Μία καλοστημένη επιχείρηση έχουν στήσει τα μέλη σπείρας κακοποιών από τη Ρουμανία, τα οποία δρουν σε διάφορες χώρες και «χτύπησαν» και στην Αθήνα τον Αύγουστο του 2023. Τα στελέχη του Τμήματος Δίωξης Εγκλημάτων Κατά Ιδιοκτησίας κατάφεραν να ταυτοποιήσουν έναν από τους εμπλεκόμενους, 43 ετών, και να εκδώσουν σε βάρος του διεθνές ένταλμα σύλληψης.
Η μέθοδος, που χρησιμοποιούν, ονομάζεται RIP DEAL και αυτήν ακολούθησαν και στην περίπτωση ενός Αθηναίου κοσμηματοπώλη. Τα μέλη της συμμορίας αρχικά εντόπιζαν σε εξειδικευμένες ιστοσελίδες, μέσω των οποίων πραγματοποιούνται αγοραπωλησίες πολυτελών ειδών και κοσμημάτων στη διεθνή αγορά, τα αντικείμενα τα οποία τους ενδιέφεραν.
Στη συνέχεια προσέγγιζαν τους πωλητές και ακολούθως επιδίωκαν συνεχή επικοινωνία μαζί τους, αποσκοπώντας με αυτό τον τρόπο να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους. Μάλιστα, τα μέλη της εγκληματικής ομάδας για να γίνουν ακόμη πιο πειστικά στα υποψήφια θύματά τους, δεν εμφανιζόντουσαν ως απλοί εργαζόμενοι αλλά ως επιχειρηματίες με υψηλό κοινωνικό και επαγγελματικό «status».
Χαρακτηριστικό της προσήλωσης και της έρευνας που είχαν κάνει, αποτελεί το γεγονός ότι χρησιμοποιούσαν προσωπικά στοιχεία αλλά και επωνυμίες εταιρειών, τα οποία σε περίπτωση που κάποιος πωλητής αναζητούσε στο διαδίκτυο, θα επιβεβαίωνε την ύπαρξή τους, κερδίζοντας με αυτό τον τρόπο περαιτέρω την εμπιστοσύνη τους.
Ακολούθως, αφού οι δράστες κατέληγαν σε μια αρχική συμφωνία με τους πωλητές, κανόνιζαν μια δια ζώσης συνάντηση με σκοπό να ελέγξουν τα προς πώληση αντικείμενα, πλην όμως ο έλεγχος αυτός δεν πραγματοποιούνταν από τους ίδιους που είχαν επωμιστεί τη διαδικασία προσέγγισης και επικοινωνίας με τον πωλητή αλλά από «εξειδικευμένους» εκτιμητές (έτερα μέλη της οργάνωσης), δίνοντας με αυτό τον τρόπο έναν τυπικό και επίσημο χαρακτήρα στην όλη διαδικασία.
Ο 43χρονος από τη Ρουμανία έκλεισε το ραντεβού με τον ιδιοκτήτη κοσμηματοπωλείου - ενεχυροδανειστηρίου σε ξενοδοχείο επί της οδού Αθηνάς, τον Αύγουστο του 2023. Εκεί εκτέθηκαν τα προς πώληση αντικείμενα και συγκεκριμένα: δύο επώνυμα γυναικεία κολιέ, τέσσερα επώνυμα ανδρικά ρολόγια και ένα χρυσό δαχτυλίδι.
Ο 43χρονος, κατά τη συνάντηση, συστήθηκε ως εκτιμητής και όχι ως ο απ’ ευθείας αγοραστής. Αφού υπήρξε συμφωνία μεταξύ του επιχειρηματία και του 43χρονου από τη Ρουμανία, ο τελευταίος προέβη στην τοποθέτηση όλων των αντικειμένων εντός χάρτινης συσκευασίας με σκοπό να τα αποθέσει σε θυρίδα που υπήρχε στο ξενοδοχείο. Στη συνέχεια, ο δράστης αποχώρησε προσωρινά, με το πρόσχημα ότι θα επανέλθει εντός ολίγου χρόνου φέρνοντας το ποσό που είχε συμφωνηθεί για την αγοραπωλησία των κοσμημάτων.
Με την παρέλευση αρκετής ώρας και δεδομένου ότι ο «αγοραστής - εκτιμητής» δεν επέστρεψε, όπως είχε συμφωνηθεί, ο επιχειρηματίας - θύμα άρχισε να υποπτεύεται ότι κάτι δεν πάει καλά και για το λόγο αυτό αποφάσισε να ανοίξει το πακέτο που είχαν τοποθετήσει εντός της θυρίδας. Μετά το άνοιγμα της συσκευασίας, το θύμα διαπίστωσε πως δεν υπήρχε κανένα από τα δικά του κοσμήματα, ενώ στο φάκελο βρέθηκαν άλλα ψευδοκοσμήματα μικρής αξίας.
Κατόπιν τούτων, ο επιχειρηματίας διαπίστωσε πως η συσκευασία με τα δικά του κοσμήματα αντικαταστάθηκε με μία άλλη, διαδικασία την οποία εκτέλεσε ο 43χρονος, χωρίς ωστόσο να γίνει αντιληπτός από εκείνον.
Η συνολική χρηματική αξία των αφαιρεθέντων αντικειμένων ανέρχεται στις 243.400 ευρώ.
Τα στελέχη του «Οργανωμένου» πραγματοποίησαν επαφή με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές διωκτικές και αστυνομικές Αρχές, ενώ υπήρξε η σχετική ανταλλαγή πληροφοριών. Σύμφωνα με αυτές, διακριβώθηκαν τα πλήρη στοιχεία του 43χρονου, έγινε ταύτιση των αποτυπωμάτων του μέσω της βάσης δεδομένων «PRUM».
Παράλληλα, πραγματοποιήθηκε και σύγκριση των παρεχόμενων από τα ξένα κράτη φωτογραφιών με τα σχετικά στιγμιότυπα που εξήχθησαν από το κλειστό κύκλωμα εικονοσκόπησης του ξενοδοχείου, όπου έλαβε χώρα η κλοπή, οδηγώντας με απόλυτη βεβαιότητα στην ταύτισή του.
Σύμφωνα με την αστυνομική έρευνα, την ημέρα της κλοπής ο 43χρονος φαίνεται να διέφυγε από τη χώρα μας μέσω συνοριακού σταθμού των Ευζώνων οδηγώντας πολυτελές Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο.
Ο 43χρονος έχει απασχολήσει για παρόμοια αδικήματα από το 2003 τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Ιταλία και τη Γερμανία.