Η εικόνα που έχει ο μέσος μορφωμένος Έλληνας για τα γεγονότα της Κατοχής και της Αντίστασης - με εξαίρεση ίσως τους επιζώντες σήμερα κατοίκους τότε της Πελοποννήσου και τους απογόνους τους – και ιδιαίτερα για την περίοδο 1943-1944, έχει διαμορφωθεί μέσα στο κλίμα της ιστοριογραφικής πολιτικής ορθότητας που εγκαταστάθηκε στον δημόσιο λόγο – κοινό και ακαδημαϊκό – στην περίοδο της Μεταπολίτευσης.
Οι βασικές πηγές της εικόνας αυτής δεν είναι τόσο τα αρχεία των φορέων που εμπλέκονται στις συγκρούσεις (ούτως ή άλλως ορισμένα από τα αρχεία αυτά παραμένουν ακόμη ερμητικά κλειστά), αλλά είτε αυτοβιογραφικές περιγραφές προσώπων που είχαν εμπλακεί στις συγκρούσεις και τις ποικίλες αντιπαραθέσεις της εποχής, είτε κείμενα που βασίζονται εν μέρει σε παρόμοιες αφηγήσεις και εν μέρει σε αποσπασματικό και ειδικά επιλεγμένο για την περίσταση (και τη σκοπιμότητα) αρχειακό υλικό.
Η εικόνα που έχει επικρατήσει και συνεχίζει να διαχέεται στο ευρύ κοινό για την εποχή αυτή είναι σε γενικές γραμμές η εξής:
Στην Πελοπόννησο υπάρχουν ήδη ιταλικά κατοχικά στρατεύματα κατανεμημένα σε διάφορες πόλεις και περιοχές πριν εμφανιστούν γερμανικές δυνάμεις μεγάλης κλίμακας από το καλοκαίρι του 1943 και μετά και μέχρι το φθινόπωρο του 1944.
Οι κατοχικές δυνάμεις αντιμετωπίζονται από τον ΕΛΑΣ Πελοποννήσου από την αρχή μέχρι το τέλος της κατοχής. Ο ΕΛΑΣ, και γενικότερα οι Εαμικές οργανώσεις, είναι οι μόνες πραγματικά πατριωτικές αντιστασιακές δυνάμεις στις τάξεις των οποίων υπάρχουν ελάχιστοι κομμουνιστές, κυρίως στα ηγετικά κλιμάκια, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία αποτελείται από δημοκράτες, αγνούς πατριώτες που εντάχθηκαν εκεί λόγω της επιθυμίας τους να επιτελέσουν με τον καλύτερο τρόπο το πατριωτικό τους καθήκον, την απελευθέρωση της χώρας από τους εισβολείς.
Όλες οι υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις που εμφανίζονται στην περιοχή (οργανώσεις του Ζέρβα, ο Ελληνικός Στρατός κ.α.) όχι μόνον δεν προσέφεραν κάτι αξιόλογο στην αντίσταση, αλλά με πρόσχημα την αντίσταση και με την υποστήριξη των Άγγλων στόχευαν στη διάλυση του ΕΛΑΣ, ο οποίος επομένως αναγκάστηκε αμυνόμενος να τις διαλύσει.
Τη θέση αυτών των «εθνικιστικών» και «αντιδραστικών» οργανώσεων που συνεργάζονταν και με τους κατακτητές, αλλά όχι φανερά, πήραν αργότερα τα Τάγματα Ασφαλείας που εξοπλίζονται από τους Γερμανούς και συνεργάζονται με αυτούς για να χτυπηθεί ο ΕΛΑΣ και η αντίσταση.
