«Άκου αυτό! Είμαι σίγουρη ότι θα σου αρέσει!» είπε η Λουίζα στην κόρη της, που είχε μπει φουριόζα στο δωμάτιο, ανυπομονώντας να ετοιμάσει βαλίτσες. Επιστροφή στο αγαπημένο νησί των παππούδων μετά από πολλούς μήνες αναμονής, το επικείμενο project, και οι τρεις τους, η Λουίζα, ο Λεωνίδας και η 6χρονη Μυρτώ, δεν μπορούσαν να κρύψουν τον ενθουσιασμό τους! Μετρούσαν αντίστροφα.
Πίσω στο τώρα, ο Λεωνίδας μπήκε στο σπίτι, ανυπόμονος με τη σειρά του για την απόδραση. «Λοιπόν, όλα έτοιμα;» ρώτησε τις δυο γυναίκες της ζωής του. «Περίπου…» απάντησε η Λουίζα. Τις ρώτησε με απορία τι έκαναν τόση ώρα. «Τι άλλο; Χορεύουμε! Will you join us?» είπε εκείνη και έκλεισε το μάτι στη μικρή, που ήταν έτοιμη να πατήσει το play για μια ακόμη φορά, ξετρελαμένη με τη μουσική ανακάλυψη της ημέρας!
Και κάπως έτσι, καθώς μια οικογένεια έπαιρνε ξανά τον δρόμο για το Νυδρί, με το «Εις τον αφρό της θάλασσας» να παίζει στη διαπασών, αγαπημένο όπως τότε παλιά και συναρπαστικό όπως ποτέ ξανά, το θαύμα έγινε! Και ήρθε πάλι το καλοκαίρι, φέρνοντας μαζί του μια υπέρλαμπρη λιακάδα. Και στη Λευκάδα και στις καρδιές τους!
Άρχισε να παίζει το κομμάτι με τον ζωηρό του ρυθμό στη διαπασών: ένα εκρηκτικό mix ήχων από τον βραζιλιάνικο βορρά και επτανήσιας μουσικής παράδοσης, μια υπέροχα μελωδική καντάδα με αύρα εξωτική και ένα tempo άκρως …ξεσηκωτικό! Με την Κατερίνα Πολέμη να τα δίνει όλα στο τραγούδι! Όταν η Λουίζα το είχε ανακαλύψει λίγες μέρες πριν στη συλλογή 200 χρόνια δημοτικό τραγούδι, αυτόν τον μουσικό θησαυρό με τον οποίο η Lidl αποδείκνυε ότι πέρα από τα καθημερινά ψώνια, είχε να προσφέρει πολλά στον πολιτισμό της καθημερινότητας, ενθουσιάστηκε. Για όσα της θύμισε από τα καλοκαίρια που έφυγαν και για όσα της αποκάλυψε για τα καλοκαίρια που θα έρθουν. Ένα από αυτά τα τραγούδια που τα ακούς και δεν γίνεται να σταθείς ακίνητος – δονείται μέσα σου μέχρι και το τελευταίο κύτταρο. Ένα τραγούδι… το καλοκαίρι το ίδιο. Ναι, με αυτό θα έντυναν τη χαρά τους για την πρώτη φετινή εξόρμηση στο νησί!
Η μικρή άρχισε να κουνιέται πέρα-δώθε, μες στην τρελή χαρά, φωνάζοντας «Τέλειο τραγούδι, μαμά! Σαν να βγαίνει λιακάδα στη Λευκάδα!» Η Λουίζα χαμογέλασε πλατιά. Αυτό το παιδί, έκανε πάντα τις πιο όμορφες ρίμες. Από τον παππού της το είχε πάρει το ταλέντο. Ήταν και εκείνος άπιαστος στο να σκαρφίζεται στιχάκια και λογοπαίγνια!
Ακούγοντάς το, θυμήθηκε η Λουίζα πώς χρόνια πριν, όταν ήταν παιδί, ξεκινούσαν και αυτοί από τη Θεσσαλονίκη για τις παραδοσιακές διακοπές στο χωριό καταγωγής του μπαμπά της, το Νυδρί. Πώς και πώς το περίμεναν με τον αδελφό της το πρωί που ο μπαμπάς, πριν ακόμη ξημερώσει καλά-καλά, θα έριχνε το σύνθημα: «Καρπούζι!». Έτσι αποκαλούσε το συγκεκριμένο πρωινό εγερτήριο, για να διαχωρίζεται από τα άχαρα «σήκω» όλης της χρονιάς, που αναφέρονταν σε σχολεία και υποχρεώσεις. «Ξέρω, δεν σας αρέσει να ακούτε …σύκο, για αυτό σήμερα θα ακούσετε καρπούζι» έλεγε ο μπαμπάς και όλοι ξεκαρδίζονταν.
Το οδικό ταξίδι ήταν μεγάλο. Έπαιρνε η Λουίζα μαζί το μαξιλάρι της για τον δρόμο. Και όταν έπαιζε για πρώτη φορά το «Εις τον αφρόν της θάλασσας» στο κασετόφωνο, που συνήθως το τραγουδούσαν εν χορώ γονείς και αδελφός, έκλεινε εκείνη τα μάτια και συνέχιζε τον ύπνο της εις τον …αφρό του μαξιλαριού της, βλέποντας τα πρώτα καλοκαιρινά όνειρα πριν ακόμη τα ζήσει!
Η παράδοση των διακοπών στο Νυδρί κράτησε και θέριεψε μέσα στα χρόνια. Γέννησε νέες παραστάσεις, γέμισε με γέλια, καλαμπούρια, τραγούδια και εγγόνια. Μέρες μεγάλες και νύχτες γλυκές, που μύριζαν λεβάντα και νυχτολούλουδο, ανταμώματα κάτω από την κληματαριά στην πετρόχτιστη αυλή, απίθανα τραπεζώματα με όλου του κόσμου τα καλά. «Να᾽ταν οι θάλασσες κρασί και τα νησιά μεζέδες» τραγουδούσε ο μπαμπάς της Λουίζας, παππούς πλέον, που έπιανε δουλειά με βοηθούς τα εγγόνια του και πρώτη και καλύτερη τη μικρή Μυρτώ: άρχιζε να τραγουδά και να αυτοσχεδιάζει, με μουσικό χαλί τα πανταχού παρόντα τζιτζίκια… Το «Εις τον αφρόν της θάλασσας» ήταν το μεγάλο του σουξέ! Διασκευασμένο ανάλογα με την περίσταση και τη διάθεση της στιγμής, με στίχους πειραγμένους και αστείους πολύ συχνά. Έτσι οι μεζέδες γινόταν κεφτέδες ή μπεζέδες, ανάλογα με τις… ορέξεις! «Σαν έρθεις στη Λευκάδα, ετοιμάσου για καντάδα!» έλεγε ο παππούς και ξεκινούσε τις συνθέσεις.