονες ανεπάρκειες του συστήματος παιδικής προστασίας.
Το παραπάνω σενάριο όχι μόνο δε προστατεύει τα θύματα αλλά αγνοεί τις δομικές υστερήσεις του πολιτικού συστήματος μας και ανοίγει την πόρτα στην ατιμωρησία, σκανδαλοθηρία και τον λαϊκισμό της ακροδεξιάς.
Όπως και στην περίπτωση της Ιρλανδίας, του Καναδά, της Αυστραλίας και της Mεγάλης Βρετανίας, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα φρικτό, τραυματικό και σύνθετο ζήτημα που έχει όμως μακρές, ιστορικές και κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις.
Η προσταγή «όποιος έχει στοιχεία, στον εισαγγελέα», ακούγεται σχεδόν ακυρωτική για τα θύματα, τις οικογένειές τους αλλά και όσους γνωρίζουν.
Παράλληλα με τη δικαστική διερεύνηση, την οποία φυσικά και υποστηρίζουμε, οφείλει η κυβέρνηση να αποδεχθεί τη διεξαγωγή μιας ανεξάρτητης, διαφανούς, εκτεταμένης και οργανωμένης έρευνας που θα δημιουργήσει χώρους εμπιστοσύνης και ασφάλειας ώστε τα θύματα αλλά και οι εργαζόμενοι στο χώρο της πρόνοιας, του πολιτισμού και αθλητισμού να μιλήσουν.
Οι στόχοι αυτής της ανεξάρτητης έρευνας θα είναι να ακουστούν οι εμπειρίες των ανθρώπων που βίωσαν την κακοποίηση (ακόμα και αν και η ποινική διάσταση έχει παραγραφεί), να γίνει κατανοητή η λειτουργία και οι δυναμικές της κουλτούρας συγκάλυψης, να καταγραφούν οι ανεπάρκειες των φορέων που έχουν την ευθύνη προστασίας των παιδιών και ευάλωτων πολιτών και παράλληλα να εκκινήσει ο δημόσιος διάλογος για τον τρόπο με τον οποίο ως κοινωνία και κράτος θα διασφαλίσουμε πως οι φριχτές αυτές ιστορίες δε θα επαναληφθούν.
Με αυτό τον τρόπο θα συμβάλλουμε ώστε το συνταρακτικό #MeToo να συντελέσει ώστε να διασφαλιστεί το συλλογικό #NeverAgain.
Ο Βασίλης Ιωακειμίδης είναι Επίτροπος Παιδείας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κοινωνικών Λειτουργών, Καθηγητής Ιστορικής και Συγκριτικής Κοινωνικής Εργασίας