Τα χτυπήματα του ΕΛΑΣ εναντίον των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας προκαλούσαν αντίποινα από τη γερμανική πλευρά και από την «αντίδραση», όπως στα Καλάβρυτα, τη Σπάρτη, την Καλαμάτα, τη Μεγαλόπολη, την Πάτρα και αλλού. Ο λαός της Πελοποννήσου αντιλήφθηκε από την αρχή ότι η μόνη πατριωτική αντιστασιακή δύναμη είναι ο ΕΛΑΣ και γι αυτό στήριξε ολόπλευρα τον αγώνα του και προσέφερε αγόγγυστα εκατόμβες μαρτύρων στο θυσιαστήριο της ελευθερίας και της πραγματικής δημοκρατίας.
Η πολυπλοκότητα και η συνθετότητα της πραγματικής εικόνας των συμβάντων στην κατεχόμενη Πελοπόννησο συνθλίβεται μέσα από αυτό το μανιχαϊκό πλαίσιο μιας πάλης των «καλών» εναντίον των «κακών», στο οποίο μάλιστα ο συμμαχικός παράγοντας - οι Βρετανοί - εντάσσεται αναμφισβήτητα ως «κακός» με προβιά «καλού», είτε επειδή εξωθεί τον ΕΛΑΣ σε έναν αντιστασιακό ακτιβισμό με αποτέλεσμα τις εκατόμβες θυμάτων από τα γερμανικά αντίποινα, είτε επειδή υποκινεί τις «αντιδραστικές» οργανώσεις, και αργότερα τα Τάγματα Ασφαλείας, σε χτυπήματα εναντίον του ΕΛΑΣ.
Η κατάσταση στην Πελοπόννησο από το καλοκαίρι του 1943 μέχρι το φθινόπωρο του 1944, όμως, είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που προβάλλεται μέσα από ένα καθόλου αναλυτικό, άκρως μεροληπτικό, ιδεολογικά και συναισθηματικά φορτισμένο πλαίσιο περιγραφής και ερμηνείας των συμβάντων, το οποίο έχει καθιερωθεί τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, παρά της ελάχιστες εξαιρέσεις που επίσης υφίστανται.
Εξαιρέσεις, όμως, που στιγματίζονται ακαριαία ως «αντιδραστικά» και «αναθεωρητικά» κείμενα όχι μόνον από εκείνους που έχουν λόγους να διαχέουν στο κοινό την επικρατούσα εικόνα, τη συμβατή με τις πολιτικές τους ιδέες και επιδιώξεις, αλλά και από εκείνους που χωρίς να έχουν κάποιο ιδιαίτερο όφελος οι ίδιοι, αισθάνονται ασφάλεια με το να προσαρμόζονται στην τρέχουσα ιστοριογραφική πολιτική ορθότητα, καθώς έτσι δεν κινδυνεύουν να «εκτεθούν» ως αποκλίνουσες φωνές. Τους τελευταίους, που δεν είναι λίγοι, τους ενδιαφέρει περισσότερο να δείξουν με ποιους είναι, παρά να γνωρίσουν τι ακριβώς συνέβη στην κατεχόμενη Πελοπόννησο.
Ένα από τα κεντρικά ερωτήματα, μεταξύ των άλλων, που παραμένουν αναπάντητα είναι και το εξής: Πώς εξηγείται η υπερδραστηριότητα των Εαμικών οργανώσεων, κυρίως του ΕΛΑΣ, στην Πελοπόννησο να διενεργεί με εξαιρετική συχνότητα, που υπερβαίνει την αντίστοιχη σε κάθε άλλη περιοχή της Ελλάδας, καταδρομικές επιθέσεις εναντίον γερμανικών στόχων, να εκτελεί συχνά αιχμαλώτους που συλλαμβάνονται στις επιθέσεις αυτές, χωρίς όμως να επιχειρεί μάχες εκ παρατάξεως με αντίστοιχα γερμανικά τμήματα;
Είναι δυνατόν να μην γνωρίζουν αυτοί που καταστρώνουν την αντιστασιακή δράση ότι κάθε τέτοια ενέργεια, ακόμη και εκείνες που από στρατιωτικής πλευράς έχουν μηδενική αξία, θα οδηγήσει την άλλη πλευρά - ανεξάρτητα από το αν η αντίδραση αυτή είναι, όπως όντως συμβαίνει, εγκληματική – σε σκληρά αντίποινα;
Γιατί απέτυχε στη συγκεκριμένη περίπτωση ένας διακανονισμός με τη γερμανική πλευρά για ανταλλαγή των αιχμαλώτων με ομήρους, όταν παρόμοιες προσπάθειες πριν αλλά και μετά από τη σφαγή των Καλαβρύτων και είχαν εκδηλωθεί και είχαν αίσια έκβαση;
Ποιο ήταν το σκεπτικό - στρατιωτικό ή πολιτικό – και η συλλογιστική που οδήγησε την ηγεσία του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου στην απόφαση της 4.12.43 να εκτελεστούν οι 75 Γερμανοί στρατιώτες που είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι σε συμπλοκή με τμήμα του ΕΛΑΣ στις 17.10.43, δηλ. περίπου δύο μήνες νωρίτερα; Δεν είχε υποψιαστεί κανείς από τους τρεις που συναποφάσισαν ότι η διαταγή αυτή, αν εκτελούνταν, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγούσε σε ακραία αντίποινα; Δεν γνώριζαν τι αρμοδιότητες είχε και πώς σκέπτεται ο στρατιωτικός διοικητής Πελοποννήσου και ταυτόχρονα διοικητής της 117 μεραρχίας Καταδρομών, φον Λε Σουίρ που βρίσκεται στην Τρίπολη ήδη από τις αρχές Ιουλίου; Ήταν επαρκές για μια τέτοια απόφαση το επιχείρημα ότι ο αγώνας απαιτεί θυσίες; Και σε τι συνίστατο ακριβώς ο αγώνας; Αγώνας αντίστασης ή αγώνας «επανάστασης»; Ή μήπως και τα δύο σε ένα;
Ο Δεκέμβριος του 1943 δεν ήταν η πρώτη φορά που τα Καλάβρυτα γίνονται αντικείμενο εκκαθαριστικής επιχείρησης. Είχε ήδη προηγηθεί η επιχείρηση των ιταλικών δυνάμεων στην περιοχή στις αρχές Σεπτεμβρίου με τον κωδικό «Χιονίστρα», όταν την ίδια περίοδο οι γερμανικές δυνάμεις πραγματοποιούσαν μια παράλληλη εκκαθαριστική επιχείρηση από την άλλη πλευρά του Χελμού με την κωδική ονομασία «Βυτίνα». Σε καμία από τις δύο δεν σημειώθηκαν εκτελέσεις αμάχων ως αντίποινα για σύλληψη ή εκτέλεση Ιταλών ή Γερμανών αιχμαλώτων, διότι τέτοιες δεν υπήρξαν.
Είναι περισσότερο από σαφές ότι αυτό που διαφοροποιεί τη γερμανική αντίδραση τον Δεκέμβριο, εκτός από τη γενικότερη σκλήρυνση των αντιμαχομένων που είχε σημειωθεί μέσα στους τρεις μήνες που μεσολάβησαν, είναι η εκτέλεση των αιχμαλώτων. Αυτό μαρτυρούν όλα τα διαθέσιμα τεκμήρια. Αυτό είναι κατά πάσα πιθανότητα και το στοιχείο που οδήγησε τον ταγματάρχη Χανς Έμπερσμπέργκερ, διοικητή του πρώτου τάγματος του 749 συντάγματος καταδρομών της 117 Μεραρχίας - του προσώπου που οργάνωσε και διεκπεραίωσε το μακελειό στα Καλάβρυτα και στα γύρω χωριά ύστερα από την τελευταία διαταγή του φον Λε Σουίρ - να αναθεωρήσει πλήρως τις απόψεις του για την αναγκαιότητα και τη χρησιμότητα των αντιποίνων, απόψεις που φαίνεται ότι είχε στις αρχές Αυγούστου του 1943, έναν μήνα από την παρουσία του στην Πελοπόννησο.
Θα συντάξει τότε μια άκρως επικριτική έκθεση για την τακτική των ιταλικών κατοχικών δυνάμεων στην νότια Πελοπόννησο να συγκροτούν κινητές μονάδες καταπολέμησης του αντάρτικου (“Kontrabanden”) και να πλήττουν αμέτοχους στα διενεργούμενα σαμποτάζ χωρικούς, αντί των πραγματικών υπευθύνων, των ανταρτών, τους οποίους δεν καταδιώκουν, αλλά αφήνουν να διαφεύγουν στις ορεινές περιοχές. Μεταξύ των άλλων στην έκθεσή του αυτή για τη δράση του κινητού λόχου καταπολέμησης παρτιζάνων του ιταλού υπολοχαγού Βιτόριο Τζιοβανέτι με έδρα τον Μελιγαλά, αφού καταγράψει μερικές σφόδρα επικριτικές παρατηρήσεις για το αξιόμαχο των ομάδων αυτών και επισημάνει ότι το βασικό τους κίνητρο είναι η λεηλασία των χωριών, σημειώνει ανάμεσα στα άλλα και τα εξής:
«Οι επιχειρήσεις [τους] στρέφονται λιγότερο εναντίον των ίδιων των συμμοριών [ανταρτών] και περισσότερο εναντίον των οικισμών και των κατοίκων τους, οι οποίοι είχαν επαφή με συμμορίες ή από τις οποίες εικάζεται ότι προέρχονται αντάρτες.
Ύστερα από τις διαπιστώσεις που έκανε το πρώτο τάγμα του 749 συντάγματος καταδρομών, έχω την εντύπωση ότι τα εντελώς άναρχα [στην τύχη] επιβαλλόμενα αντίποινα με κανέναν τρόπο δεν θίγουν τις συμμορίες, αλλά είναι πολύ κατάλληλα για τη δημιουργία νέων ανταρτών.
Χωρίς αιτιολογημένη υποψία έχουν πυρποληθεί σπίτια, πυροβολήθηκαν Έλληνες που εργάζονται στα κτήματα, σε Έλληνα που είχε τραυματιστεί και αιμορραγούσε σοβαρά απαγορεύτηκε από Ιταλό αξιωματικό η επίδεση του τραύματος, συνελήφθησαν όμηροι και τους αφαιρέθηκαν χρήματα κλπ., κάτοικοι των χωριών ξυλοκοπήθηκαν, εκλάπησαν ζώα και αγροτικά προϊόντα, κατασχέθηκαν αγροτικά εργαλεία, κατεστράφησαν κήποι.»
Αυτά τα γράφει και τα απευθύνει στους προϊσταμένους του, με την παράκληση να επιληφθούν δεόντως, ο άνθρωπος που από τις 5.12. μέχρι τις 14.12. του ίδιου έτους θα εφαρμόσει σχολαστικά διαταγές αντιποίνων με περιεχόμενο ασύγκριτα χειρότερο από αυτά που καταγγέλλει στις 5.8.1943 με την αρ. 320/43 geh. αναφορά του ως διοικητής του ίδιου τάγματος που αιματοκύλισε τα Καλάβρυτα στις 13.12.1943.
Μπορεί κανείς βάσιμα να υποστηρίξει ότι η εκτέλεση δεκάδων ανδρών του δικού του τάγματος, και μάλιστα με τον τρόπο που αυτή έγινε, δεν σχετίζεται με τη δράση του στην περιοχή αυτή, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα όσων πρέσβευε τον Αύγουστο; Αυτό δεν μειώνει στο ελάχιστο τις ευθύνες του για την απαίσια εγκληματική πράξη - άλλωστε με διαταγή του φον Λε Σουίρ αναλαμβάνει στις 10.12.43 τη διοίκηση του 749 συντάγματος καταδρομών και ταυτόχρονα τη διεύθυνση της επιχείρησης Καλάβρυτα ύστερα από τον τραυματισμό σε ατύχημα και την αποχώρηση του αντισυνταγματάρχη Βόλφινγκερ - αλλά δείχνει την πολυπλοκότητα όσων συμβαίνουν στην Πελοπόννησο εκείνη την περίοδο.
Αν κάποιος ενδιαφέρεται να γνωρίσει τι συμβαίνει όντως στην Πελοπόννησο τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής, είναι ανάγκη να εξοπλιστεί κατ’ αρχήν με αρχειακό υλικό το οποίο να σέβεται και να μην αξιοποιεί επιλεκτικά, αλλά και με ερευνητικά προσόντα, ανάμεσα στα οποία θα ξεχώριζα την συναισθηματική αποδέσμευση από τα πρόσωπα και τους οργανισμούς που συμμετέχουν στα συμβάντα, καθώς και μια στέρεη θεωρητική κατάρτιση γύρω από το φαινόμενο της σύγκρουσης, και ειδικά της εμφύλιας σύγκρουσης. Διαφορετικά η πιθανότητα να καταλήξει σε μια επικολυρική αφήγηση, χωρίς να εξηγεί τη δράση των προσώπων - και κυρίως τα κίνητρά τους - αλλά είτε να την εξωραΐζει και να την εξυμνεί, είτε να την καταγγέλλει, είναι κοντά στη βεβαιότητα.
Ειδικά από το καλοκαίρι του 1943 και μετά, η Πελοπόννησος θα γίνει μια περιοχή έντονων και διαρκών αναμετρήσεων και ένοπλων συγκρούσεων στις οποίες συμμετέχουν με διαφορετικές εν μέρει «ατζέντες» πέντε εμπλεκόμενα μέρη.
Κατ΄αρχήν οι ίδιες οι κατοχικές δυνάμεις – ιταλικές και γερμανικές από κοινού μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους και μετά τον αφοπλισμό των ιταλικών στρατευμάτων μόνο γερμανικές – οι οποίες ενδιαφέρονται πρωτίστως για τον πλήρη έλεγχο της περιοχής με κάθε μέσον, έτσι ώστε να καταστεί ανέφικτη πιθανή απόπειρα απόβασης συμμαχικών δυνάμεων στα παράλια της Πελοποννήσου. Και οι δύο κατοχικές δυνάμεις, ιδιαίτερα όμως η γερμανική, προβάλλουν τη δράση τους στην περιοχή ως διασφάλιση της τάξης και ως καταπολέμηση του κομμουνισμού.
Το ΚΚΕ, μέσω του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ πρωτίστως, αλλά και μέσω των λοιπών οργανώσεών του και δομών στην περιοχή, ενδιαφέρεται πρωτίστως για την απόκτηση και διασφάλιση πλήρους ελέγχου της Πελοποννήσου από πολιτικής και στρατιωτικής πλευράς, στα πλαίσια του προγράμματος της καθεστωτικής αλλαγής («επανάστασης») που προωθεί ήδη μέσα στην κατοχή και σχεδιάζει να ολοκληρώσει μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων.
Το σχέδιο του ολοκληρωτικού ελέγχου της Πελοποννήσου θα στερούσε από οποιαδήποτε συμμαχικά (πρωτίστως βρετανικά) στρατεύματα που θα αποβιβάζονταν στην Πελοπόννησο είτε πριν την απόσυρση των γερμανικών στρατευμάτων είτε μετά, τη δυνατότητα ενός μη ελεγχόμενου από τον ΕΛΑΣ προγεφυρώματος, έτσι ώστε η απόβαση να γίνει με όρους που δεν θα μπορούσε να επιβάλει το ΚΚΕ.
Με βάση αυτή τη λογική, η παρουσία οποιασδήποτε άλλης ένοπλης (ανταρτικής) δύναμης εκτός ΕΑΜ στην Πελοπόννησο, όπως άλλωστε και στην υπόλοιπη Ελλάδα, καθίσταται μη συμβατή με τον στόχο του απόλυτου ελέγχου της περιοχής και ακολούθως θα έπρεπε να διαλυθεί με κάθε τρόπο. Η ίδια λογική επέβαλε και την μονοπώληση της «αντίστασης» στην περιοχή, δηλαδή τις καταδρομικές επιθέσεις εναντίον μεμονωμένων γερμανικών τμημάτων, την προσβολή κινούμενων στόχων στο συγκοινωνιακό δίκτυο, την καταστροφή γεφυρών και οδικών αξόνων κ.α.
Ο προκατοχικός πολιτικός κόσμος, κυρίως παράγοντες της εξόριστης κυβέρνησης, επιδιώκει μέσω των ένοπλων τμημάτων (μη κομμουνιστικές αντιστασιακές οργανώσεις, όπως ο Ελληνικός Στρατός ή ομάδες του Ζέρβα) που επιχειρεί να στηρίξει στην Πελοπόννησο, να δηλώσει την παρουσία του ως χορηγός της αντίστασης στην περιοχή, ακυρώνοντας την επιδίωξη του ΚΚΕ να ελέγξει ολοκληρωτικά τον χώρο και να επιβάλει, με αφορμή την αντίσταση, ένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα, εκτός πλαισίου της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με το οποίο είναι εξοικειωμένος ο κόσμος αυτός και το οποίο αναμένει να αποτελέσει και μετά την κατοχή το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινείται το πολίτευμα, ανεξάρτητα από το αν αυτό μείνει βασιλευομένη ή γίνει αβασίλευτη κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτή καθ’ εαυτήν η παρουσία ένοπλων τμημάτων στην περιοχή μη ενταγμένων και μη ελεγχόμενων από τον ΕΛΑΣ δεν μπορούσε να γίνει, και δεν έγινε τελικά, ανεκτή από το ΕΑΜ, με αποτέλεσμα μέσα σε τρεις μήνες περίπου οι ομάδες αυτές να διαλυθούν με διάχυση ορισμένων στελεχών τους είτε προς τον ΕΛΑΣ, είτε προς τα Τάγματα Ασφαλείας με την οποιαδήποτε μορφή τους (π.χ. εθελοντικά ένοπλα τμήματα συνεργαζόμενα με τα στρατεύματα κατοχής στη Λακωνία και την Μεσσηνία).
Η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη, εκμεταλλευόμενη τον τρόμο που σκορπίζουν στον πληθυσμό σε όλη την Πελοπόννησο αφ΄ενός τα γερμανικά αντίποινα ως αποτελέσματα του Εαμικού τρόπου αντίστασης, και αφ’ ετέρου τα μέτρα εκκαθάρισης της «αντίδρασης» εκ μέρους του ΚΚΕ μέσω των οργανώσεών του στην περιοχή, δημιουργεί ειδικά ένοπλα σώματα που δρουν κυρίως στην Πελοπόννησο και τα οποία έχουν την αποδοχή ενός όχι μικρού τμήματος του πληθυσμού, λόγω της προστασίας που ο κόσμος αυτός ελπίζει ότι θα έχει (α) σε σχέση με τα γερμανικά αντίποινα, τα οποία ακολουθούν κάθε αντιστασιακή ενέργεια του ΕΛΑΣ ή άλλης συναφούς οργάνωσης, (β) σε σχέση με τα αντίποινα του ΕΛΑΣ ή την εφαρμογή του επαναστατικού προγράμματος «ξεπάτωμα της αντίδρασης».
Παρότι τα σώματα αυτά (Τάγματα Ασφαλείας) περιλαμβάνουν σχετικά μεγάλο αριθμό ενόπλων με σημαντική δύναμη πυρός, αρχίζουν να δρουν στην Πελοπόννησο μετά τις αρχές του 1944, δηλαδή σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία οι οργανώσεις του ΚΚΕ έχουν πετύχει τον πλήρη έλεγχο στις μη αστικές περιοχές, με αποτέλεσμα η υπεσχημένη προστασία του πληθυσμού αυτών των περιοχών τόσο από τα γερμανικά αντίποινα, όσο και από τα αντίποινα των «επαναστατικών οργανώσεων» να μην είναι πλέον ρεαλιστική.
Η συμμαχική πλευρά, και ειδικότερα η Βρετανία, κάνει την εμφάνισή της στη περιοχή μέσω ενός δικτύου σαμποτέρ και στελεχών των αντίστοιχων υπηρεσιών, με αρχικό στόχο την πρόκληση οποιασδήποτε φθοράς των κατοχικών δυνάμεων, ώστε (α) να επιτευχθεί η αγκίστρωσή τους στην περιοχή, και (β) να καταστεί ατελέσφορη η απόπειρα απόκρουσης τυχόν απόβασης συμμαχικών δυνάμεων στα παράλια, αν η απόβαση αυτή ελάμβανε χώρα.
Ο ρόλος της είναι να μεριμνά ώστε να καταστούν εφικτές οι ανατινάξεις και οι από αέρος προσβολές μη κινητών στόχων στρατηγικής σημασίας για τις μετακινήσεις μονάδων του εχθρού (γέφυρες, αεροδρόμια, οικήματα κλπ.) και η συλλογή πληροφοριών χρήσιμων για την προώθηση των βρετανικών σχεδίων στην περιοχή.
Στα σχέδια αυτά είναι ήδη από πολύ νωρίς σαφές ότι δεν προβλέπεται η υπαγωγή της Ελλάδας στη σφαίρα επιρροής των σοβιετικών «συμμάχων», με άλλα λόγια δεν προβλέπεται μια εξέλιξη όμοια με εκείνες που θα συμβούν αργότερα στη γειτονική Αλβανία ή τη Γιουγκοσλαβία. Αυτό είναι κοινό μυστικό, το γνωρίζει το ΚΚΕ και οι οργανώσεις του σε επίπεδο ηγεσίας, το γνωρίζουν οι δυνάμεις κατοχής – καταγράφεται με σαφήνεια στις σχετικές εκθέσεις τους – το γνωρίζουν ο Ράλλης, ο Ζέρβας, ο Ψαρρός και η εξόριστη κυβέρνηση. Το ερώτημα, όμως, ήταν αν μετά την ολοκληρωτική επικράτηση του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο και αλλού το σχέδιο της αποτροπής μιας «επαναστατικής» (κομμουνιστικής) Ελλάδας ήταν εφικτό και πόσο θα κόστιζε πολιτικά η υλοποίησή του.
Το τελευταίο έτος της κατοχής η Πελοπόννησος γίνεται ένας τόπος μαρτυρίου και τραγωδίας, όπου αλλεπάλληλοι κύκλοι αίματος διαδέχονται ο ένας τον άλλον, όχι μόνον εξ αιτίας της παρουσίας κατοχικών δυνάμεων, αλλά και εξ αιτίας του ξεσπάσματος ενός εμφυλίου μέσα στην κατοχή μεταξύ των δυνάμεων που βλέπουν την αντίσταση ως ιδανικό σκηνικό για την προώθηση της καθεστωτικής αλλαγής («επανάστασης»), και των ποικίλων «αντεπαναστατικών» δυνάμεων που βλέπουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο ως εφιάλτη.
Η ειρωνεία της ιστορίας, και η ουσία της τραγωδίας, είναι ότι πέντε δεκαετίες αργότερα εκατομμύρια άνθρωποι στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια μάλλον υιοθέτησαν την «αντεπαναστατική» οπτική των πραγμάτων και άφησαν τα κομμουνιστικά καθεστώτα να καταρρεύσουν άδοξα, χωρίς να υπερασπιστούν ούτε καν για την τιμή των όπλων τα υποτιθέμενα επιτεύγματα της «επανάστασης». Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν πάψει να υπάρχουν υμνητές και νοσταλγοί τόσο των «επαναστάσεων» που έπεσαν, όσο και εκείνων που υπήρξαν νικηφόρες, αλλά «χάθηκαν». Ειδικά στη χώρα μας.